Η δική μου τοποθέτηση θα προσπαθήσει να κάνει έναν διάλογο με προηγούμενες τοποθετήσεις για συμπτώσεις και αποκλίσεις. Άκουσα χθες προσεκτικά την τοποθέτηση του κ. Γκιόκα, όπως και διάβασα στα Πρακτικά την προχθεσινή ομιλία του κ. Δελή. Σε πολλά σημεία συμφωνώ και με τους δύο. Αναρωτιέμαι, όμως, για ποιον λόγο υιοθετείται ένα πολεμικό ύφος με έναν καταγγελτικό τρόπο, ιδιαίτερα για ζητήματα που στον πυρήνα τους έχουμε κοινές απόψεις, που λίγο πολύ προτείνονται και στην Αναθεώρηση του Συντάγματος.
Κατανοώ τον κομματικό ανταγωνισμό, δεν τον συμμερίζομαι, όμως, όταν τα διακυβεύματα αφορούν ζητήματα μεγάλης σημασίας για τη ζωή και την προοπτική του κόσμου της εργασίας. Και αυτά τα διακυβεύματα είναι πολύ σαφές ότι και αυτή την περίοδο, αλλά και ως πολιτική βούληση στην αναθεώρηση του Συντάγματος αφορούν τη διεύρυνση και την κατοχύρωση των κοινωνικών δικαιωμάτων, την υπεράσπιση του δημόσιου πανεπιστήμιου και την προστασία των κοινών και δημόσιων αγαθών.
Φυσικά, δεν μπορούμε να αγνοούμε ότι την ίδια περίοδο καταβάλλουμε από κοινού αγώνες και προσπάθειες για την αναχαίτιση του εθνικισμού, του ρατσισμού και της ακροδεξιάς απειλής ή ακόμα και ότι συμφωνούμε στην αλλαγή του νόμου περί ευθύνης Υπουργών.
Γνωρίζω, βεβαίως, ότι δεν έχουμε ακριβώς τα ίδια θεωρητικά εργαλεία για την ανάλυση της πραγματικότητας με τους φίλους του ΚΚΕ. Για παράδειγμα, εκείνοι υιοθετούν ότι στο θεσμικό πλαίσιο του Συντάγματος και των νόμων υπάρχει μόνο η επιβολή και η δύναμη των από πάνω, δεν κατανοούν ότι την ίδια στιγμή εγγράφονται στους θεσμούς και οι αγώνες των από κάτω. Αυτή τη διαπίστωση που έκαναν οι μαρξιστές του 20ου αιώνα, ο δικός μας ο Πουλαντζάς, ο Αλτουσέρ και άλλοι, είναι ακριβώς και η δικαιολόγηση –αν θέλετε- ή η εξήγηση πώς παρ’ όλη την επιβολή των από πάνω έχουμε σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, δημόσιο σύστημα υγείας και τόσες άλλες κατακτήσεις των αγώνων των από κάτω, παρ’ όλη τη δικτατορία, όπως λένε οι φίλοι μας, της αστικής τάξης.
Με άλλα λόγια, αν δεν υπήρχε αυτό το στοιχείο και η σημερινή μας συζήτηση θα ήταν άσκοπη, θα ήταν μόνο διακηρυκτική, ενώ εμείς φιλοδοξούμε να έχει καινά αποτελέσματα, θεσμική δηλαδή κατάληξη με την οποία να εκφράζονται συμφέροντα κοινωνικών κατηγοριών.
Χθες ο κ. Χατζηδάκης και ο κ. Βενιζέλος ισχυρίστηκαν ότι δεν χρειάζεται αναθεώρηση του Συντάγματος στο κεφάλαιο των δικαιωμάτων, γιατί αυτά προστατεύονται επαρκώς από το σημερινό μας Σύνταγμα και από τις διεθνείς συμβάσεις. Είναι προφανές ότι σβήνουν από τον χάρτη του συνυπολογισμού τα οκτώ χρόνια του μνημονίου. Ξεχνούν, δηλαδή, εκθέσεις και διεθνών οργανισμών με αφορμή κυρίως την Ελλάδα, οι οποίες μιλούν για το καθεστώς της εξαίρεσης.
Συγκεκριμένα, τον Δεκέμβριο του 2014 κοινοποιήθηκε, δημοσιοποιήθηκε η έκθεση της Διεθνούς Ομοσπονδίας για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Σας θυμίζω ότι αυτή η Διεθνής Ομοσπονδία ήταν εκείνη η οποία είχε δώσει στην έκθεσή της τις παραβιάσεις των δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια της χούντας των συνταγματαρχών.
