Δέσποινα Παπαδοπούλου

20
11

Οι επαναπροωθήσεις ως εργαλείο ελέγχου και καταστολής των προσφυγικών ροών

Η «ηθική» των επαναπροωθήσεων είναι μία ανήθικη «ηθική» και κανένας δημοκρατικός πολίτης δεν έχει δικαίωμα να κλείνει τα μάτια και να την αρνείται. Ακόμη περισσότερο όταν το ζήτημα τίθεται ανοικτά στον δημόσιο διάλογο σε εκλεγμένους εκπροσώπους της χώρας, όπως είναι ο πρωθυπουργός. Αυτό που οφείλει η Ελλάδα, στην παγκόσμια, ευρωπαϊκή και ελληνική κοινότητα, είναι να ζητήσει δημόσια συγγνώμη και να αναληφθούν άμεσα δραστικά μέτρα για την εξάλειψη του φαινομένου, με ταυτόχρονη καταδίκη κάθε τέτοιας προσπάθειας που έρχεται στο φως της δημοσιότητας. Συμπερασματικά, παραθέτουμε μία αληθινή μαρτυρία από συνέντευξη με Σύριο πρόσφυγα 35 ετών που επαναπροωθήθηκε στις 22.8.2013 από τη Σάμο: «Περίπου στις 10 το πρωί ήμασταν κοντά στο νησί. Κάποια μέτρα μακριά από εμάς ήταν η ελληνική ακτοφυλακή και μας συνέλαβε. Ήταν ένα μεγάλο σκάφος. Ήταν περίπου δέκα αστυνομικοί στο σκάφος. Δύο από αυτούς φορούσαν μάσκες full-face. Μας είπαν να σταματήσουμε να σηκώσουμε τα χέρια μας και να μην κουνηθούμε. Φώναξαν και ένα δεύτερο σκάφος ήρθε. Ήταν ένα μικρότερο, περίπου 15 μέτρων. Στο δεύτερο το μικρότερο σκάφος, όλοι όσοι ήταν εκεί είχαν επίσης καλυμμένα τα πρόσωπά τους. Με απειλή όπλου και πυροβολισμούς στον αέρα μας ανάγκασαν να μπούμε μέσα και ξαναβρεθήκαμε στη θάλασσα»
07
09

Δέσποινα Παπαδοπούλου: Η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής κατά της κοινωνίας;

