Macro

Ιωάννα Καρυστιάνη «Κορνιζωμένοι», εκδόσεις Καστανιώτη, 2024

Στην κεντρική Ελλάδα υπάρχουν παραπάνω από δύο χωριά με το όνομα Κρανιά, ωστόσο η Κρανιά της Ιωάννας Καρυστιάνη, ο τόπος που εκτυλίσσεται το νέο της μυθιστόρημα με τίτλο «Κορνιζωμένοι», είναι μια μικρή πόλη 28.000 κατοίκων που δεν υπάρχει πραγματικά, είναι φανταστική και υποτίθεται πως βρίσκεται κάπου στο κέντρο της Θεσσαλίας.

Κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος ο Στέλιος Σπούγιας, ένας ερωτικός μετανάστης στην Κρανιά, γεννημένος νοτιότερα, ο οποίος έχει πάρει το μαγαζί κάποιου άλλου, το «Τέλειον», και έχει γίνει συνεχιστής του, φτιάχνοντας κορνίζες. Η σύζυγός του, η Χιονία, κάποια στιγμή τον εγκατέλειψε για έναν γιατρό με τον οποίο ζει στη Θεσσαλονίκη, έχουν όμως μαζί έναν 20χρονο γιο, τον Χρόνη, που σπουδάζει δάσκαλος και για τον οποίο έχουν κάθε λόγο να είναι περήφανοι. Εξαιρετικό παιδί, με πάθος για τις σπουδές του, με ήθος, ευφυΐα, ομορφιά, μπόι, ευαισθησία και δοτικότητα. Έχει και δεσμό με ένα εξίσου υπέροχο κορίτσι, την Κλέα, και το μέλλον τους προοιωνίζεται ευτυχές και ισορροπημένο από όλες τις απόψεις.

Ο αναγνώστης παρακολουθεί την ήσυχη ζωή του Σπούγια που έχει την πελατεία του ως κορνιζοποιός, έχει και τον πιο στενό κύκλο του από ανθρώπους της πόλης. Έχει σπουδάσει ηλεκτρολόγος σε τεχνική σχολή, έχει δουλέψει σε συνεργεία αυτοκινήτων και το επάγγελμα του κορνιζοποιού, το οποίο ασκεί με εξαιρετική επιμέλεια, δεν τον βγάζει από τη φτώχεια, του επιτρέπει ωστόσο να ζει με σχετική αξιοπρέπεια.

Ο αναγνώστης αναρωτιέται αν η επιλογή μιας επαρχιακής πόλης στη βαθιά Ελλάδα, αποτελεί το προοίμιο μιας εντυπωσιακής αποκάλυψης για το μέρος, της αποκάλυψης καλά κρυμμένων μυστικών κάτω από το λούστρο μιας επιφανειακής ευτυχίας και μιας καθώς πρέπει διαβίωσης. Όμως όχι. Δεν πρόκειται για την αποκάλυψη της υποκρισίας σε παραδοσιακό περιβάλλον, για ηθογραφικού τύπου χρήση ενός πολύ παλιού θέματος. Η Κρανιά, αντίθετα, είναι ακριβώς αυτό που φαίνεται: μια μικρή ειδυλλιακή πόλη χωρίς ιδιαίτερη ταυτότητα αλλά και χωρίς προβλήματα, χωρίς εγκληματικότητα και με κατοίκους που κοιτούν τη βολή τους και διάγουν ικανοποιητικό βίο. Και επελέγη ως τέτοια ώστε η έκπληξη που θα έρθει από αλλού να είναι τρομακτική.

Τέλειο κοντράστ

Ο Στέλιος Σπούγιας, τον Νοέμβριο του 2016, γίνεται παιδοκτόνος. Σκοτώνει τον γιο του Χρόνη, έχοντάς τον παρασύρει σε μάθημα οδήγησης στη μαύρη ερημιά. Τον πνίγει και τον θάβει εκεί. Αυτό γίνεται στη σελίδα 100 του βιβλίου και ενώ έως τότε, έστω και αν ο υποψιασμένος αναγνώστης έχει καταλάβει τι πρόκειται να συμβεί, παρακολουθούμε την ήσυχη ζωή της πόλης, τα όνειρα των παιδιών, την ομορφιά και την αγνότητα της φύσης και των ανθρώπων, την κοινωνική τους ζωή, την ευχάριστη καθημερινότητά τους. Δεν έχουμε τα άγχη και την παράνοια της μεγαλούπολης, δεν έχουμε τις μεγάλες αγωνίες της βιοτής, έχουμε μια απλή ζωή δοσμένη με χιούμορ και φωτεινά χρώματα, και νέους όπως ο Χρόνης που δεν ονειρεύονται να γίνουν μεγάλοι επιχειρηματίες αλλά δάσκαλοι που θα προσφέρουν ισορροπημένες αξίες στους επόμενους. Γι’ αυτό και το κοντράστ της ζωής με την πράξη θανάτωσης και μάλιστα με μια παιδοκτονία αποκτά θηριώδεις διαστάσεις.

