Πολυμέρης Βόγλης

18
12

Πολυμέρης Βόγλης: Εμμονές και προκαταλήψεις για το πανεπιστήμιο

Η επιτροπή προτείνει ένα μοντέλο διοίκησης των πανεπιστημίων στο οποίο πρωταγωνιστικό ρόλο θα έχει το Συμβούλιο Ιδρύματος: αυτό θα ορίζει την επιτροπή που θα επιλέγει τον πρύτανη και τους κοσμήτορες, αυτό θα εποπτεύει την οικονομική διαχείριση του πανεπιστημίου, ενώ ο πρύτανης και η σύγκλητος θα περιοριστούν στα ακαδημαϊκά ζητήματα. Ενώ για άλλα θέματα το «Σχέδιο δράσης» είναι αρκετά αναλυτικό, για το συγκεκριμένο δεν διευκρινίζει, όπως θα όφειλε, με ποια διαδικασία θα επιλέγονται ή θα εκλέγονται και από ποιους τα μέλη του Συμβουλίου. Η πρόταση, πάντως, δεν είναι νέα. Είχε περιληφθεί στον γνωστό ως νόμο Διαμαντοπούλου, ο οποίος δεν εφαρμόστηκε ποτέ γιατί απορρίφθηκε από την πλειονότητα της πανεπιστημιακής κοινότητας. Ο λόγος δεν ήταν κάποια «συντεχνιακή» λογική αλλά η υπεράσπιση του δημοκρατικού τρόπου λειτουργίας του πανεπιστημίου. Εδώ και τέσσερις δεκαετίες, το πανεπιστήμιο είναι ένας θεσμός εδραιωμένος στη δημοκρατία και τη συμμετοχή: όλα τα όργανα του πανεπιστημίου εκλέγονται από την πανεπιστημιακή κοινότητα, ενώ το ίδιο πνεύμα διαπνέει τη λειτουργία του πανεπιστημίου από τις συνελεύσεις των τμημάτων μέχρι τη διαχείριση των κονδυλίων στις επιτροπές ερευνών. Η διοίκηση βασίζεται στη δημοκρατική νομιμοποίηση διότι το πανεπιστήμιο είναι ακαδημαϊκός θεσμός έρευνας και διδασκαλίας, δεν είναι επιχείρηση για να διοικείται από μάνατζερ. Γενικότερα, το «Σχέδιο δράσης» διαπνέεται από τη νεοφιλελεύθερη λογική της πλήρους αποδιάρθρωσης του δημόσιου πανεπιστημίου. Πολλές προτάσεις της επιτροπής είναι χαρακτηριστικές αυτής της λογικής, όπως, μεταξύ άλλων, η πλήρης αποσύνδεση του πτυχίου των φοιτητών από συγκεκριμένα εργασιακά δικαιώματα ώστε να διασφαλιστεί η «ευελιξία» τους στην αγορά εργασίας, η σύνδεση της αξιολόγησης με τη χρηματοδότηση, η έγκριση των προγραμμάτων σπουδών των πανεπιστημίων από επαγγελματικούς φορείς και η προσέλκυση χρηματοδότησης από επιχειρήσεις στην προοπτική της μείωσης των κρατικών δαπανών. Επιπλέον, η ίδια η έννοια της πανεπιστημιακής κοινότητας διαλύεται μέσα από την καθιέρωση καθηγητών πολλών «ταχυτήτων»: πλήρους ή μερικής απασχόλησης με φυσική ή διαδικτυακή παρουσία, καθηγητών αμειβόμενων από επιχειρήσεις, καθηγητών στραμμένων στην έρευνα και άλλων στραμμένων στη διδασκαλία, απασχόληση συνταξιούχων καθηγητών του εξωτερικού, κ.λπ. Εδώ και χρόνια το δημόσιο πανεπιστήμιο δυσφημείται συστηματικά από πολλά μέσα ενημέρωσης αλλά και από υπουργούς της παρούσας κυβέρνησης. Τα πανεπιστήμια εμφανίζονται ως χώροι ανομίας, αιώνιων φοιτητών, καθηγητικών συντεχνιών, οικογενειοκρατίας, κ.λπ. Το «Σχέδιο δράσης» δεν ξεφεύγει από αυτή τη λογική. Γι’ αυτόν τον λόγο το «Σχέδιο δράσης» δεν έχει τίποτα να πει για τα πραγματικά προβλήματα, όπως οι ελλείψεις σε μόνιμο διδακτικό προσωπικό, η καθήλωση των μισθών των καθηγητών, οι οικονομικές δυσκολίες των φοιτητών ή η επισφάλεια των νέων ερευνητών που εργάζονται ως συμβασιούχοι στα πανεπιστήμια. Και κάτι τελευταίο. Το «Σχέδιο δράσης» παρουσιάζεται ως «κείμενο συζήτησης». Ομως τι να συζητήσει κανείς με όσους θεωρούν ότι στα πανεπιστήμια κυριαρχεί η κουλτούρα «αδιαφάνειας, έντονης ιδεοληψίας, νεποτισμού και παρεοκρατίας, πελατειασμού και κομματισμού, κυνισμού και καχυποψίας»; Οι εμμονές και προκαταλήψεις, που διαπνέουν συνολικά το «Σχέδιο δράσης», δεν αφήνουν περιθώρια συζήτησης.
28
03

