Είμαστε στην εποχή της μεταδημοκρατίας, όπου εγκαταλείπεται η παραδοσιακή μεσολάβηση των διαφόρων συμφερόντων και όπου το πολιτικό κέντρο, με διάφορους λομπίστες και συμβούλους, διαμορφώνει πολιτική, αφήνοντας ένα κενό ανάμεσα στην πολιτική και στους πολίτες, κενό που προσπαθούν να γεφυρώσουν οι επικοινωνιολόγοι και το σύστημα των ΜΜΕiv.
Αλλά οι πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην εκλογική βάση της Ν.Δ. Η παγκοσμιοποίηση, συστατικό στοιχείο του νεοφιλελεύθερου εγχειρήματος, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, δημιουργεί ανισότητες, κοινωνικές και περιφερειακές, επιτρέπει το μεγάλο ψάρι να τρώει το μικρό στις επιχειρήσεις, αποδυναμώνει το κοινωνικό κράτος και τη δυνατότητα των εργαζομένων να προωθήσουν τα μισθολογικά τους αιτήματα. Και αυτό το πακέτο είναι που πιέζει και τα μεσαία στρώματα.
Η αλήθεια είναι ότι αυτό ισχύει για κάθε δεξιά κυβέρνηση εδώ και δεκαετίες. Αλλά στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού το φαινόμενο είναι εξαιρετικά έντονο. Μέχρι στιγμής δεν φαίνεται να ιδρώνει το αυτί του κυρίαρχου μητσοτακικού μπλοκ. Ισως γιατί είναι το πιο αφελές πολιτικά, πιστεύει πιο πολύ στις μελλοντικές προοπτικές μιας νεοφιλελεύθερης οικονομίας, ίσως πάλι γιατί θεωρεί ότι θα πείσει πως η Ελλάδα είναι πολύ μικρή και έτσι οι επιπτώσεις του κυρίαρχου οικονομικού μοντέλου είναι δεδομένες και εξωγενείς.
Ετσι στις επιτροπές της Βουλής είναι οι αντιπρόσωποι του καραμανλικού μπλοκ που συνήθως, δειλά δειλά, εκφράζουν την ανησυχία τους για το παραπάνω κενό ανάμεσα στην πολιτική και στους πολίτες, είτε αυτό αφορά τις μικρές επιχειρήσεις και τις λαϊκές αγορές είτε τον Πτωχευτικό Κώδικα, ακόμα και για τη νέα επίθεση στον κόσμο της εργασίας με τη μη καταγραφή της υπερεργασίας. Κάτι που βρίσκει ανταπόκριση και στην εφημερίδα «Δημοκρατία». Και η λαϊκή Δεξιά και η σαμαρική αντιμετωπίζουν προβλήματα στο ιδεολογικό πεδίοv: για παράδειγμα, είναι δύσκολο να πείσεις ως υποστηρικτής της οικογένειας όταν τα παιδιά δεν βρίσκουν δουλειές ή βρίσκουν με χαμηλούς μισθούς και επισφάλεια, όταν τα νέα ζευγάρια δεν μπορούν να παντρευτούν επειδή δεν έχουν πρόσβαση σε δίκη τους στέγαση.
Συγχρόνως, το επιτελικό κράτος πιέζεται και από το σαμαρικό μπλοκ που δεν βλέπει με καλό μάτι τη διεύρυνση προς το ακραίο Κέντρο, και για λόγους εσωτερικών συσχετισμών αλλά και γιατί βλέπουν να παίρνονται αποστάσεις από τον εθνικισμό, των Πρεσπών ιδιαίτερα, που ήταν γι’ αυτούς ζήτημα και ταυτοτικό αλλά και σημαντικό για τη συντήρηση του αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύματος. Το σαμαρικό μπλοκ είναι ο κύριος εκφραστής του αυταρχισμού, που δεν είναι μόνο εγχείρημα καταστολής αλλά και προσπάθεια δημιουργίας αυταρχικών ταυτοτήτων ώστε να αποζημιώσει την κοινωνική βάση της Δεξιάς με συμβολικό πολιτιστικό κεφάλαιο έναντι της κοινωνικής πίεσης που υπέστη. Αλλά στην εποχή της παγκοσμιοποίησης αυτή η ανταλλαγή έχει περιορισμένη επίδραση ιδιαίτερα στη νεολαία.
Παντού η Δεξιά μεριμνά για τον περιορισμό της επίδρασης της δημοκρατίας στην οικονομική και πολιτική σφαίραvi. Στην οικονομική σφαίρα ο νεοφιλελευθερισμός εμποδίζει τους πολίτες να αντιστρέψουν συλλογικά τα αποτελέσματα της αγοράς με αναδιανεμητικές πολιτικές. Η επίθεση στην αγορά εργασίας ή η συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους πρέπει να εξετάζονται από αυτή την οπτικήvii. Εδώ υπάρχει συμφωνία σε όλες τις τάσεις της Δεξιάς. Στη σφαίρα της πολιτικής όμως τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Τα ιδεολογικά ρεύματα έχουν διαφορετικές προσεγγίσεις για το πώς θα διατηρηθεί η πολιτική ηγεμονία με δεδομένη την οικονομική πολιτική. Το ερώτημα είναι το αν η σημερινή ισορροπία, ένα μείγμα νεοφιλελευθερισμού και αυταρχισμού, με αυξητική τάση στο δεύτερο, αποτελεί σημείο πολιτικής σταθερότητας. Μεσοπρόθεσμα αμφιβάλλω γι’ αυτό, γιατί το έλλειμμα ανταπόκρισης στις οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες κάποτε θα έρθει στο προσκήνιο.
Σε κάθε περίπτωση η κάθε προσέγγιση έχει τις αντιφάσεις της. Και αυτό είναι που δημιουργεί ρήγματα τα οποία οφείλει η Αριστερά να εκμεταλλευτεί με μια συνολική και αντιπαραθετική στρατηγική. Με λίγα λόγια, όσο σωστό είναι να μην υποτιμάμε τον αντίπαλο τόσο κρίσιμο είναι να μην τον υπερεκτιμάμε.