Μανώλης Πιμπλής

09
02

Ερβέ Λε Κορ: «Δεν υπάρχει μη στρατευμένη λογοτεχνία»

Πρέπει να σας ομολογήσω ότι με διακατέχει ένα συναίσθημα απόγνωσης και οργής μπροστά στην τροπή που παίρνουν τα πράγματα στον κόσμο και μπροστά στην ανικανότητά μας, ως γυναικών και ανδρών της Αριστεράς, να τον αλλάξουμε. Μπαίνουμε στον τρίτο αιώνα καπιταλιστικής κυριαρχίας χωρίς αυτή να σταματήσει ποτέ να σπέρνει καταστροφές (φτώχεια, βάρβαρη εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, πόλεμοι, καταστροφή του περιβάλλοντος) –κάτι που αποτελεί την άλλη όψη του νομίσματος της τεχνολογικής και επιστημονικής προόδου– τοποθετώντας μας σήμερα σε μια τραγική θέση όπου ακόμα και η επιβίωση του ανθρώπινου είδους μεσοπρόθεσμα απειλείται. Δεν ξέρω πώς να το πω. Παραδέχομαι ότι οι λέξεις δεν επαρκούν, κι αυτό ενώ έχουν γραφτεί εκατομμύρια σελίδες καταγγελίας των καπιταλιστικών εγκλημάτων και επινόησης ρεαλιστικών ουτοπιών. Έτσι που η λογοτεχνία, αυτή που προσπαθώ να γράφω, αυτή που διαβάζω με πάθος, να αποτελεί έναν άλλο τρόπο ανίχνευσης της πραγματικότητας, ανάδειξης της τρομερής ομορφιάς της, αλλά κι ένα τρόπο διαφυγής, ένα τρόπο να πάρουμε μια ανάσα αποφεύγοντας τον πνιγμό. Ο Ρενέ Σαρ, ο μεγάλος γάλλος ποιητής, έγραψε ότι «η πνευματική διαύγεια είναι η πιο κοντινή στον ήλιο πληγή». Σε ό,τι με αφορά, βρίσκομαι εκεί ακριβώς: πληγωμένος και στραμμένος προς το φως.
10
10

Μανώλης Πιμπλής: Ρόπαλα και ερωτήματα

Το μόνο που μπορεί κανείς να πει με σχετική βεβαιότητα είναι ότι οι τοπικές κοινωνίες και όσοι είχαν ευθύνη, αν μη τι άλλο, των τοπικών ΕΠΑΛ δεν έκαναν πολλά για να απομονώσουν τα φασιστικά στοιχεία. Ο καλός συνάδελφος δημοσιογράφος της ΕΤ3, Γιάννης Τσολακίδης, έγραψε πάντως σε μια πικρή του ανάρτηση στο facebook ότι αν ήταν 30 ετών θα εγκατέλειπε την πόλη. Λέει, με γνώση και του δύσκολου παρελθόντος της, των πολιτικών δολοφονιών και των φυλετικών διώξεων, ότι «η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη σε παρακμή, μια πόλη που νεοναζί δέρνουν και καμαρώνουν». Φυσικά υπάρχουν ισχυρές αντιστάσεις –ευτυχώς–, απόδειξη ο ίδιος. Και δεν είναι μόνος. Η Γερμανίδα διανοούμενη Καρολίν Εμκε, στο πολύ σημαντικό της βιβλίο «Εναντίον του μίσους» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις, ξεκινάει κάπως έτσι: «Ορισμένες φορές αναρωτιέμαι αν θα ’πρεπε να τους ζηλέψω. Ορισμένες φορές αναρωτιέμαι πώς γίνεται να μισούν τόσο πολύ. (…) Οσοι μισούν είναι υποχρεωμένοι να νιώθουν σίγουροι. Να μην έχουν αμφιβολίες. Χρειάζεται απόλυτη σιγουριά για να μισήσεις». Επίσης «μόνο ασαφώς μπορείς να μισήσεις. (…) Μόνο όταν θολώνουν τα περιγράμματα καθίστανται οι άνθρωποι μη αναγνωρίσιμοι, και ως μέλη ασαφών ομάδων δίνονται βορά στο μίσος». Φυσικά το μίσος, όπως και η βία, προκαλούν αναμφισβήτητα μια ικανοποίηση. Αρρωστημένη μεν, αλλά ικανοποίηση. Ικανοποίηση βαθέων ενστίκτων. Ο Τζον Στιούαρτ Μιλ έλεγε, όμως, έστω σε άλλο πλαίσιο: «Είναι καλύτερο να είναι κανείς ανικανοποίητο ανθρώπινο ον παρά ικανοποιημένο γουρούνι». Οπότε ανακύπτει το ερώτημα: Πώς γίνεται απόγονοι προσφύγων, που έχουν γνωρίσει το μίσος στο πετσί τους, να επιτρέπουν να κυκλοφορούν ανάμεσά τους, ως πρότυπα για τα παιδιά τους, νεάντερταλ με ρόπαλα;
12
09

Άρης Μαραγκόπουλος: «Θα δούμε ξανά στρατευμένους αναγνώστες»

