Η πρώτη φάση της αξιολόγησης του δανειακού προγράμματος της ελληνικής κυβέρνησης έληξε με κέρδη και απώλειες. Ένας συνοπτικός ισολογισμός θα μιλούσε για «νίκη στα σημεία, μεσοπρόθεσμες αβεβαιότητες, στρατηγικά ερωτηματικά». Πάλι συνοπτικά και σε αδρές γραμμές η αποτίμηση της διαπραγμάτευσης δεν μπορεί παρά να σταθεί στα δημοσιονομικά μέτρα τα οποία επιβαρύνουν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού και δημιουργούν υφεσιακά δεδομένα στην οικονομία· από την άλλη, ωστόσο, η χρηματοδότηση των 10,3 δισ. για τις δόσεις και τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του Δημοσίου στην ιδιωτική οικονομία, καθώς και η αναμενόμενη «κανονικότητα» στην παροχή ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα, αποτελούν εργαλεία με τα οποία η κυβέρνηση εκτιμά ότι μπορεί να αναστρέψει την ύφεση, να προχωρήσει σε ανασύνταξη της οικονομίας και δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και, σε κάθε περίπτωση, δημιουργούν συνθήκες που της δίνουν τη δυνατότητα να δοκιμάσει την δική της πολιτική στα πεδία της οικονομίας, της κοινωνίας και του κράτους.
Όσον αφορά τα μεσοπρόθεσμα ή, αν προτιμάτε, τα στρατηγικά επίδικα της συμφωνίας, θα πρέπει να σταθούμε στα παρακάτω: στη διευθέτηση του χρέους, στον δημοσιονομικό μηχανισμό για τις αποκλίσεις του προϋπολογισμού (ο και «κόφτης» λεγόμενος), στην ανεξαρτησία της Γ. Γραμματείας δημοσίων εσόδων, στο νέο Ταμείο για την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας.
Η μεγάλη εικόνα
Αν και παρουσιάζεται ως διαφωνία για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, η αντιπαράθεση ΔΝΤ και Γερμανίας στην πραγματικότητα αφορά την κρίση χρέους ολόκληρης της ευρωζώνης, αφού στη σειρά, σε αναμονή, βρίσκονται τα χρέη της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, καθώς και των μεγάλων ευρωπαϊκών οικονομιών της Γαλλίας και της Ιταλίας. Πρόσφατα το Κολέγιο των Επιτρόπων της Κομισιόν έκανε τα στραβά μάτια για τα χρέη του ευρωπαϊκού Νότου, είναι όμως βέβαιο πως θα επανέλθει μετά τις εκλογές στην Ισπανία, και σε συνάρτηση πάντα με το αποτέλεσμά τους, τις συμμαχίες που θα δημιουργηθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τη συνοχή της Ε.Ε. στη διαχείριση του προσφυγικού και, αναπόφευκτα, με ένα ενδεχόμενο Brexit, αλλά και την οικονομική κρίση, για την οποία πολλοί φοβούνται ένα νέο επεισόδιο, μεγαλύτερο και από εκείνο του 2008. Στα περιθώρια της σύγκρουσης για το χρέος, η ελληνική κυβέρνηση έκανε δύο μεγάλα βήματα προς τα μπρος, τα οποία είναι προς αξιοποίηση και από άλλες υπερχρεωμένες χώρες: το πρώτο, με την αναγνώριση ότι το χρέος της δεν είναι βιώσιμο, και το δεύτερο, ότι η εξυπηρέτηση του χρέους δεν μπορεί να υπερβαίνει ετησίως το όριο του 15% του ΑΕΠ. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ιταλίας για την επόμενη διετία έχουν μέσο όρο 19-19,5%, της Πορτογαλίας 16,5%, της Ισπανίας 17,5%, των Ηνωμένων Πολιτειών 18%.
Όσο αφορά τον «κόφτη» και την ανεξαρτησία της Γ. Γραμματείας εσόδων, και πάλι το ζήτημα δεν είναι η αναξιοπιστία της κυβέρνησης και του πολιτικού συστήματος, όπως την παρουσιάζουν τα εγχώρια και τα διεθνή ΜΜΕ, το διακύβευμα είναι η «συνταγματοποίηση του νεοφιλελευθερισμού», δηλαδή η αφαίρεση από την πολιτική σφαίρα, με άλλα λόγια από τους θεσμούς της λαϊκής κυριαρχίας, της ρυθμιστικής και παρεμβατικής της ισχύος και η παράδοσή τους σε προσωποποιημένες αρχές και αυτοματοποιημένους μηχανισμούς που δουλεύουν με αγοραίες αξίες εκτός δημοσίου ελέγχου. Πάνω σε αυτές τις ιδέες εξάλλου παραμένει υποβόσκουσα η σύγκρουση μεταξύ της Κομισιόν και του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών, το οποίο απαιτεί να αφαιρεθούν οι πολιτικές αρμοδιότητες της Κομισιόν και να παραδοθούν σε αυτοματοποιημένους «κόφτες», που θα αναπαράγουν τη διαρκή λιτότητα και τη μειωμένη συμμετοχή του κράτους στις κοινωνικές δαπάνες. Στο ίδιο πλαίσιο, δηλαδή στον περιορισμό των αρμοδιοτήτων του έθνους-κράτους και στη θεσμική υπεροχή της αγοράς και των επιχειρήσεων, κινείται και η περιβόητη ευρωατλαντική συμφωνία εμπορίου, η TTIP. Στην παρούσα συγκυρία και υπό τον εκβιασμό της θέσπισης προληπτικών μέτρων λιτότητας, η κυβέρνηση προσπάθησε και εν πολλοίς κατάφερε να πολιτικοποιήσει –να παρεμβάλει δηλαδή την πολιτική βούληση της κυβέρνησης‒ τόσο στον «κόφτη», όσο και στη Γ. Γραμματεία δημοσίων εσόδων.