Λέει μεταξύ των άλλων η έκθεση, τα συμπεράσματα της έκθεσης είναι τα εξής:
«Κυβερνήσεις και διεθνή ιδρύματα κατέβαλαν ελάχιστη προσπάθεια για να συμμορφωθούν και να ενσωματώσουν τα ανθρώπινα δικαιώματα στις στρατηγικές και τα προγράμματα για τη διαχείριση της κρίσης. Η κρίση είχε σοβαρές και μακροχρόνιες επιπτώσεις στα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα, μεταξύ άλλων, καλπάζουσα ανεργία, η οποία, όμως, στην Ελλάδα έφθασε σε πρωτοφανή επίπεδα, ειδικά στις νεότερες γενιές, υποβάθμιση της προστασίας του εργατικού δυναμικού, της ασφάλειας και της υγείας στις συνθήκες εργασίας, καθώς και της συλλογικής διαπραγμάτευσης, σοβαρές περικοπές στις δημόσιες υπηρεσίες, στην κοινωνική ασφάλιση και την κοινωνική προστασία, φορολογικές μεταρρυθμίσεις που εντείνουν τη φτώχεια και τον αποκλεισμό, πτώση του βιοτικού επιπέδου -συνήθως κάτω από το επίπεδο που θεωρείται επαρκές, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο- αύξηση του αριθμού των αστέγων, περιορισμοί στο δικαίωμα στην εκπαίδευση λόγω των περικοπών στον προϋπολογισμό για την παιδεία και το διδακτικό προσωπικό, περικοπές στη δαπάνη για την υγεία.»
Αυτά είναι πράγματα τα οποία τα γνωρίζουμε. Γνωρίζουμε και τα νούμερα για την πτώση του επιπέδου, γνωρίζουμε και για τις απολύσεις στο Δημόσιο. Είναι μια σειρά πραγμάτων τα οποία γνωρίζουμε. Όμως, αυτά είναι πια και αντικείμενο μελέτης.
Την προηγούμενη βδομάδα ήρθε στα χέρια μου μια έκθεση της «διαΝΕΟσις» του κ. Δασκαλόπουλου, με επιμελητή μάλιστα της έρευνας τον κ. Ματσαγγάνη, οι οποίοι δεν μπορεί να θεωρηθούν άνθρωποι του περιβάλλοντος του ΣΥΡΙΖΑ. Απομονώνω δυο στοιχεία που περιγράφουν πιο γλαφυρά το πρόβλημα που εντοπίζει η έκθεση. Όσον αφορά τα προγράμματα στήριξης ανέργων, το 2010 τα προγράμματα στήριξης ανέργων αφορούσαν το 35% των ανέργων. Το 2014 αφορούσαν το 9%.Άλλο στοιχείο: Από το 2009 ως το 2012 χάθηκαν εξακόσιες τέσσερις χιλιάδες θέσεις εργασίας. Το συνταρακτικό ξέρετε ποιο είναι; Ότι από αυτές τις θέσεις οι διακόσιες είκοσι δύο –το 1/3 και παραπάνω- αφορούσαν θέσεις εργασίας στην υγεία και στην παιδεία. Δηλαδή, αυτό που λέμε «κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους» λίγο πολύ εμφανίζεται με τα στοιχεία.
Σε όλα αυτά τα πράγματα είχαμε να αντιμετωπίσουμε ως Κυβέρνηση και ένα καθεστώς απουσίας οποιασδήποτε πρόνοιας για τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα. Όλη μας η προσπάθεια αυτά τα τρία, τέσσερα χρόνια είναι να προστατεύσουμε τους αποκλεισμένους, τους φτωχούς, εκείνους που δεν είχαν δικαιώματα.
Ξέρετε, ένα από τα επιχειρήματα, που ήταν πραγματικό επιχείρημα, με το οποίο καταφέραμε και διασώσαμε τις συντάξεις απέναντι στο ΔΝΤ, είναι ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει πρόνοια, δεν υπάρχουν κοινωνικά επιδόματα και με αυτή την έννοια η σύνταξη καλύπτει όλη την οικογένεια και όλους τους αδύνατους συγγενείς που δεν έχουν άλλη δυνατότητα και άλλο πόρο εκτός από τη σύνταξη. Και αυτό ήταν το επιχείρημα -και τα στοιχεία, φυσικά, που το αποδείκνυαν- που ήταν αρκετά πειστικό, ώστε να εξασφαλίσουμε και να μην περικοπούν οι συντάξεις και να μην περάσουν τα μέτρα του ΔΝΤ.