Κάθε βαρβαρότητα προκαλεί τερατογενέσεις. Τη βαρβαρότητα των δύο παγκόσμιων πολέμων διαδέχτηκε η βαρβαρότητα του πολυεθνικού, χρηματιστηριακού κεφαλαίου που κυβερνάει τον κόσμο πουλώντας όπλα, ναρκωτικά, πορνεία για πλούσιους και φτωχούς με υπόδειγμα τον ευτυχισμένο / απατημένο καταναλωτή ΜΜΕ και διαδικτύου. Ο μεγάλος αδελφός είναι πάνω από μισό αιώνα εδώ και καταστρέφει τον πλανήτη με τα ίδια fake news: «η άγνοια είναι δύναμη, η ελευθερία είναι σκλαβιά» κ.λπ. Γνωστά αυτά. Όλα υπηρετούν την ασύδοτη βαρβαρότητα. Επομένως; Οφείλουμε το γρηγορότερο να διώξουμε τον μεγάλο αδελφό… Αδύνατο; Θυμίζω τον Τσε: Ας είμαστε ρεαλιστές, ας επιδιώξουμε το αδύνατο!
30
04

Walter Benjamin, ένας «μεροληπτικός» θεωρητικός

Ο φιλόσοφος Βάλτερ Μπένγιαμιν, 80 χρόνια μετά τον θάνατό του στα Πυρηναία, στη διάρκεια απόπειρας διαφυγής του από τη ναζιστική Ευρώπη, όχι μόνο έχει καταλάβει μια σημαντική θέση στην ιστορία της σκέψης, αλλά το ενδιαφέρον γι’ αυτόν με το πέρασμα του χρόνου διευρύνεται, αναγορεύοντάς τον σε κεντρική φιγούρα της Φιλοσοφίας, ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες. Ένας λόγος είναι και η ευρύτητα της θεματολογίας του, το πολυσχιδές της θεωρητικής του έρευνας, που περιλαμβάνει την κριτική της λογοτεχνίας, τη λογοτεχνική μετάφραση, το βιβλίο γενικότερα, τα έργα τέχνης, τη Φιλοσοφία της Ιστορίας αλλά και την εβραϊκή σκέψη. Στο παρόν τομίδιο καταγράφονται 65 «αφορισμοί» του ή αλλιώς «Εξήντα πέντε θέσεις για τα βιβλία και τις πόρνες, το γράψιμο, την κριτική, τους σνομπ και την επιτυχία». Το ίδιο το γράψιμο του Μπένγιαμιν, όπως έχει παρατηρηθεί, έχει ιδιαιτερότητες, η λογική ακολουθία των προτάσεων δεν είναι συνήθης, έτσι ώστε ένας αφορισμός λίγων προτάσεων μπορεί να εμπεριέχει πολύ περισσότερα από αυτά που σε μια πρώτη ανάγνωση δηλώνει.
19
03

Νίκος Γραικός: Και πεπεισμένος είμαι, και παλεύω. Ξερόλας δεν είμαι

Ο Νίκος Γραικός μιλάει λοιπόν για όλα σε αυτό το βιβλίο. Για την παιδική ηλικία και το παιδί που κρύβει μέσα του, για την ερωτική σχέση του με τη δουλειά του ως δασκάλου ελληνικών σε ξένους, στο Παρίσι κυρίως αλλά και στα ελληνικά νησιά το καλοκαίρι, για τα καλοκαίρια του στην Αλόννησο, για τη διπλή ταυτότητα, ελληνική και γαλλική, για τη σχέση του με τους πεθαμένους γονείς του, για τις πνευματικές συγγένειες και τα διάφορα είδη φιλίας, για τον έρωτα, τις δυσκολίες ενός ομοφυλόφιλου ανθρώπου, αλλά και τη συμφιλίωσή του με αυτές, για την οικολογία που χωρίς άλλη πολιτική συνείδηση καταντά, κατά το γνωστό σύνθημα, κηπουρική, για την αγάπη του για το μαγείρεμα, την ελληνική και τη γαλλική κουζίνα, τους κανόνες καλής συμπεριφοράς και αν πρέπει ή όχι να τους τηρούμε, για τον τομέα του πολιτισμού στην πολιτική ζωή, για το 2015, Ιανουάριο και Ιούλιο, όπου το δημοψήφισμα και τις συνέπειές του το παρουσιάζει βιωματικά, γι’ αυτό και ιδιαίτερα συγκινητικά, για τις ετικέτες που βάζουν πολλοί εύκολα στους άλλους, με βάση μια πολιτική τοποθέτηση. Και βέβαια για την αγάπη, για τον θάνατο, την αγωνία του τι μένει από τον καθένα μας μετά το τέλος. Ο λόγος του είναι χειμαρρώδης. Όσοι έχουν γνωρίσει τον Νίκο Γραικό, σε κάποια δημόσια εκδήλωση ή και από τη συμμετοχή του ακόμα μόνο στις ευρωεκλογές, στο ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ, θα ξέρουν ότι ο λόγος του είναι χειμαρρώδης, διακρίνεται από ευγλωττία, πάθος και ακρίβεια ταυτόχρονα. Όπως ο ίδιος παραδέχεται στο βιβλίο, είχε επίγνωση πάντα αυτής του της ικανότητας αλλά θεωρούσε ότι στο γραπτό λόγο τα κατάφερνε λιγότερο καλά. Γι’ αυτό και απέφευγε την έκδοση βιβλίου. Ωστόσο κατάφερε να βρει τον δρόμο της γραφής με ένα πρώτο λογοτεχνικό κείμενο, σε συλλογικό τόμο, την περίοδο της πανδημίας. Ένας φίλος του βιβλιοπώλης του έγραψε ότι είδε στο κείμενο την ταύτιση συγγραφέα - έργου, την ευθύτητα και τη λυρικότητα του προφορικού του λόγου. Οπότε εμπιστεύτηκε αυτό το δρόμο, το δρόμο «της προφορικότητας του γραπτού λόγου», που οδηγεί σε μια πραγματικά επιδραστική γραφή.
  • 1
  • 2