Οι ιστορικοί συνηθίζουν να καταφεύγουν στις αναμνήσεις του Γκράτσι, προκειμένου να ανασυστήσουν τον διάλογο των δύο ανδρών. Τους παρασέρνει προφανώς το γεγονός ότι ο ίδιος ο επιμελητής του «Ημερολογίου» του Μεταξά παραπέμπει στον Γκράτσι για τις κρίσιμες λεπτομέρειες. Σε υποσημείωση κάτω από την εγγραφή του «Ημερολογίου» της 28ης Οκτωβρίου διαβάζουμε: «Σύμφωνα με την αφήγηση του Γκράτσι, η φράσις που του είπε ο Μεταξάς αφού διάβασε τη διακοίνωση ήταν ακριβώς η εξής: “Alors, c’ est la guerre”, δηλαδή: “τότε είναι πόλεμος”» (Ιωάννης Μεταξάς, «Το προσωπικό του ημερολόγιο», επιμ. Φαίδων Βρανάς, εκδ. Ικαρος, Αθήνα 1960, σ. 516).
Αλλά οι αναμνήσεις του Γκράτσι που εμφανίζονται εδώ ως πηγή περιλαμβάνονται στο βιβλίο του που εκδόθηκε μετά τον πόλεμο και είχε τη σαφή σκοπιμότητα να απαλλαγεί ο ίδιος από την ευθύνη της συνεργασίας με το μουσολινικό καθεστώς. Το βιβλίο μεταφράστηκε πολύ αργότερα στα ελληνικά («Η αρχή του τέλους. Η επιχείρηση κατά της Ελλάδος», εκδ. Εστία, Αθήνα 1980). Και σ’ αυτό περιγράφεται με σαφήνεια η συμβιβαστική τάση του καθεστώτος Μεταξά απέναντι στις προκλήσεις της φασιστικής Ιταλίας (σ. 131), ενώ αναλύεται και το γεγονός ότι «η Ελλάδα, όχι μόνο τήρησε άψογη ουδετερότητα, αλλά ότι ενδεχομένως, σε μερικές περιπτώσεις, ερμήνευσε τις υποχρεώσεις της ουδετερότητας κατά τρόπο μάλλον ευνοϊκότερο παρά δυσμενή για μας» (σ. 153). Ο Γκράτσι φροντίζει να αποσείσει κάθε προσωπική ευθύνη, αλλά δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για το ότι η επίθεση ήταν ειλημμένη απόφαση: «Η πρεσβεία μέχρι τελευταίας στιγμής ετηρήθη στο σκοτάδι για τις πραγματικές προθέσεις της κυβερνήσεως, ώστε να βαυκαλίζεται με την ελπίδα ότι η ιδέα της επιθέσεως κατά της Ελλάδος ή δεν υπήρξε ποτέ ή είχε εγκαταλειφθεί» (259). Και ακόμα πιο κατηγορηματικά: «Τα πάντα είχαν υπολογισθεί ώστε ο πόλεμος να καταστεί αναπόφευκτος» (274).