Όσον αφορά αυτό το ζήτημα, ο κ. Βενιζέλος έβαλε δύο παραμέτρους για το πώς μπορεί να υπάρχει ένα σύστημα κοινωνικής προστασίας και κοινωνικής ασφάλισης. Επικαλέστηκε το δημοσιονομικό πλαίσιο και τη συνομιλία με τη νομολογία. Ξέρετε, κανείς δεν θέλει να εκτροχιάζεται ο προϋπολογισμός. Μόνο που το επιχείρημα ότι, αν έχουμε λεφτά, έχουμε κοινωνική πολιτική, αν δεν έχουμε λεφτά, συρρικνώνουμε αποκλειστικά την προστασία των ευάλωτων κοινωνικών κατηγοριών και της εργασίας, χρησιμοποιήθηκε στη νέα περίοδο και ειδικά από τον χώρο της σοσιαλδημοκρατίας από τον Μπλερ και τους Νέους Εργατικούς. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να συρρικνωθεί το κοινωνικό κράτος σε ένα δίχτυ προστασίας μόνο για τους ευάλωτους και να μείνουν έξω από την προστασία εκείνες οι κοινωνικές κατηγορίες, που μπορεί να μην ήταν εξαθλιωμένες, αλλά είχαν ανάγκη κοινωνικής προστασίας, και με αυτήν την έννοια και να μεγαλώσουν οι ανισότητες και να πάψει να υπάρχει η έννοια -που εμείς προτείνουμε με έμφαση- της καθολικότητας απέναντι κυρίως στα κοινωνικά δικαιώματα.
Πολλή κουβέντα έγινε για τον νεοφιλελευθερισμό. Ο κ. Τζαβάρας ισχυρίστηκε ότι ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια έννοια του 1932, όταν οι πρώτοι θεωρητικοί προσπάθησαν να τον θεμελιώσουν. Ξεχνάει, όμως, τον έμπρακτο νεοφιλελευθερισμό, που ξεκινάει ιστορικά στη νέα περίοδο από το 1976 με την πετρελαϊκή κρίση -στην Ελλάδα έρχεται λίγο αργότερα, το 1985-, που έχει ορισμένα συστατικά. Αυτό το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα ονομάστηκε «Η συναίνεση της Ουάσιγκτον», γιατί την ίδια περίοδο από την ευρωπαϊκή μεριά ήταν η Θάτσερ και από την αμερικανική ο Ρίγκαν που υλοποιούσαν αυτό το πρόγραμμα σε όλη του την έκταση.
Τι περιελάμβανε ο νεοφιλελευθερισμός; Κατ’ αρχάς την παράδοση όλων των πεδίων της κοινωνικής αναπαραγωγής -παιδεία, υγεία- στα ιδιωτικά κεφάλαια, δεύτερον, υποβάθμιση της προστασίας της εργασίας, κατοχύρωση ελαστικών εργασιακών σχέσεων, της επισφάλειας, της μερικής, τριγωνικής απασχόλησης –εργασία μέσω υπηρεσιών, εξωτερίκευση, δηλαδή, της εργασίας- και μια σειρά από ζητήματα, που αν τα διαβάσουμε σήμερα και τα συγκρίνουμε, δεν ξέρω πόσο απέχει το πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας από τον κανόνα του νεοφιλελευθερισμού και δεν ξέρω πόσο διατεθειμένο είναι το ΚΙΝΑΛ να αποστασιοποιηθεί από μια τέτοια πολιτική διάσταση, που τουλάχιστον στα χρόνια της Συγκυβέρνησης τα έδωσε διά παραδειγματικής κυβερνητικής πράξης.
Κλείνοντας, θα ήθελα να πω ότι η σημερινή μας κουβέντα πρέπει να έχει ως τελική κατάληξη τη σύμπτωση και τη σύγκλιση σε εκείνα τα πεδία που θεωρούνται ώριμα για να μπορούμε να δημιουργήσουμε συναινέσεις. Την ίδια στιγμή, όμως, πρέπει να έχει και έναν παιδαγωγικό χαρακτήρα, να μην κρύβουμε, δηλαδή, ποια είναι η πραγματικότητα, από πού ξεκινάει, ποια είναι η αφετηρία του καθενός και της καθεμιάς για να προτείνει συγκεκριμένες λύσεις.