Ο θλιβερός Ρέντζι προκάλεσε την κυβερνητική κρίση εν μέσω πανδημίας. Έχοντας διασπάσει το Δημοκρατικό Κόμμα, και με το 3% στις δημοσκοπήσεις, συνεχίζει μια εντελώς προσωπική πολιτική εξουσίας με τη μόνη ελπίδα ότι θα βρει κάποια απήχηση σε μέρος των ελίτ. Σκέφτομαι ότι αυτή τη μοίρα υπόσχονται οι καλοθελητές όταν μας συμβουλεύουν να αποχωριστούμε από αυτό που αποκαλούν ΣΥΡΙΖΑ του 3% ώστε να ανοίξουμε πλώρη για το μεγάλο κέντρο. Μόνο που η εμπειρία του Ρέντζι, αλλά κι άλλες, μας δείχνει περίτεχνα ότι το 3% είναι το αποτέλεσμα μιας τέτοιας πορείας και όχι η αφετηρία. Γιατί και οι ψηφοφόροι που αυτοπροσδιορίζονται ως κεντρώοι έχουν ανάγκη να δουν μια πραγματική αλλαγή στη ζωή τους και όχι μία από τα ίδια. (...)
Η αγορά αντλεί τη δύναμή της και από αποθέματα εμπιστοσύνης και συνεργασίας, που πηγάζουν από θεσμούς εκτός αγοράς στην κοινωνία των πολιτών (πολιτιστικούς συλλόγους, συνεταιρισμούς, τοπικές οργανώσεις περιβάλλοντος κλπ). Και πως η αγορά, στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού, υπονομεύει αυτό το κοινωνικό κεφάλαιο, ευνοώντας τον ατομικισμό και αντιμετωπίζοντας πολλούς από τους θεσμούς του κοινωνικού κεφαλαίου, όχι ως υποστηρικτικούς, αλλά ως εμπόδιο στον άκρατο πλουτισμό του επιχειρηματιών. Με ενδιέφερε, και με ενδιαφέρει ακόμα, το πως το κοινωνικό κεφάλαιο μπορεί να στηρίξει μια εναλλακτική σοσιαλιστική οργάνωση της οικονομίας. Κάποτε ήθελα να γράψω και ένα ανοικτό γράμμα στον υπουργό άμυνας του ΠΑΣΟΚ εκείνης τος εποχής για το πως και ο στρατός υπονομεύει το κοινωνικό κεφάλαιο, αλλά τελικά το γράμμα έμεινε στο συρτάρι.
Μάταιο, νομίζω, να το ανασύρω τώρα και να το στείλω στη σημερινή κυβέρνηση. Μάλλον για αυτήν η δημιουργία ατομικιστικών και αυταρχικών ταυτοτήτων αποτελούν την ουσία της πολιτικής και όχι παράπλευρη απώλεια. (...)
Άνθρωποι από διάφορους χώρους, τον πολιτισμό, τον νομικό κόσμο την πολιτική υπογράφουν όχι υπέρ του Κουφοντίνα αλλά υπέρ της τήρησης των νόμων και στην περίπτωσή του. Υπογράφουν δηλαδή για κάτι που σε δημοκρατικούς πολίτες θα έπρεπε να είναι αυτονόητο. Παρόλα αυτά υπάρχουν αντιδράσεις για αυτό παραποιώντας τα κείμενα και κατηγορώντας τους υπογράφοντες. Αν εξηγήσουμε ότι τα δικαιώματα που προκύπτουν από ένα φιλελεύθερο θεσμικό πλαίσιο δεν είναι μόνο για τους φίλους μας, ή για αυτούς που συμφωνούμε, τι άλλο παραμένει να ειπωθεί; (...)
χωρίς μια ηθική μνήμη – δηλαδή κάποιον αναστοχασμό, αυτοκριτική και κατανόηση για το ρόλο σου σε γεγονότα που στιγμάτισαν την ιστορία του τόπου – δεν μπορείς να πεις αυτό το «αρκετά πια». Δεν αμφισβητώ τα ευγενή κίνητρα του κ. Πιερρακάκη. Αλλά όταν προέρχεσαι από τον εκσυγχρονιστικό και κεντρώο χώρο, και κάνεις χωριό με τον Βορίδη, τον Γεωργιάδη, τον Κυρανάκη και τον Μπογδάνο, ε τότε θέλει μια προσοχή. Γιατί οι τελευταίοι μάλλον δεν δικαιούνται αυτό το «φτάνει πια». Και γενικότερα ο χώρος της Δεξιάς ποτέ δεν έχει στα σοβαρά αναμετρηθεί με τη σημασία της αντίστασης, του εμφυλίου και το δικό της ρόλο στην τραγωδία της μεταπολεμικής Ελλάδας. Και ούτε το μίσος που αναδεικνύει η Δεξιά, αλλά και το ακραίο κέντρο, για τη μεταπολίτευση έχει τέλος. (...)