Κατά τη δεκαετία του ’50, οι δωσίλογοι αμνηστεύτηκαν, οι Γερμανοί εγκληματίες πολέμου επίσης, η Ελλάδα παραιτήθηκε από τη διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων. Αλλά οι νόμοι που κυνηγούσαν την Αριστερά επρόκειτο να διατηρηθούν μέχρι το 1974. Η συμμετοχή ενός ανθρώπου στην Εθνική Αντίσταση ήταν λόγος να μην μπορέσει ποτέ να βρει δουλειά, ούτε ο ίδιος, ούτε τα παιδιά του, ούτε καν οι πιο μακρινοί του συγγενείς. Την περίοδο εκείνη, ήταν η Αριστερά που έδωσε τις μάχες για δημοκρατία και για την υπέρβαση των εμφύλιων αντιπαραθέσεων, ώστε να μπορέσει να προχωρήσει μπροστά ο τόπος. Και ήταν η Δεξιά που ανατροφοδοτούσε συνεχώς το εμφύλιο μίσος και συντηρούσε το καθεστώς των διώξεων για να ελέγχει πολιτικά τον τόπο. Στο πλαίσιο αυτό, η Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης έπρεπε να ξαναγραφτεί. Οι εκδηλώσεις μνήμης απαγορεύτηκαν. Η δράση του ΕΑΜ, μια από τις πιο λαμπρές σελίδες της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας, χαρακτηρίστηκε ιδιοτελής, τυχοδιωκτική και καταστροφική για τον τόπο. Τα εγκλήματα πολέμου που διέπραξαν οι Γερμανοί στη χώρα ξεπλύθηκαν ως περίπου δικαιολογημένες αντιδράσεις απέναντι στην ανεύθυνη δράση της Αντίστασης. Το επίσημο κράτος τίμησε συνεργάτες των Γερμανών, που είχαν διακριθεί σε επιχειρήσεις εναντίον Ελλήνων αμάχων, όπως οι ηττημένοι της μάχης του Μελιγαλά. Η στρατιωτική δικτατορία, έργο μηχανισμών που είχαν ανδρωθεί μέσα στον στρατό επί Καραμανλή, χορήγησε τιμητικές συντάξεις στους παλαίμαχους ταγματασφαλίτες. Τις σχέσεις της με την Εθνική Αντίσταση λοιπόν η ελληνική Δεξιά τις έχει ξεκαθαρίσει από μόνη της. Χαρακτηρίζοντας τους πατριώτες προδότες και απονέμοντας στους προδότες εύσημα πατριωτισμού. (...)
Από τότε, τα πράγματα μπήκαν σιγά - σιγά στο πραγματικό τους πλαίσιο και η Ιστορία αποκαταστάθηκε. Δεν ήταν η Αριστερά που όφειλε να παραχωρήσει χώρο στη Δεξιά στο έπος της Εθνικής Αντίστασης, έστω και εκ των υστέρων. Ήταν η Δεξιά που όφειλε να ξεκαθαρίσει το παρελθόν της, να μιλήσει για τις αντιφάσεις της, να απολογηθεί για τον βίαιο αναθεωρητισμό της και για το ύποπτο περιεχόμενο που έδωσε στον όρο «πατριωτισμός». Τα πράγματα καταλάγιασαν για πολύ καιρό. Όμως, την προηγούμενη δεκαετία, οι ανάγκες ενός νέου αγώνα εναντίον της Αριστεράς ξανάφεραν στο προσκήνιο την παλιά μετεμφυλιακή ρητορική της παράταξης. Άνθρωποι που μπήκαν στην πολιτική από την Ακροδεξιά, όπως ο Γεωργιάδης, ή απευθείας από τον χουντοφασισμό, όπως ο Βορίδης, ανέλαβαν εργολαβικά τη νεκρανάσταση του δεξιού αφηγήματος για το παρελθόν. Τα «κινήματα» με τις περικεφαλαίες, και η πολιτική εκμετάλλευση του προσφυγικού οδήγησαν σε έναν ακόμα πιο σφιχτό εναγκαλισμό του Κ. Μητσοτάκη με την Ακροδεξιά. Και με τη συνδρομή και κάποιων «φιλελεύθερων», τυφλωμένων από το μίσος κατά της Αριστεράς, ξαναβρεθήκαμε να συζητάμε αν το στρατοδικείο έκανε καλά που σκότωσε τον Μπελογιάννη με νόμους που δεν ίσχυαν για τα τακτικά δικαστήρια. (...)
Τούτων δοθέντων, σήμερα ο Κ. Μητσοτάκης δεν ζητάει να μην μονοπωλεί η Αριστερά την Εθνική Αντίσταση. Ζητάει να μην την επικαλείται. Αλλά το ποιος πιστώνεται τι δεν το αποφασίζει ο ίδιος. Το αποφασίζει η Ιστορία. Και η Αριστερά, όταν κλήθηκε από την Ιστορία, ήταν εκεί που έπρεπε να είναι. Η Δεξιά είναι που πρέπει να ξεκαθαρίσει πού βρισκόταν τότε και με ποιους συνομιλούσε.