Η μεγάλη εικόνα, δηλαδή η παρουσίαση των μεγάλων συγκρούσεων και των στρατηγικών διακυβευμάτων σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, δεν έχει να κάνει με τον γνωστό και αναντικατάστατο ρόλο της Αριστεράς να «αποκαλύπτει» τα σχέδια και τις αντιφάσεις του καπιταλισμού. Καλώς το κάνει, δεν είναι όμως αρκετό, αν και πολλοί στην Αριστερά μάς εγκαλούν και μας νουθετούν προτρέποντάς μας να επιστρέψουμε στον ασφαλή ρόλο μιας Αριστεράς που αποκαλύπτει και καυτηριάζει χωρίς να εμπλέκεται· μας προτείνουν, με άλλα λόγια, να εγκαταλείψουμε την πολιτική σφαίρα, το πεδίο του πράττω, του συμμαχώ, του μετασχηματίζω. Να παραδώσουμε την Πολιτική στο δίπολο νεοφιλελευθερισμού και ακροδεξιάς –στον ίδιο παρονομαστή δηλαδή‒ για να μη «λερώσουμε τα χέρια μας». Οι θεωρίες της αναμονής και της «πρωταρχικής συσσώρευσης δυνάμεων» δοκιμάστηκαν στα 30 χρόνια νεοφιλελευθερισμού και απέτυχαν, σήμερα είναι η εποχή της βούλησης, της πολιτικής πρωτοβουλίας με κάθε κόστος, ακόμα και επί ποινή αυτοκαταστροφής ‒ οι καιροί δεν περιμένουν.
Στο πεδίο της πολιτικής πρακτικής
Αν η μεγάλη εικόνα είναι απαραίτητη για να διαμορφώσεις στρατηγική, το τοπικό, η πολιτική στο κράτος, την κοινωνία και την οικονομία είναι αυτή που διαμορφώνει πολιτικούς συσχετισμούς και συνειδήσεις, ορίζει με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις σε τελευταία ανάλυση. Την επόμενη μέρα της διαπραγμάτευσης η κυβέρνηση καλείται να αντιμετωπίσει τρεις εν δυνάμει κινδύνους, τρεις εν δυνάμει «υπονομευτές» της προσπάθειάς της να προχωρήσει με αριστερό πρόσημο σε δύσκολες συνθήκες: την επιτήρηση, τον κακό της εαυτό, τα νέα τζάκια ή τους νέους οικονομικούς «πρωταθλητές της ανάπτυξης».
Για την ακρίβεια το καθεστώς της επιτήρησης δεν είναι εν δυνάμει, είναι παρόν, σε κάθε Νόμο, σε κάθε στρατηγικό σχεδιασμό. Δική μας δουλειά, της κυβέρνησης και του κόμματος, είναι να σχεδιάσουμε και να επιβάλουμε τον απεγκλωβισμό από την επιτήρηση, την ανάκτηση της νομοθετικής πρωτοβουλίας, και μάλιστα σε ένα ναρκοθετημένο περιβάλλον, όπου οι δανειστές διεκδικούν ρόλο σε κάθε τι. Για να πετύχει η απόπειρα, χρειαζόμαστε ιεραρχημένο σχέδιο, εναλλακτικές πολιτικές και συνοχή, κυρίως κυβερνητική συνοχή, και ανώτερο επίπεδο συντονισμού. Η δεκαοκτάμηνη κυβερνητική εμπειρία μάς έδειξε ότι μπορούμε να επινοούμε –σε συνεργασία με τις κοινωνικές δυνάμεις‒ εναλλακτικές πολιτικές ακόμα και στα πιο δύσβατα και περίκλειστα τοπία, όπως είναι τα λιμάνια ή το Ελληνικό. Χρειάζεται να τις δοκιμάσουμε, αυτές τις εναλλακτικές πολιτικές, στην καρδιά του συστήματος, στην οικονομία και την εργασία. Να κατασκευάσουμε τα εργαλεία για μια άλλου τύπου οικονομική ανάπτυξη. Ορισμένοι στην Αριστερά, με ελαφρότητα, ειρωνεύονται το στόχο της παραγωγικής ανασυγκρότησης, μιλώντας για success story· δεν καταλαβαίνουν ότι δεν υπάρχει περίπτωση να κάνεις αριστερή πολιτική με 1,5 εκατ. ανέργους, με οικογένειες στις οποίες δεν μπαίνει ούτε ένα μεροκάματο και που η επιβίωσή τους εξαρτάται από τα προγράμματα για την ανθρωπιστική κρίση ή την πενιχρή σύνταξη του παππού. Δεν είμαστε ανυποψίαστοι, γνωρίζουμε ότι η επόμενη σύγκρουση με τους δανειστές θα αφορά την αγορά εργασίας και τις συλλογικές συμβάσεις, μόνο που σε αυτήν τη σύγκρουση δεν θα είμαστε μόνοι, στο πλάι μας θα έχουμε τις κινητοποιήσεις των Γάλλων και των Βέλγων εργαζομένων και της νεολαίας, όπως και τα συνδικάτα της Ευρώπης, που σηκώνουν ψηλά τη σημαία για τη ρύθμιση της αγοράς εργασίας και τον έλεγχο της επισφάλειας.
Ο κακός μας εαυτός δεν έχει να κάνει μόνο με τις ασυνεννοησίες μεταξύ των υπουργείων, με τις μεταθέσεις νομοσχεδίων που έπρεπε να είχαν γίνει χθες, με νόμους με «τρύπες», που αφήνουν ακάλυπτες μερίδες του πληθυσμού. Έχει να κάνει και με εκείνες τις αντίρροπες δυνάμεις μέσα από τις γραμμές μας, οι οποίες εν ονόματι μιας δήθεν αποτελεσματικότητας, προσχωρούν σε παλιές και αντίπαλες πρακτικές. Το ΤΑΙΠΕΔ αποτελεί ακόμα και σήμερα το παράδειγμα προς αποφυγή, στο βαθμό που αγνοεί τα σχέδια των συμβάσεων παραχώρησης που προτείνουν τα αρμόδια υπουργεία πλειοδοτώντας υπέρ των αγοραστών, υπονομεύει και ματαιώνει επενδυτικά προγράμματα που στηρίζονται σε αξιόπιστα επιχειρησιακά σχέδια, όπως συμβαίνει στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, αρνείται να κατοχυρώσει τα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων ακόμη και αυτά που κατοχυρώνονται με συλλογικές και επιχειρησιακές συμβάσεις. Δεν είναι άνευ αξιολόγησης η τοποθέτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη στη συζήτηση για το πολυνομοσχέδιο, όπου δήλωσε ότι δεν του χρειάζεται το νέο Ταμείο αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας, αφού έχει το ΤΑΙΠΕΔ να κάνει τη δουλειά…
Τέλος, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι μετά το τέλος της αξιολόγησης και με την εκτίμηση της μακροημέρευσης της κυβέρνησης, που ξεπέρασε τον κάβο της αριστερής παρένθεσης, μια σειρά μεγάλων επιχειρήσεων γυρίζουν το χαρτί επιδιώκοντας να αντικαταστήσουν την παλιά οικονομική τάξη και να γίνουν οι αποκλειστικοί συνομιλητές της κυβέρνησης για ζητήματα οικονομίας και ανάπτυξης. Με δεδομένους τους αδύναμους θεσμούς κοινωνικού ελέγχου, την ευθύνη της αποτροπής φαινομένων νέας διαφθοράς την έχουν το κόμμα, η κοινοβουλευτική ομάδα και κυρίως η ίδια η κυβερνητική ομάδα.
Βρισκόμαστε σε ένα σταθμό μιας μακριάς διαδρομής με κέρδη και απώλειες· το τοπίο δεν προσφέρεται για θριαμβολογίες, δεν επιτρέπει όμως ούτε την παραίτηση από την πράξη. Η εξουδετέρωση των κινδύνων, που μόλις περιγράφηκαν, θα πρέπει να αποτελεί για μας δέσμευση απέναντι στην κοινωνία που μας εμπιστεύεται και μας παρακολουθεί, κυρίως απέναντι σε εκείνους που, εδώ και χρόνια, υφίστανται τις συνέπειες μιας «κρίσης» η οποία δεν μπορεί να παραμείνει αδιέξοδη. Αριστερές πολιτικές και εμβάθυνση της δημοκρατίας, ενδυνάμωση των κοινωνικών μας συμμαχιών και αξιοποίηση κάθε γόνιμης και παραγωγικής κριτικής από τα αριστερά θα πρέπει, σε τούτη τη συνθήκη, να αποτελέσουν οδηγούς για την πορεία μας στην επόμενη περίοδο.
Ο Χριστόφορος Παπαδόπουλος είναι μέλος της Κ.Ε. και βουλευτής Β’ Αθήνας του ΣΥΡΙΖΑ