Η κληρονομιά που αφήνει δεν είναι πολύ καλή. Ο Economist κάποτε όρισε την Γερμανία ως έναν «απρόθυμο ηγεμόνα». Πράγματι, αυτό που έδειξε η Μέρκελ ήταν ότι υπό την ηγεσία της, κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και της κρίσης της ευρωζώνης, η Γερμανία ήταν ικανή να κυριαρχεί, αλλά δεν μπόρεσε πραγματικά να καθοδηγήσει ηγεμονικά. Στη δεκαετία του 1980, με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1986, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση τέθηκε σε μια νεοφιλελεύθερη τροχιά την οποία ακολούθησε έκτοτε. Το συγκεκριμένο γεγονός, ωστόσο, δεν οδήγησε σε αυτό που οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι ονομάζουν ισορροπία και σύγκλιση, αλλά αντίθετα οδήγησε σε αυξανόμενες οικονομικές αποκλίσεις και ανισορροπίες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αποβιομηχανοποίηση της Νότιας Ευρώπης.
Παρόλα αυτά, αντί να αντιμετωπίσει το βασικό πρόβλημα μέσω μιας κρατικά ενεργητικής πανευρωπαϊκής βιομηχανικής πολιτικής, η Μέρκελ και ο υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε αντιμετώπισαν τις οικονομίες διαρθρωτικού ελλείμματος της ευρωπαϊκής περιφέρειας σαν το πρόβλημα να ήταν το δημόσιο χρέος και οι μισθοί.
Αυτό παρουσιάστηκε σαν ένα είδος ηθικού παιχνιδιού, σαν τα περιφερειακά κράτη να ζούσαν πάνω από τις δυνατότητές τους. Και στο όνομα της ανταγωνιστικότητας, η εφαρμοζόμενη στρατηγική επεδίωξε την εσωτερική υποτίμηση του κόστους εργασίας.
Η αποκαλούμενη «διάσωση της Ελλάδας» ήταν στην πραγματικότητα ένα δεύτερο πακέτο διάσωσης των τραπεζών: το 89% των χρημάτων που δόθηκαν πήγαν απευθείας στους πιστωτές, κυρίως σε γερμανικές και γαλλικές τράπεζες. Αυστηρή λιτότητα επιβλήθηκε στην Ελλάδα στο όνομα της νέας οικονομικής διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με περικοπές στην υγειονομική περίθαλψη και σε άλλες κοινωνικές δαπάνες, περικοπές στις συντάξεις, πάγωμα μισθών και προσλήψεων στο δημόσιο, ιδιωτικοποίηση δημόσιων περιουσιακών στοιχείων και, όπως οι Thorsten Schulten και Torsten Müller έχουν τεκμηριώσει πλήρως, με την περικοπή εργασιακών δικαιωμάτων, όπως οι συλλογικές συμβάσεις, σε ολόκληρη την Ευρώπη.