Macro

Δέσποινα Παπαδοπούλου: Αναλώσιμοι άνθρωποι με αναλώσιμη νομιμοποίηση

Μεταναστευτική πολιτική του νεοφιλελεύθερου Κράτους στον 21ο αιώνα
 
 
 
Την Τρίτη 19 Δεκεμβρίου ψηφίστηκε με ευρεία πλειοψηφία η πολύκροτη τροπολογία Καιρίδη για τη νομιμοποίηση εργαζομένων μεταναστών σε όλο το φάσμα της αγοράς εργασίας. Η τροπολογία ξάφνιασε τόσο το δεξιό συντηρητικό χώρο προκαλώντας πολλές και θυελλώδεις αντιδράσεις όσο και τον προοδευτικό κεντροαριστερό και αριστερό χώρο, προκαλώντας θετικές αντιδράσεις γιατί προτάσσει την πολυπόθητη νομιμοποίηση ενός πληθυσμού που εργαζόταν σε συνθήκες μαύρης εργασίας και απόλυτης δουλείας στον αόρατο κόσμο της άγριας εκμετάλλευσης. Η δεξιά κυβέρνηση της ΝΔ μάλιστα υπό το φόβο των δεξιών και ακροδεξιών διαρροών της επικαλέστηκε την κομματική πειθαρχία, εξαιρώντας το «βαθιά» δεξιό πάλαι ποτέ πρωθυπουργό της, τον Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος καταψήφισε την τροπολογία.
 
Αδιαμφισβήτητα, η τροπολογία είναι πολύ σημαντική, καθυστερημένη, αναμενόμενη από τους ειδικούς για διαφορετικής φύσης λόγους. Για να δούμε όμως για ποιους είναι σημαντική, ποιους ευνοεί, ποιους αδικεί, πώς χαράσσει τη μεταναστευτική πολιτική του 21ου αιώνα εν μέσω πολλαπλών κρίσεων και θα απαντήσουμε στο αν, από την πλευρά αυτή, αποτελεί προοδευτική καινοτομία και κατά συνέπεια ευνοεί με σειρά προτεραιότητας, μετανάστες, Έλληνες και Κράτος.
 
 
Είναι αρκετή να διορθώσει το πρόβλημα;
 
 
Κατ’ αρχάς, η τροπολογία Καιρίδη έχει άμεσο στόχο τη νομιμοποίηση των μεταναστών και προσφύγων που εργάζονται σήμερα με αδήλωτη εργασία στην Ελλάδα και διαμένουν τουλάχιστον 3 χρόνια. Κατά συνέπεια, είναι προς τη σωστή κατεύθυνση λόγω του διακηρυγμένου αυτού στόχου της. Παρατηρείται όμως το σπάνιο στοιχείο για μία νομοθετική διάταξη, να παραδέχεται ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα αδήλωτης εργασίας και ανεπάρκειας εργατικών χεριών, καθώς και τις συνέπειες που παρελκύονται από τις δύο διαπιστώσεις, της σοβαρής δυσλειτουργίας της αγοράς εργασίας αφού δεν υπάρχουν εργατικά χέρια να εργαστούν. Οι λόγοι αυτής της ανεπάρκειας συνδέονται με την προηγούμενη περίοδο της ακραίας και απάνθρωπης εκμετάλλευσης των εργατών γης, ας θυμηθούμε την περίπτωση της Μανωλάδας και την καταδίκη της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τη δημοσιότητα που πήρε το θέμα και τον ανταγωνισμό που δημιουργήθηκε σαν απάντηση από τις γειτονικές χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου που προσφέρουν καλύτερες συνθήκες εργασίας, νομιμοποίηση εδώ και 20 χρόνια και υψηλότερα ημερομίσθια.
 