Πολυμέρης Βόγλης: Στην εποχή της αβεβαιότητας

Η νέα συνθήκη στην οποία ζούμε ένα χρόνο τώρα δεν ήταν αναπόφευκτη ή προδιαγεγραμμένη. Στην αρχή της πανδημίας οι περισσότερες κυβερνήσεις σε μεγάλο βαθμό ακολούθησαν πολιτικές lock down. Αυτό ήταν εύλογο καθώς οι σύγχρονες κοινωνίες δεν είχαν αντιμετωπίσει ξανά μιας τέτοιας έκτασης, μεταδοτικότητας και φονικότητας πανδημία. Ωστόσο, σταδιακά από το καλοκαίρι και μετά οι διαφορετικές εκδοχές του lock down μετατράπηκαν στα βασικά εργαλεία αντιμετώπισης της πανδημίας από τη μεριά των κυβερνήσεων. Ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας, το lock down έγινε σχεδόν το μοναδικό εργαλείο, ενώ δεν εφαρμόστηκαν άλλες πολιτικές αντιμετώπισης (ενίσχυση του ΕΣΥ με μόνιμους γιατρούς και νοσηλευτές, έλεγχοι σε χώρους εργασίας, επιδημιολογική επιτήρηση, αποσυμφόρηση των μέσων συγκοινωνίας). To lock down μακράς διάρκειας ήταν αποτέλεσμα της απουσίας άλλων δημόσιων πολιτικών από μεριάς της κυβέρνησης. Το lock down αποτελεί τη μόνιμη κοινωνική συνθήκη για πολλούς μήνες τώρα, αλλά δεν επηρέασε όλους με τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο βαθμό. Είχε διαφορετικό ψυχολογικό αντίκτυπο στους νέους απ’ ό,τι στους ηλικιωμένους και γι’ αυτό το λόγο και οι αντιδράσεις τους είναι διαφορετικές. Οι νέοι και οι νέες, μετά τα σκληρά χρόνια των μνημονίων που υποθήκευσαν το μέλλον τους, νιώθουν τώρα να τους στερούν και το παρόν. Κλειστά σχολεία και πανεπιστήμια, κλειστοί οι χώροι συνεύρεσης και διασκέδασης, κλεισμένοι στα σπίτια το μεγαλύτερο μέρος της καθημερινότητας τους και αντιμέτωποι με τις παρενοχλήσεις της αστυνομίας όταν είναι σε πλατείες και πάρκα. Θέλουν να πάρουν πίσω τη ζωή τους, αψηφούν τις απαγορεύσεις, αμφισβητούν την επίσημη αφήγηση, αναζητούν άλλους τρόπους ενημέρωσης, διαμαρτύρονται και στοχοποιούνται ως «ανεύθυνοι». Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, νιώθουν πιο ευάλωτοι, φοβούνται περισσότερο, πειθαρχούν ευκολότερα, επιζητούν μια ισχυρή κυβέρνηση ή έναν ισχυρό ηγέτη που θα τους οδηγήσει σε μια «επιστροφή στην κανονικότητα». Η υπόσχεση της «επιστροφής στην κανονικότητα» μετά το τέλος της πανδημίας, είναι κάτι που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Δεν υπάρχει ποτέ η δυνατότητα επιστροφής στο παρελθόν. Το παρελθόν φαντάζει ελκυστικό, γιατί έχει αλλάξει η εικόνα του μέλλοντος. Γαλουχηθήκαμε με την ιδέα της αέναης προόδου, ότι η ζωή θα βελτιώνεται, ότι οι επόμενες γενιές θα ζουν καλύτερα από τις προηγούμενες. Χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε ότι το μέλλον είναι δυσοίωνο και απρόβλεπτο, ώστε να αναζητήσουμε τις ανάλογες πολιτικές της ελπίδας.
28
12

