Πέρα από όσα προανέφερα για τη μείωση του πραγματικού εισοδήματος, την αύξηση του ποσοστού των πολιτών που διαβιούν σε συνθήκες σοβαρής υλικής στέρησης, καθώς και το ποσοστό των νοικοκυριών που δεν μπορούν να καλύψουν τις βασικές δαπάνες διαβίωσής τους, το 2020 αυξήθηκε και το ποσοστό των νοικοκυριών που δεν μπορούσαν να καλύψουν έκτακτες ανάγκες ή να πάνε μια εβδομάδα διακοπές.
Η συνολική εικόνα όμως δεν συγκροτείται μόνο από αυτά τα στοιχεία. Σχεδόν σε όλα τα κρίσιμα μέτωπα η κυβέρνηση εφαρμόζει πολιτικές όξυνσης των ανισοτήτων. Στο μέτωπο της Παιδείας, για παράδειγμα, αφού απέκλεισε 40.000 παιδιά από τα δημόσια πανεπιστήμια, έχοντας ήδη εξισώσει τα πτυχία των κολεγίων με αυτά των δημόσιων πανεπιστημίων, διασφαλίζει πρόσβαση σε ένα καλύτερο μέλλον μόνο στους έχοντες. Τώρα, με τη δεύτερη πράξη στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, προχωρά στον διαχωρισμό των σχολείων σε δύο κατηγορίες, την παράδοσή τους στην υποχρηματοδότηση και την αναζήτηση ιδιωτών χορηγών για να καλύψουν τις ανάγκες και τη συγχώνευση τμημάτων με προφανή θύματα τα παιδιά των λαϊκών οικογενειών, που δεν έχουν άλλη επιλογή για την εκπαίδευσή τους. Παρόμοια πολιτική ακολουθεί και στην Υγεία, με διαρκή υποχρηματοδότηση των δημόσιων δομών και παράλληλη στήριξη των ιδιωτικών κλινικών. Σημειωτέον ότι για το 2022 η κυβέρνηση προβλέπει περικοπή κατά 900 εκατ. των υγειονομικών δαπανών για αντιμετώπιση του κορονοϊού.
Στην εργασία, την ώρα που η κοινωνία πιέζεται από το κύμα ακρίβειας και από την ανασφάλεια που προκαλεί η πανδημία, η κυβέρνηση καταργεί το 8ωρο, τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, την προστασία από τις απολύσεις, θεσμοθετεί απλήρωτες υπερωρίες.
Αυτές είναι επιλογές που οξύνουν τις κοινωνικές ανισότητες και γίνονται συνειδητά από την κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη, από την πρώτη στιγμή.