Macro

Χαράλαμπος Γεωργούλας: Μια καρέκλα για να κρυφτούν τα πολιτικά επίδικα

Από τη στιγμή που διαφάνηκε η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, είναι καταφανής η προσπάθεια της ηγεσίας Κασσελάκη να καλλιεργήσει την εντύπωση ότι πρόκειται για μια αδικαιολόγητη κίνηση, που δεν οφείλεται στην ύπαρξη κάποιου πολιτικού επίδικου, αλλά στην αντίθεση ορισμένων στελεχών στο πρόσωπο του νέου προέδρου.
 
Η «γραμμή» αναλύεται με διάφορους τρόπους και αναμεταδίδεται μέσω του προπαγανδιστικού μηχανισμού, που γνωρίζει καλά να τον χειρίζεται το ηγετικό επιτελείο, ώσπου να καταστεί, με την αδιάκοπη επανάληψη, αδιαμφισβήτητη αλήθεια. Σε πείσμα της πραγματικής πολιτικής ταραχής, που προκαλεί σχεδόν κάθε πολιτική παρέμβαση της νέας ηγεσίας.
 
Η τακτική αυτή έχει διπλό στόχο. Αφενός, να υπονομεύσει την πολιτική φερεγγυότητα όσων άφησαν πίσω τους ανοιχτή τη θύρα της εξόδου. Αφετέρου, να αφήσει εκτός συζήτησης τα υπαρκτά πολιτικά επίδικα και ιδίως όσα αφορούν την κριτική αποτίμηση της πορείας του ΣΥΡΙΖΑ και τις αλλαγές που θα μπορούσαν να προκύψουν από αυτήν.
 
 
Εξ οικείων η διάψευση
 
 
Το ψέμα, όμως, έχει κοντά ποδάρια. Ο ισχυρισμός αυτός της παραπαίουσας ηγεσίας Κασσελάκη –ο οποίος συμπυκνώθηκε από τον ίδιο με εκείνη την απαράδεκτη αποστροφή «αν είχε έρθει η Αχτσιόγλου και μου έλεγε “αυτή η καρέκλα είναι το όνειρο της ομάδας μου”, θα είχα κάνει πίσω»– διαψεύδεται εκ των έσω. «Οι λέξεις του [του Στ. Κασσελάκη], όπως και οι λέξεις του επιτελείου του, δίνουν τον τόνο και στη δύσκολη αντιπαράθεση με όσους επέλεξαν τον δρόμο της διάσπασης, αν δηλαδή αυτή θα γίνει με πολιτικούς όρους ή με όρους αποστασίας, πέμπτης φάλαγγας, καρέκλας, ανθρωποφαγίας», γράφει στην «Αυγή» (28-11) ο Θ. Καρτερός, και δεν εκφράζει μόνο τον εαυτό του.
 
Μαθαίνουμε έτσι, εξ εγκύρων πηγών, ότι δεν πρόκειται για «αποστασία» με επίδικο την «καρέκλα», αλλά για «διάσπαση» που μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο «με πολιτικούς όρους». Υπάρχει, δηλαδή, πολιτικό επίδικο. Και το μαθαίνουμε με την πρώτη δημόσια επίθεση εναντίον αυτής της τακτικής, που δείχνει ότι πολιτικά επίδικα δεν υπάρχουν μόνο ανάμεσα σ’ αυτούς που μένουν κι αυτούς που φεύγουν, εξελίσσονται και στο εσωτερικό των παραμενόντων.
 
 
Στον πυρήνα του πολιτικού επίδικου
 
 
Θα αρκούσαν αυτά και μόνο, για να αποδειχτεί η ρηχότητα των ισχυρισμών της ηγεσίας Κασσελάκη. Αλλά υπάρχουν πολύ περισσότερα. Όπως ήδη σημειώσαμε, ένας από τους στόχους της σχετικής προπαγάνδας είναι να ματαιώσει την κριτική αποτίμηση της πορείας του ΣΥΡΙΖΑ. Αν δεν υπάρχουν πολιτικά επίδικα, δεν τίθεται θέμα αλλαγής κατεύθυνσης, αλλαγής πολιτικής, αρκεί η «εξυγίανση», η καταπολέμηση της «εσωστρέφειας» και μια επικοινωνιακά προικισμένη ηγεσία, για να ηττηθεί ο Μητσοτάκης.
 