Πρώτον, η παρούσα συγκυρία παράγει πολλούς αποκλεισμούς σε πολλαπλά επίπεδα. Σε μία σχολική χρονιά που οι μαθητές συμμετείχαν στο σχολείο μόνο μέσα από τον υπολογιστή τους, διαδικτυακά, για όσους φυσικά είχαν πρόσβαση σε υπολογιστή και ίντερνετ, κλήθηκαν να ανταποκριθούν στις πολύ απαιτητικές πανελλαδικές εξετάσεις. Αυτή η συμμετοχή, απέκλεισε de facto τους μαθητές που δεν είχαν ψηφιακή πρόσβαση, αλλά και για αυτούς που είχαν πλήρη, τους ανάγκασε να επιστρατεύσουν την εφεδρεία της προσωπικής πειθαρχίας, καθώς το σχολείο δεν μπορούσε να παίξει αυτό το ρόλο. Άρα, πέτυχαν τα παιδιά που κατά κανόνα είχαν την αξία της προσωπικής πειθαρχίας και μία οικογένεια να βαστά γερά τα όνειρα τους. Δεύτερον, το σύστημα της ΕΒΕ άφησε εκτός πανεπιστημίων τους διπλάσιους από τα προηγούμενα χρόνια. Αν η απότομη μείωση των «κακών» εισακτέων αποτελούσε έναν πολιτικό στόχο, αυτό δεν επιτεύχθηκε γιατί η ΕΒΕ απέκλεισε και πολλούς καλούς μαθητές με καλά αποτελέσματα. Ήδη από τον είσοδο στο σύστημα για τη συμπλήρωση του μηχανογραφικού, ο κόφτης της ΕΒΕ τούς απαγόρευε να δηλώσουν τα τμήματα που θέλουν. Μέσω ενός τεχνοκρατικού τρόπου επιτεύχθηκε λοιπόν μία τυφλή μείωση μαθητών, όχι με βάση τις ανάγκες της αγοράς εργασίας, όπως γίνεται με μελέτες σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά με βάση άλλο ένα μέτρο παγκόσμιας πρωτοτυπίας. Τρίτον, καταργεί αυτό που ήταν ιστορικά η εκπαίδευση στην Ελλάδα. Οξύνει τις κοινωνικές ανισότητες οι οποίες είναι ήδη ακραία οξυμένες στο αυταρχικό ακραία φιλελεύθερο σύστημα. Εκτός από τις οικονομικές ανισότητες παράγει δηλαδή και ακραία μορφωτικές ανισότητες καταργώντας το μορφωτικό κεφάλαιο που διαχρονικά στις δημοκρατικές κοινωνίες λειτουργούσε ως αντίδοτο στον κοινωνικό διαχωρισμό. Τέταρτον, συρρικνώνει βίαια την ανοδική κοινωνική κινητικότητα. Διαχρονικά μέσα στη μεταπολίτευση το εκπαιδευτικό σύστημα έδινε τη δυνατότητα στο παιδί του αγρότη ή του εργάτη ή του μετανάστη να γίνει γιατρός, δικηγόρος και οτιδήποτε άλλο το οποίο με τη σειρά του τα δικά του παιδιά κάνουν σήμερα μεταπτυχιακές, διδακτορικές σπουδές, γίνονται λαμπροί επιστήμονες, διαπρέπουν σε Ελλάδα και εξωτερικό. Το νέο σύστημα εισαγωγής ακυρώνει αυτό το θησαυρό. Πέμπτον, αποδομεί και διαρρηγνύει τη στενή σχέση μεταξύ εκπαίδευσης και παιδιών, οδηγώντας τα παιδιά στην άβυσσο και την κοινωνία στο σκοταδισμό, στο μαζικό αναλφαβητισμό της δεκαετίας του '50. Ακυρώνει ολόκληρη τη διαδρομή τους μέσα στο σχολείο και για συνέχεια δεν προτείνει τίποτα. Το επιχείρημα ότι πολλά παιδιά εισάγονται μεν αλλά δεν ολοκληρώνουν τις σπουδές τους όταν δεν μπαίνουν σε σχολή πρώτης και δεύτερης επιλογής τους είναι λανθασμένο. Γιατί τα παιδιά στην ηλικία των 18 ετών δεν έχουν κατά πλειοψηφία ούτε τις γνώσεις ούτε την ωριμότητα να πάρουν αποφάσεις για την υπόλοιπη ζωή τους. Δεν γνωρίζουν τι τους ενδιαφέρει. Το σύνηθες φαινόμενο είναι οι φοιτητές να αγαπούν αυτό που κάνουν αφού το γνωρίσουν κατά τη διάρκεια των σπουδών τους μέσα στο πανεπιστήμιο. Μπαίνοντας, λοιπόν, σ’ ένα αξιοπρεπές πανεπιστήμιο τούς ανοίγονται νέοι δρόμοι σκέψης, κουλτούρας της γνώσης και της έρευνας, γνώσεις, δεξιότητες, ανακαλύπτουν άλλους κόσμους και πιθανότατα βρίσκουν το δρόμο τους στο μέλλον. Η εσωτερίκευση μιας μεγάλης αποτυχίας που έρχεται βίαια μέσα από την απόρριψη εισαγωγής δημιουργεί κοινωνικό ρατσισμό, διάρρηξη εκπαιδευτικού δεσμού και βάζει τα θεμέλια για μεταγενέστερες αποτυχίες. Έκτον, επαναφέρει την τάση για υπερσυγκέντρωση στα μεγάλα αστικά κέντρα, τα οποία ήδη ασφυκτιούν και πάσχουν από ανεργία, αστεγότητα, κλπ. Καταστρέφει την περιφέρεια, κλείνει πανεπιστήμια και τμήματα εκεί, αφαιρεί πόρους από την ήδη ταλαιπωρημένη και άοπλη ελληνική επαρχία, φτωχοποιεί τους εκεί πληθυσμούς και τους αναγκάζει να μετακινηθούν προς το κέντρο με αποτέλεσμα και τη δική τους φτωνοποίηση. Έβδομον, στο ζοφερό σημερινό κοινωνικοκονομικό περιβάλλον, αλλάζει άρδην το χάρτη της ανώτατης εκπαίδευσης. Με κύριο στόχο την εξοικονόμηση οικονομικών κονδυλίων από μία φιλελεύθερη κυβέρνηση, εξαναγκάζει πανεπιστημιακά τμήματα σε κατάργηση. Και εδώ τίθενται κάποια κεντρικά ερωτήματα: Γιατί κάποια τμήματα όρισαν υψηλή ΕΒΕ; Γνώριζαν τις συνέπειες της μείωσης φοιτητών; Δεν εκτίμησαν σωστά το ρόλο της ΕΒΕ; Ή μήπως η υποχρηματοδότηση του δημόσιου πανεπιστήμιου, η μείωση των μελών ΔΕΠ, η προοπτική συγχώνευσης με πιο κεντρικά πανεπιστημιακά ιδρύματα οδήγησαν σε αποφάσεις κάποιων τμημάτων να εφαρμόσουν ελιτίστικες πολιτικές για τους φοιτητές τους;
  • 1
  • 2