Αστυνομία παντού. Και στα Πανεπιστήμια

Η ίδρυση πανεπιστημιακής αστυνομίας εντάσσεται σε μια συνολικότερη πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση, η οποία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τον νόμο για τις διαδηλώσεις, την απαγόρευση δημόσιων συναθροίσεων, τη σύλληψη όσων θελήσουν να διαμαρτυρηθούν συλλογικά και τα συχνά περιστατικά αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας. Στη συνθήκη της πανδημίας, η ρητορική της «προστασίας» και της «ασφάλειας» έχει κυριαρχήσει, με αποτέλεσμα να έχουν γίνει κανονικότητα η διαρκής παρουσία και παρέμβαση της αστυνομίας στον δημόσιο χώρο και η συρρίκνωση των δικαιωμάτων των πολιτών. Ολα αυτά δεν είναι απλώς απόρροια της ιδεολογικής εμμονής της κυβέρνησης στο δόγμα «νόμος και τάξη». Είναι μια πολιτική που στοχεύει στον περιορισμό της συλλογικής διαμαρτυρίας στον δημόσιο χώρο και σηματοδοτεί μια επικίνδυνη εξέλιξη: τη μετάβαση σε έναν τύπο δημοκρατίας που χαρακτηρίζεται από την περιστολή των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των πολιτών. Ο δημόσιος χώρος ως χώρος ελευθερίας, όπου θα μπορούσε να εκδηλωθεί η αντίθεση προς την κυβέρνηση, συρρικνώνεται, ενώ και το ίδιο το δικαίωμα της συλλογικής διαμαρτυρίας τίθεται επ’ αμφιβόλω. Σε αυτή τη συνθήκη, τα Πανεπιστήμια αποτελούν για την κυβέρνηση εστία «κινδύνου», όχι επειδή κάποιες φορές δρουν βίαιες μειοψηφίες ερήμην και ενάντια στην πανεπιστημιακή κοινότητα, αλλά επειδή τα Πανεπιστήμια αποτελούν έναν από τους λίγους εναπομείναντες χώρους ελευθερίας, κριτικής, αμφισβήτησης, κινητοποίησης, διαμαρτυρίας. Και βέβαια δεν είναι τυχαίο ότι η κυβέρνηση περνά ένα τόσο σοβαρό μέτρο σε μια περίοδο που τα Πανεπιστήμια είναι κλειστά λόγω της πανδημίας και άρα τα περιθώρια αντιδράσεων είναι στενά. Η πανεπιστημιακή αστυνομία, που π.χ. θα σταματά φοιτητές στους διαδρόμους των σχολών για να κάνει έλεγχο ταυτοτήτων και να ψάξει τα σακίδιά τους ή θα συλλέγει «πληροφορίες» για το τι συμβαίνει, δεν παραβιάζει μόνο το αυτοδιοίκητο των Πανεπιστημίων ούτε είναι μόνο μια ανοίκεια, αδιανόητη εικόνα. Είναι το μεγαλύτερο πλήγμα στην ακαδημαϊκή ελευθερία και τη δημοκρατία στα Πανεπιστήμια μετά το 1974.
  • 1
  • 2