Η ανάγκη, όμως, μιας τέτοιας κριτικής αποτίμησης για την ανανεωτική ριζοσπαστική Αριστερά δεν είναι απλά πολιτική, είναι υπαρξιακή. Και δεν αφορά μόνο την κυβερνητική περίοδο, ή τον συμβιβασμό του καλοκαιριού του 2015, ή την εκλογική υποχώρηση του 2019 και την περίοδο που ακολούθησε ως τη διπλή εκλογική ήττα του 2023. Αν θέλουμε να δούμε τα πράγματα με τη σοβαρότητα που απαιτεί η κρισιμότητα των περιστάσεων, οφείλουμε να δούμε κριτικά ακόμα και την περίοδο της αλματικής ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ. Σε τι οφειλόταν, ποιες δυνατότητες δημιουργούσε, πώς αξιοποιήθηκαν, εντάχθηκαν ή όχι σε ένα μακράς πνοής σχέδιο; Ποιες αδυναμίες αναδείχθηκαν και πώς αντιμετωπίστηκαν; Τι έμεινε από εκείνη την περίοδο χαραγμένο στο DNA του, πώς διεκδικήθηκε η στερέωση της σχέσης του με την κίνηση της κοινωνίας που τον ανέδειξε, με τα κινήματά της;
 
Ερωτήματα αυτού του είδους όχι μόνο δεν τίθενται από την παρούσα ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, δεν υπάρχουν καν στον προβληματισμό της. Κι αν μερικές φορές μοιάζει να το επιχειρεί, το κάνει μόνο για να διαγράψει ό,τι θετικό θα μπορούσε να αποκομίσει κάποιος κοιτώντας πίσω. Διακηρυγμένη πρόθεσή της και πρακτική είναι μια αναβίωση του δικομματισμού με όχημα τη λαϊκιστική «πατριωτική» διάλεκτο, έναν ευκαιριακό εκλογικό πολυσυλλεκτισμό, που δεν χρειάζεται ενεργό και αγκυρωμένο στην κοινωνία πολιτικό οργανισμό, αλλά έναν αρχηγό που επικοινωνεί –δεν κοινωνεί, δεν είναι σώμα και αίμα του– «αδιαμεσολάβητα» με τον λαό. Δηλαδή, απέναντι σ’ αυτούς που θέλουν «παρένθεση» την Αριστερά, αντιπαραθέτει έναν πολιτικό οργανισμό μιας χρήσης –και για πάσα χρήση– έτοιμο να αναζητήσει μαγικές λύσεις στην πρώτη δυσκολία.
 
 
Για το αύριο υπάρχει η πολιτική διαφορά
 
 
Τα ζητήματα αυτά δεν αποτελούν παρελθοντολογία. Είναι εντελώς επίκαιρα και αφορούν το άμεσο και μεσοπρόθεσμο μέλλον της ανανεωτικής ριζοσπαστικής Αριστεράς. Είναι η στιγμή που αυτά τα πολιτικά επίδικα τίθενται ως ιδρυτικά ερωτήματα για όσους εκτιμούν –και για όσους πρόκειται να εκτιμήσουν– ότι τα ζητήματα που κρίνονται αυτή την ώρα δεν είναι μόνο οι πτυχές ενός αντιπολιτευτικού ή προγραμματικού λόγου, που έχουν σημασία. Δεν βρίσκονται εκεί κυρίως οι θεμελιώδεις διαφορές. Βρίσκονται στον τρόπο συγκρότησης, απόκτησης πολιτικής τεχνογνωσίας και δράσης ενός πολιτικού φορέα της Αριστεράς με στέρεη δημοκρατική δομή, αξιόπιστο, επιστημονικά τεκμηριωμένο και συλλογικά επεξεργασμένο προγραμματικό λόγο, που τον επικαιροποιεί διαρκώς και τον εξειδικεύει παρακολουθώντας τις ανάγκες της κοινωνίας. Με σαφή ταξική αναφορά και ευρύτατη κοινωνική απεύθυνση, ώστε να μπορεί να υπερασπιστεί μαζί με την κοινωνία τον ρόλο που του αναθέτει κάθε φορά η λαϊκή εντολή.
 
Με πλήρη συνείδηση αυτού του ρόλου θα έπρεπε να έχει αρχίσει ήδη, από τη βάση, η συγκρότηση όσων αισθάνονται την ανάγκη να ανταποκριθούν στο αίτημα για μια σύγχρονη, ανατρεπτική του υπάρχοντος Αριστερά, που έχει επίγνωση και των αδυναμιών και των δυνατοτήτων της. Η ποιοτική και ποσοτική διαφορά της θα είναι και υπαρκτή και ευρύτατα αισθητή.

Χαράλαμπος Γεωργούλας