Δημήτρης Ψαρράς

16
02

Γιάννης Καλαϊτζής: Οι εικονομαχίες ενός αριστερού εικονολάτρη

Ο Καλαϊτζής διέθετε ένα απίστευτα πληθωρικό ταλέντο και ένα σπινθηροβόλο χιούμορ που δεν τον εγκατέλειψαν ούτε στις δύσκολες τελευταίες μέρες της δοκιμασίας. Αλλά πάνω απ’ όλα υπήρξε μια εξαιρετικά σπάνια προσωπικότητα της Αριστεράς. Στρατεύθηκε στις γραμμές της από παιδί ακόμα και δεν έπαψε να εμπνέεται από τις ιδέες του ανθρωπισμού και της κατάργησης της εκμετάλλευσης ακόμα και όταν πολλοί απ’ τη γενιά του απογοητεύθηκαν και στράφηκαν σε άλλες κατευθύνσεις. Οχι ο Γιάννης. Αυτό βέβαια καθόλου δεν σημαίνει ότι αφέθηκε να μεταβληθεί κι αυτός σε έναν απλό υποστηριχτή κάποιου γραφειοκρατικού κομματικού μηχανισμού της Αριστεράς. Ούτε στιγμή δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Ο Γιάννης μέχρι τέλους υπηρετούσε της αξίες και το όραμα μιας σύγχρονης Αριστεράς, αρνούμενος να ενταχθεί σε κάποιο καλούπι που δεν του ταίριαζε. Γι’ αυτό και πολλές φορές σοκάριζε τον αριστερό συντηρητισμό με σκίτσα που κάποια τα θεωρούσαν «αναρχικά» (με στόχο την αστυνομική βία και την εκκλησιαστική περιουσία) ή πολύ τολμηρά και ταυτόχρονα επέμενε σε έναν επαναστατικό «πραγματισμό» που για κάποιους άλλους (εκείνους που σατίριζε ως «πολύ αριστερούς») θύμιζε «αναθεωρητισμό». Ωστόσο, με μια αξιοθαύμαστη οξυδέρκεια ο Καλαϊτζής επέλεξε τα πιο σημαντικά ζητήματα της περιόδου της κρίσης και τα παρουσίασε με τη δική του αριστερή οπτική, πηγαίνοντας συχνά κόντρα στο ρεύμα. Ξεγύμνωσε την υποκριτική και απάνθρωπη λεοντή των μνημονιακών υποχρεώσεων, και εξευτέλισε τη ναζιστική Χρυσή Αυγή και τους κολαούζους της. Και κυρίως ανέδειξε την ανθρωπιστική πλευρά του μεταναστευτικού-προσφυγικού ζητήματος, με μια σειρά σπαρακτικών εικόνων που μας στοιχειώνουν από τη στιγμή που τις αντικρίσαμε Είχα την τύχη να συνυπάρξω μαζί του σε έντυπα από την εποχή της Μεταπολίτευσης. Από τον «Θούριο» του Ρήγα Φεραίου το 1974, στον «Σχολιαστή» της δεκαετίας του 1980 και στην «Ελευθεροτυπία» από το 1990.
27
10

Δημήτρης Ψαρράς: Ο Μεταξάς, το «Οχι» και ο υπουργός της χούντας

Οι ιστορικοί συνηθίζουν να καταφεύγουν στις αναμνήσεις του Γκράτσι, προκειμένου να ανασυστήσουν τον διάλογο των δύο ανδρών. Τους παρασέρνει προφανώς το γεγονός ότι ο ίδιος ο επιμελητής του «Ημερολογίου» του Μεταξά παραπέμπει στον Γκράτσι για τις κρίσιμες λεπτομέρειες. Σε υποσημείωση κάτω από την εγγραφή του «Ημερολογίου» της 28ης Οκτωβρίου διαβάζουμε: «Σύμφωνα με την αφήγηση του Γκράτσι, η φράσις που του είπε ο Μεταξάς αφού διάβασε τη διακοίνωση ήταν ακριβώς η εξής: “Alors, c’ est la guerre”, δηλαδή: “τότε είναι πόλεμος”» (Ιωάννης Μεταξάς, «Το προσωπικό του ημερολόγιο», επιμ. Φαίδων Βρανάς, εκδ. Ικαρος, Αθήνα 1960, σ. 516). Αλλά οι αναμνήσεις του Γκράτσι που εμφανίζονται εδώ ως πηγή περιλαμβάνονται στο βιβλίο του που εκδόθηκε μετά τον πόλεμο και είχε τη σαφή σκοπιμότητα να απαλλαγεί ο ίδιος από την ευθύνη της συνεργασίας με το μουσολινικό καθεστώς. Το βιβλίο μεταφράστηκε πολύ αργότερα στα ελληνικά («Η αρχή του τέλους. Η επιχείρηση κατά της Ελλάδος», εκδ. Εστία, Αθήνα 1980). Και σ’ αυτό περιγράφεται με σαφήνεια η συμβιβαστική τάση του καθεστώτος Μεταξά απέναντι στις προκλήσεις της φασιστικής Ιταλίας (σ. 131), ενώ αναλύεται και το γεγονός ότι «η Ελλάδα, όχι μόνο τήρησε άψογη ουδετερότητα, αλλά ότι ενδεχομένως, σε μερικές περιπτώσεις, ερμήνευσε τις υποχρεώσεις της ουδετερότητας κατά τρόπο μάλλον ευνοϊκότερο παρά δυσμενή για μας» (σ. 153). Ο Γκράτσι φροντίζει να αποσείσει κάθε προσωπική ευθύνη, αλλά δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για το ότι η επίθεση ήταν ειλημμένη απόφαση: «Η πρεσβεία μέχρι τελευταίας στιγμής ετηρήθη στο σκοτάδι για τις πραγματικές προθέσεις της κυβερνήσεως, ώστε να βαυκαλίζεται με την ελπίδα ότι η ιδέα της επιθέσεως κατά της Ελλάδος ή δεν υπήρξε ποτέ ή είχε εγκαταλειφθεί» (259). Και ακόμα πιο κατηγορηματικά: «Τα πάντα είχαν υπολογισθεί ώστε ο πόλεμος να καταστεί αναπόφευκτος» (274).
08
09