Είναι όμως αρκετή αυτή η νομιμοποίηση για να διορθώσει το πρόβλημα; Δυστυχώς η τροπολογία όπως ψηφίσθηκε είναι δειλή, λειψή και τσιγκούνα, γιατί γυρίζει 60 χρόνια πίσω τους στόχους της μεταναστευτικής πολιτικής, συνδέοντας αποκλειστικά και μόνο τη νόμιμη διαμονή με τη νομιμοποίηση της εργασίας και όχι με τη μεταγενέστερη της αίτησης οικογενειακή συνένωση και την κοινωνική ενσωμάτωση. Η τροπολογία παρεμβαίνει πολύ καθυστερημένα για να διορθώσει την οξεία έλλειψη εργατικού δυναμικού, την εγκληματική πολιτική για τα ασφαλιστικά και δημόσια ταμεία που προκάλεσαν οι διαχρονικές απώλειές τους, χωρίς όμως να νοιάζεται για το μεταναστευτικό εργατικό δυναμικό, την καθημερινή του ζωή και για τις οικογένειές τους.
 
 
Χωρίς κανένα άλλο δικαίωμα
 
 
Οι λόγοι είναι οι εξής:
 
1ον. Η τροπολογία απευθύνεται στο μεταναστευτικό εργατικό δυναμικό που ήδη ζει στην Ελλάδα μειώνοντας από 7 σε 3 τα απαιτούμενα χρόνια διαμονής, οι οποίοι α) είτε είχαν τίτλους διαμονής τους οποίους για κάποιο τυπικό κόλλημα δεν μπόρεσαν να ανανεώσουν, β) είτε διαμένουν μετά από απόρριψη της αίτησης ασύλου, γ) είτε διαμένουν στη χώρα και δεν έκαναν αίτηση για άσυλο.
 
2ον. Η προσφορά εργατών γης που φιλοδοξεί να νομιμοποιήσει θα συμπιέσει το κόστος εργασίας προς τα κάτω για να γίνουν πιο «ανταγωνιστικοί». Ωστόσο αν οι εργοδότες ανταποκριθούν, ένα μεγάλο μέρος του εργατικού κόστους θα το μετακυλήσουν στους μετανάστες για να κατοχυρώσουν το δικό τους τελικό οικονομικό όφελος.
 
3ον. Ένα σημαντικό στοιχείο είναι ότι προηγείται η αίτηση του μετανάστη και έπεται η υπεύθυνη δήλωση των εργοδότη. Αυτό σημαίνει ότι την πρωτοβουλία τη δίνει μεν στους ήδη εργαζόμενους μετανάστες, όμως θα πρέπει να υπάρξει συμφωνία και από τα δύο μέρη.
 
4ον. Ένα επίσης δύσκολο στοιχείο με κενό στο νόμο είναι ότι η απόδειξη αυτών των χωρίς τίτλους τριών χρόνων διαμονής, η οποία έρχεται μέσα από έγγραφα όπως (έστω ληγμένο) διαβατήριο, χρηματικό ένταλμα πληρωμής, αίτηση ασύλου ή οποιοδήποτε επίσημο έγγραφο που θα βεβαιώνει είτε τη διαμονή είτε την εργασία. Καθώς πρόκειται για εξ’ ορισμού αδήλωτη εργασία, είναι μέγα ερώτημα πώς θα αποδεικνύεται η διαμονή των 3 ετών, καθώς και η ανταπόκριση της διοίκησης για τα νόμιμα έγγραφα.
 
5ον. Το σημαντικότερο όμως στοιχείο, στο οποίο θέλουμε να παραμείνουμε είναι ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση δεν παρέχει κανένα άλλο δικαίωμα. Ούτε καν αυτό της μεταγενέστερης του νόμου οικογενειακής συνένωσης. Ούτε προωθεί με κάποιο τρόπο τη μόνιμη διαμονή στην Ελλάδα και, σε καμία περίπτωση, την πρόσβαση στην ελληνική ιθαγένεια. Πρόκειται για επιστροφή στα πρώτα χρόνια της σύγχρονης μεταπολεμικής εργατικής μετανάστευσης, της διαχείρισης των μεταναστευτικών ροών σύμφωνα με το σκληρό γερμανικό μοντέλο των Gastarbeiter, όπου η εργασία ήταν διαχωρισμένη από την προσωπική, οικογενειακή ζωή και από την πραγματική συμμετοχή στην κοινωνία υποδοχής, με αποτέλεσμα την προσωρινότητα σαν αναλώσιμη εργασιακή παρουσία (δεκαετία του 1950-70). Ολόκληρη η ευρωπαϊκή και η ελληνική νομοθεσία (παρόλη την αποσπασματικότητά της) των ενδιάμεσων δεκαετιών είχε κατοχυρώσει το δικαίωμα της οικογενειακής συνένωσης, με αποτέλεσμα τις διαδικασίες κοινωνικής ενσωμάτωσης και συμμετοχής στους θεσμούς και τις κοινωνίες υποδοχής. Στην Ελλάδα το ζήσαμε με σχετική επιτυχία στην περίπτωση των Αλβανών και Ανατολικοευρωπαίων μεταναστών από το 1990 και έπειτα. Αυτή η δυνατότητα δεν επανέρχεται με την παρούσα τροπολογία.
 