Ο δολοφόνος δεν αποκαλύπτει την πράξη του, αρχικά το παιδί είναι εξαφανισμένο, πολύ αργότερα βρίσκουν το πτώμα του, και ο φονιάς πατέρας οδύρεται μεν για την απώλεια, συνεχίζει όμως να ζει όπως πριν, να τακτοποιεί τις παραγγελίες, να συζητά με τους φίλους και τους γνωστούς του παριστάνοντας τον ανίδεο, να παραπονιέται στην αστυνομία που δεν κάνει αρκετά για να βρει τον δολοφόνο του γιου του!

Τραγική φιγούρα, πιο πολύ και από τη φευγάτη μάνα, είναι η σύντροφος του δολοφονημένου, η Κλέα, ο άνθρωπος που βιώνει την απώλεια πιο τραυματικά απ’ όλους, αναγκάζοντας τον Σπούγια να σκεφτεί ότι εντέλει σκότωσε δύο νέους.

Η τελειότητα στη ζωή των άλλων

Στις 180 σελίδες που ακολουθούν τις εισαγωγικές πρώτες 100, συμβαίνει το εξής: ο αναγνώστης γνωρίζει την αλήθεια, τα πολυάριθμα πρόσωπα όμως του μυθιστορήματος, πέρα από τον Σπούγια, πρωταγωνιστές και κομπάρσοι, δεν γνωρίζουν τίποτα και βιώνουν μια γκάμα συναισθημάτων που ξεκινούν από την απλή απορία, το συναισθηματικό κενό που προκαλεί το «γιατί» και το «ποιος», κάτι το αλλόκοτο που πλανάται στην ατμόσφαιρα, και φτάνουν μέχρι την απόγνωση στην περίπτωση της Κλέας.

Ταυτόχρονα παρακολουθούμε τον πρωταγωνιστή, τον μόνο εκτός από εμάς τους αναγνώστες που γνωρίζει τι έχει συμβεί, ο οποίος από τη μια τα πηγαίνει περίφημα στη συγκάλυψη, από την άλλη τρώγεται μέσα του θέλει δεν θέλει, μην μπορώντας κατά βάθος να διαχειριστεί ψυχολογικά τις συνέπειες της πράξης του.

Τα κίνητρά του υπήρξαν μικροπρεπή, είναι ένα παζλ πρωτόγονων συναισθημάτων που έχουν να κάνουν με τη ζήλεια για την ευτυχία της πρώην γυναίκας του, για την ευτυχία του παιδιού του, για το δικό του αίσθημα κατωτερότητας και για τα ψήγματα περιφρόνησης που, πρώην σύζυγος και γιος, έχουν εκφράσει κατά καιρούς προς εκείνον, ή έτσι τουλάχιστον τα έχει εκείνος εισπράξει. Ο ιδιοκτήτης του «Τέλειον» κάνει τέλεια τη δουλειά του ως κορνιζάς, σχεδιάζει τέλεια και την παιδοκτονία, γιατί δεν μπορεί να αντέξει την τελειότητα στη ζωή των άλλων!

Για τον αναγνώστη η ανάγνωση από την ώρα που αποκαλύπτεται ανοιχτά ο φόνος, εξελίσσεται σε ολοένα και μεγαλύτερη δοκιμασία. Όσο γυρνούν οι σελίδες και συνεχίζεται η κανονικότητα, τόσο επιτείνεται το αίσθημα δυσφορίας το οποίο σταδιακά καταντάει αφόρητο. Το τέλος, παρότι απρόσμενο, συμβαδίζει απόλυτα με τη λογική της πλοκής και δεν προδίδει το αίσθημα του αναγνώστη. Η ανακούφιση που προκαλεί δεν έρχεται από κάποιου είδους κάθαρση, αλλά και μόνο από το γεγονός ότι ο εφιάλτης του αναγνώστη λαμβάνει τέλος.

Η Ιωάννα Καρυστιάνη, στο μυθιστόρημα αυτό, χτίζει ίσως τον πιο επιδραστικό ανώνυμο, αρνητικό ήρωα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Ο άνθρωπος αυτός στην καθημερινότητά του δεν είναι κάθαρμα, κάθε άλλο, και με αυτή την έννοια φέρνει στο νου χαρακτήρες ναζί που σκότωναν εβραίους και Ρομά κάνοντας απλώς το καθήκον τους, με επιμέλεια και διάθεση τελειομανίας. Είναι ένα είδος κοινοτοπίας του κακού, που με το χαρακτήρα όμως της παιδοκτονίας, και της υπακοής σε διαταγές πρωτόγονων ενστίκτων, γίνεται ακόμα πιο αφόρητη. Συγκλονιστικό βιβλίο για μια κοινωνία και μια εποχή που μοιάζει να πριμοδοτεί την παράλογη βία, ιδίως στο πιο «ασφαλές» κουκούλι του οικογενειακού πλαισίου. Και που δεν είναι αναγκαστικά άμεση βία κατά των γυναικών, μπορεί να στρέφεται και κατά του παιδιού, ως τιμωρία και της μάνας και του παιδιού που την αγαπάει, έτσι ώστε η καταστροφή να γίνει απόλυτη. Ή τέλεια.

Μανώλης Πιμπλής
Η ΕΠΟΧΗ