Ο Νίκος Γραικός μιλάει λοιπόν για όλα σε αυτό το βιβλίο. Για την παιδική ηλικία και το παιδί που κρύβει μέσα του, για την ερωτική σχέση του με τη δουλειά του ως δασκάλου ελληνικών σε ξένους, στο Παρίσι κυρίως αλλά και στα ελληνικά νησιά το καλοκαίρι, για τα καλοκαίρια του στην Αλόννησο, για τη διπλή ταυτότητα, ελληνική και γαλλική, για τη σχέση του με τους πεθαμένους γονείς του, για τις πνευματικές συγγένειες και τα διάφορα είδη φιλίας, για τον έρωτα, τις δυσκολίες ενός ομοφυλόφιλου ανθρώπου, αλλά και τη συμφιλίωσή του με αυτές, για την οικολογία που χωρίς άλλη πολιτική συνείδηση καταντά, κατά το γνωστό σύνθημα, κηπουρική, για την αγάπη του για το μαγείρεμα, την ελληνική και τη γαλλική κουζίνα, τους κανόνες καλής συμπεριφοράς και αν πρέπει ή όχι να τους τηρούμε, για τον τομέα του πολιτισμού στην πολιτική ζωή, για το 2015, Ιανουάριο και Ιούλιο, όπου το δημοψήφισμα και τις συνέπειές του το παρουσιάζει βιωματικά, γι’ αυτό και ιδιαίτερα συγκινητικά, για τις ετικέτες που βάζουν πολλοί εύκολα στους άλλους, με βάση μια πολιτική τοποθέτηση. Και βέβαια για την αγάπη, για τον θάνατο, την αγωνία του τι μένει από τον καθένα μας μετά το τέλος.
Ο λόγος του είναι χειμαρρώδης. Όσοι έχουν γνωρίσει τον Νίκο Γραικό, σε κάποια δημόσια εκδήλωση ή και από τη συμμετοχή του ακόμα μόνο στις ευρωεκλογές, στο ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ, θα ξέρουν ότι ο λόγος του είναι χειμαρρώδης, διακρίνεται από ευγλωττία, πάθος και ακρίβεια ταυτόχρονα. Όπως ο ίδιος παραδέχεται στο βιβλίο, είχε επίγνωση πάντα αυτής του της ικανότητας αλλά θεωρούσε ότι στο γραπτό λόγο τα κατάφερνε λιγότερο καλά. Γι’ αυτό και απέφευγε την έκδοση βιβλίου. Ωστόσο κατάφερε να βρει τον δρόμο της γραφής με ένα πρώτο λογοτεχνικό κείμενο, σε συλλογικό τόμο, την περίοδο της πανδημίας. Ένας φίλος του βιβλιοπώλης του έγραψε ότι είδε στο κείμενο την ταύτιση συγγραφέα - έργου, την ευθύτητα και τη λυρικότητα του προφορικού του λόγου. Οπότε εμπιστεύτηκε αυτό το δρόμο, το δρόμο «της προφορικότητας του γραπτού λόγου», που οδηγεί σε μια πραγματικά επιδραστική γραφή.