Ποιος θα προστατεύσει την Κύπρο;

Μια σοβαρή παρενέργεια της επιλογής του Χρήστου Στυλιανίδη από τον πρωθυπουργό για την κάλυψη της θέσης του υπουργού Πολιτικής Προστασίας είναι ασφαλώς ότι για πρώτη φορά τοποθετείται σε υπουργική θέση ένα ενεργό πολιτικό στέλεχος άλλης χώρας. Ασφαλώς ήταν άστοχη η τοποθέτηση του εκδότη της εφημερίδας «Documento» κ. Βαξεβάνη, ο οποίος σε μια πρώτη ανάρτηση ειρωνεύτηκε την επιλογή του πρωθυπουργού («11 εκατ. Ελληνες, αλλά απ’ ό,τι φαίνεται ο Μητσοτάκης θα ανακοινώσει για υπουργό Πολιτικής Προστασίας, υπουργό απ’ το εξωτερικό, χωρίς ελληνική ιθαγένεια. Δεν του κάνει κανένας στη χώρα ή δεν δέχεται κανένας;»). Ακολούθησε παρέμβαση της Ελενας Ακρίτα, η οποία ορθώς χαρακτήρισε «φάουλ» αυτή την τοποθέτηση και θύμισε ότι «στην Ελλάδα έχουν υπουργοποιηθεί ήδη δυο Κύπριοι ο πατέρας μου Λουκής Ακρίτας με την Ενωση Κέντρου και ο Γιάννος Κρανιδιώτης με το ΠΑΣΟΚ» και ότι «οι δυο παρήγαγαν έργο σπουδαίο και τίμησαν και την Ελλάδα και την Κύπρο». Ποιος αμφιβάλλει; Και ο ίδιος κ. Βαξεβάνης αναδιπλώθηκε: «Οι Ελλαδίτες και η πλειοψηφία των Κυπρίων είναι Ελληνες. Ωστόσο Ελλάδα και Κύπρος αποτελούν ανεξάρτητα κράτη. Ο Λουκής Ακρίτας από τη δεκαετία του 1930 είχε πολιτογραφηθεί Ελληνας της Ελλάδας. Ζούσε στην Ελλάδα, ίδρυσε αντιστασιακή οργάνωση επί Κατοχής και εξελέγη βουλευτής. Ο Κρανιδιώτης επίσης έζησε και πολιτεύτηκε στην Ελλάδα». Η διαφορά στην παρούσα περίπτωση είναι ότι και οι δύο είχαν πολιτογραφηθεί Ελληνες προτού αναλάβουν υπουργικά καθήκοντα και είχαν πολιτευτεί επί χρόνια στην Ελλάδα. Εδώ έχουμε την άμεση μεταφορά ενός στελέχους από την κυπριακή στην ελληνική κυβέρνηση. Γι’ αυτό τον λόγο το ζήτημα που προκύπτει από την υπουργοποίηση του κ. Στυλιανίδη παραμένει. Η απόφαση του πρωθυπουργού έρχεται σε σύγκρουση με την πολιτική γραμμή που ακολουθούν οι ελληνικές (και οι κυπριακές) κυβερνήσεις τις τελευταίες δεκαετίες. Οχι τάχα επειδή είναι «ξένος» όποιος είναι Ελληνοκύπριος, αλλά επειδή η πάγια αυτή γραμμή επιμένει στη θέση ότι η Κύπρος είναι ένα αυτόνομο κράτος και όχι παράρτημα της Ελλάδας. Οσο κι αν δεν το καταλαβαίνουν οι οπαδοί του Γρίβα και του Σαμψών, η ταύτιση του στενού πυρήνα των δύο κρατών υπονομεύει την ανεξαρτησία της Κύπρου και οδηγεί σήμερα στη λογική της διχοτόμησης.