 
Αμφίβολη ανταπόκριση
 
 
Εκτιμούμε ότι αυτό το νομοθετικό κείμενο θα έχει αμφίβολη ανταπόκριση για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω και είναι σταγόνα στον ωκεανό για τη θεραπεία των συσσωρευμένων προβλημάτων που έχουν δημιουργηθεί στη χώρα. Στο μέτρο που θα υπάρξει ανταπόκριση ευνοείται κυρίως το Κράτος, το οποίο εισπράττει φόρους, ασφαλιστικές εισφορές, ελέγχει τις μεταναστευτικές ροές και προωθεί την ασφάλεια, καθώς μέρος του αφηγήματός του είναι η αναπόδεικτη υψηλή εγκληματικότητα των ξένων. Επιπρόσθετα, οι μετανάστες ευνοούνται μόνο σε περίπτωση κινητικότητας στο εξωτερικό, ασθένειας, υγειονομικής περίθαλψης (εμβολιασμών, κλπ.) ή εργατικού ατυχήματος. Στα αρνητικά της προσωρινότητας υπολογίζουμε ως δεδομένη τη γκετοποίηση λόγω επισφαλούς κατοικίας κοντά στο χώρο εργασίας και την παντελή αδυναμία συμμετοχής στην ελληνική κοινωνία. Μία άλλη ενδεχόμενη συνέπεια εφαρμογής του νόμου είναι η παράκαμψη του νόμου από τους εργοδότες, εκβιάζοντας τους εργαζόμενους να δεχτούν μία ενδιάμεση λύση ημερομίσθιου χωρίς νομιμοποίηση. Η υπαρκτή αυτή πιθανότητα ευνοεί καταφανώς μόνο τους εργοδότες, αφού ο νόμος τους δίνει ένα πρόσθετο εργαλείο πίεσης του κόστους εργασίας προς τα κάτω, πρακτικές που συναντάμε στην αγορά των ελεύθερων επαγγελμάτων με αμοιβές χωρίς φορολογική απόδειξη. Αν δεν υπάρξει επαρκής ανταπόκριση, ενδεχομένως να υποχρεώσει την Κυβέρνηση σε περαιτέρω επιδιορθωτικές παρεμβάσεις, πάντα όμως με τον κίνδυνο των αντιδράσεων του ακροδεξιού ακροατηρίου.
 
Η Νέα Αριστερά πρέπει να έχει ολοκληρωμένες προτάσεις για τη μεταναστευτική πολιτική του 21ου αιώνα, προς την κατεύθυνση της αρχής της σύνδεσης της νόμιμης παραμονής στη χώρα, της νόμιμης εργασίας με την οικογενειακή συνένωση και την κοινωνική συμμετοχή του εργατικού δυναμικού. Αυτή η τροπολογία εκεί πρέπει να οδηγεί. Σε απόλυτη αντίθεση με το απολιθωμένο και ανεπαρκές περιεχόμενό της, ο νόμος θα ήταν ολοκληρωμένος αν: α) διατηρούσε το δικαίωμα νόμιμης διαμονής στην περίπτωση απώλειας της συγκεκριμένης εργασίας, β) έδινε το δικαίωμα στο τέλος της 3ετούς νόμιμης εργασίας σε οικογενειακή συνένωση, γ) έδινε πρόσβαση στην ελληνική ιθαγένεια στο τέλος των δύο 3ετιών νόμιμης παραμονής. Τότε και μόνο τότε, θα υπήρχαν κίνητρα για τους μετανάστες δεδομένης της νομοθεσίας τόσο του γειτονικού νότου όσο και των παραδοσιακών προορισμών της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης.
 
Η Δέσποινα Παπαδοπούλου είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου.