Καταγράφεται μια τάση που δεν είναι ελληνική, είναι διεθνής, όπου έχουμε την απομείωση του δημοκρατικού χώρου και των δημοκρατικών θεσμών και τη μετατροπή τους σε ένα κέλυφος, που στο εσωτερικό δεν υπάρχει τίποτα από όσα θα ξεχωρίζαμε ως τους χυμούς της δημοκρατίας. Το διακύβευμα για μια δημοκρατία δεν είναι απλά να υπάρχει ένα κοινοβούλιο που ψηφίζεται κάθε τέσσερα χρόνια αλλά να είναι εγγυημένη η δυνατότητα των πολιτών και των οργανώσεων του κινήματος να ξεδιπλώσουν τη δράση τους, να μπορούν να συγκεντρώνονται, να εκφέρουν λόγο, να υπάρχουν ΜΜΕ που ελέγχουν την εξουσία. Θέτοντας έτσι το ζήτημα της δημοκρατίας είναι σαφές ότι υπάρχει μεγάλο πρόβλημα. Στην Ελλάδα έχουμε μια κυβέρνηση που συνθέτει από τη μια τις πιο ακραίες νεοφιλελευθερες τάσεις, δηλαδή πολιτικές απορρυθμίζουν την εργασία, ιδιωτικοποιούν τον δημόσιο χώρο και από την άλλην, ενστερνίζεται εξαιρετικά νεοσυντηρητικά χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, ο Ποινικός Κώδικας που ψηφίζεται, είναι ο ορισμός της αντιμεταρρύθμισης, αποσκοπεί στην αυστηροποίηση των ποινών, στην περισσότερη φυλακή, στην κατάργηση πετυχημένων μορφών του Ποινικού Δικαίου, όπως η υφ’ όρων απόλυση μόνο και μόνο γιατί αυτό ικανοποιεί υποτίθεται ένα ακροατήριο που θέλει αίμα με όρους ρωμαϊκής αρένας. Καμία σχέση δεν έχει με τον πολίτικο φιλελευθερισμό που φέρει στο κέντρο του τον σωφρονισμό, τον τρόπο που ο κρατούμενος θα αποδοθεί ξανά στην κοινωνία γιατί γεννήθηκε στην κοινωνία, το ίδιο το έγκλημα και οι συνθήκες τέλεσης είναι γεννήματα της κοινωνίας. Δεν μπορούν να εξοβελιστούν δια παντός ή να θανατωθούν, γιατί στο τέλος του ποινικού λαϊκισμού υπάρχει η θανατική ποινή. Αυτά έχουν επιπτώσεις στην ποιότητα της δημοκρατίας. (...)
Αυτό που απουσιάζει στη δημόσια συζήτηση είναι το ζήτημα των φυλακών και της κατάστασης τους. Έχει μείνει πίσω και θα πρέπει να το φέρουμε πιο μπροστά. Υπήρξαν περιπτώσεις που βρέθηκε στο επίκεντρο, πχ με την απεργία πείνας του Βασίλη Δημάκη. Είχαμε να κάνουμε με έναν ποινικό κρατούμενο, υπότροπο, ο οποίος, όμως, κατόρθωσε μέσα από τον δικό του δρόμο να μορφωθεί, να σπάσει τον φαύλο κύκλο του εγκλήματος και της φυλακής. Παρ’ όλα αυτά, αντί να τύχει ευεργετικών μέτρων, έτυχε εκδικητικότητας. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν ο εγκλεισμός ετοιμάζει έναν κρατούμενο για να επανενταχθεί στην κοινωνία ή αν ηγεμονεύεται από τη λογική «κλείσε την πόρτα, πέτα το κλειδί και αστον να σαπίσει». Φυσικά, υπάρχει ανάγκη απόδοσης δικαιοσύνης και έκτισης ποινής, ειδικά στα ειδεχθή εγκλήματα. Η έκτιση ποινής, όμως, θα πρέπει να συνδυάζει τους στόχους της δικαίωσης των θυμάτων, της ειρήνευσης της κοινωνίας και της επιστροφής του κρατούμενου στην κοινωνία. Το αίτημα των μεγαλύτερων ποινών εκπορεύεται σ’ έναν βαθμό από την αντίληψη ότι αυτός που τέλεσε το έγκλημα, το τέλεσε μόνος του και άρα πρέπει να εξοβελιστεί ή να εξοντωθεί. Ενώ αυτό που θα έπρεπε να έχουμε στο μυαλό μας είναι πως το έγκλημα και οι συνθήκες τέλεσης του κυοφορούνται μέσα στην κοινωνία. Είμαστε σε μια φάση γενικευμένης οπισθοχώρησης και αντιδραστικοποίησης. Σ’ αυτό το πλαίσιο, οι αλλαγές που κάνει η κυβέρνηση στερούν από τον κρατούμενο την προσδοκία ότι αφενός θα έχει επαφή με την κοινωνία και αφετέρου θα επιστρέψει στην κοινωνία. Έτσι, γίνεται έρμαιο των εγκληματικών δικτύων που δραστηριοποιούνται εντός της φυλακής. Λειτουργεί το σύστημα της περιστρεφόμενης πόρτας που εν τέλει κάνει την κοινωνία πιο ανασφαλή και με περισσότερο έγκλημα. Η αύξηση των ποινών, λοιπόν, καταλήγει αντιπαραγωγική, καθώς δημιουργεί μια δεξαμενή ανθρώπων που είναι διαρκώς μπλεγμένοι στην πελατεία του ποινικού συστήματος. (...)
Κοίταξε, μια Πολιτεία που δεν εξασφαλίζει την πρώτη κατοικία για κάθε άνθρωπο που ζει στην επικράτεια της, του στερεί το βασικότερο δικαίωμα για να ασκήσει τα υπόλοιπα δικαιώματα. Πως θα απολαύσεις οποιοδήποτε αγαθό εάν δεν έχεις ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σου; Διαβάζοντας το έτσι, κατανοούμε ότι η κατάληψη ενός ακατοίκητου οικήματος προκειμένου κάποιος/οι να το κατοικήσουν, συνιστά πράξη που μπορεί να δικαιωθεί. Το ζήτημα δεν είναι αν πρόκειται για μια νόμιμη ή παράνομη ενέργεια αλλά για μια δίκαιη ενέργεια. Η φιλελεύθερη δημοκρατία, στις καλύτερες στιγμές της, αναγνωρίζει ότι τα έννομα αγαθά έχουν – αυτό που λέμε στη θεωρία – μια επικίνδυνη ζωή, δεν είναι διαφυλαγμένα και τέλος. Όταν αναλαμβάνεις ένα πολιτικό αξίωμα, σημαίνει ότι θέτεις τον εαυτό σου στην πολιτική κριτική που ενίοτε μπορεί να είναι και σκληρή. Το πρόσφατο παράδειγμα με τα τρικάκια στο γραφείο της Γενικής Γραμματέως Αντεγκληματικής Πολιτικής, Σοφίας Νικολάου, είναι χαρακτηριστικό. Το δικαστήριο αθώωσε τους ανθρώπους που κατηγορούνταν ότι πέταξαν τα τρικάκια με αυτήν την επιχειρηματολογία, ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία οφείλει να ανεχτεί τέτοιου είδους ακτιβιστικές ενέργειες. Εμείς, σαν ριζοσπάστες δικηγόροι, παρότι οραματιζόμαστε τον κοινωνικό μετασχηματισμό, περιφρουρούμε και υπενθυμίζουμε τις καλύτερες στιγμές της φιλελεύθερης δημοκρατίας προκειμένου να αποφευχθεί η παρανομοποίηση των κοινωνικών δράσεων.