Δώρα Κοτσακά: Ψηφιακά δικαιώματα και αγροτική παραγωγή – Γιατί οι Big Tech στρέφονται σήμερα στη γεωργία;
Οι εταιρείες υψηλής τεχνολογίας δείχνουν όλο και πιο έντονο ενδιαφέρον για τον αγροδιατροφικό τομέα, τις γεωργικές εκτάσεις, τον έλεγχο του μοντέλου γεωργικής παραγωγής και κυρίως για τα δεδομένα που συνδέονται με αυτόν. Δεν πρόκειται μόνο για τους ψηφιακούς κολοσσούς της Silicon Valey, αλλά και για εταιρείες όπως η Bayer, η Monsanto, η AliBaba ή η IBM. Ο ανταγωνισμός είναι σφοδρός και η νέα λογική αρχίζει να γίνεται σαφής. Έχει να κάνει με την ενοποίηση των εταιρειών που προμηθεύουν προϊόντα στους αγρότες (παρασιτοκτόνα, τρακτέρ, drones κ.λπ.) και αυτών που ελέγχουν τις ροές δεδομένων και έχουν πρόσβαση στους καταναλωτές. Το αγροδιατροφικό λόμπι ενισχύει την τάση που θέλει τους αγρότες να χρησιμοποιούν εφαρμογές στο κινητό τους μέσω των οποίων παρέχουν δεδομένα και παίρνουν "συμβουλές". Οι μεγάλες εταιρικές ψηφιακές πλατφόρμες εξαγοράζουν την παρουσία τους στον τομέα και παίρνουν τον έλεγχο της διανομής της τροφής.
Ωστόσο, η πραγματικότητα περισσότερων από 500 εκατ. μικροκαλλιεργητών γης, οι οποίοι παράγουν το μεγαλύτερο ποσοστό τροφής σε παγκόσμιο επίπεδο, απέχει πολύ από όλα αυτά. Εφαρμογές υψηλής τεχνολογίας, όπως τρακτέρ χωρίς οδηγό και drones που ψεκάζουν παρασιτοκτόνα, είναι ξεκάθαρο ότι δεν αναπτύσσονται γι' αυτούς. Η ποιότητα των πληροφοριών που παρέχουν οι ψηφιακές πλατφόρμες στους αγρότες εξαρτάται από τα δεδομένα που έχουν συλλεχθεί. Σε περιοχές που υπάρχουν πολλά δεδομένα προς συλλογή (τακτικά τεστ του εδάφους, αγροτικές μελέτες, μετρήσεις απόδοσης της σοδειάς κ.λπ.) και δυνατότητα χρήσης των νέων τεχνολογιών που τα συλλέγουν (όπως τρακτέρ νέας τεχνολογίας, drones και αισθητήρες καλλιεργειών), οι εταιρείες τεχνολογίας μπορούν να διαθέσουν μεγάλο όγκο δεδομένων, υψηλής ποιότητας και σε πραγματικό χρόνο. Η μεγάλη διαφορά έγκειται στο μέγεθος της αγροτικής έκτασης και στο αν είναι αφιερωμένη σε μονοκαλλιέργεια ή όχι, διότι αυτά τα χαρακτηριστικά καθιστούν ευρέως ευκολότερη τη συλλογή και την ανάλυση δεδομένων, άρα και την ποιότητα των παρεχόμενων συμβουλών.
Οι εταιρείες τεχνολογίας και οι κυβερνήσεις που προωθούν την ψηφιακή γεωργία δεν εργάζονται προκειμένου να αντιμετωπίσουν την έλλειψη γεωργικών δεδομένων για τις μικρές καλλιέργειες. Παράλληλα, δημόσια κεφάλαια κατευθύνονται σε υποδομές που συνδέουν την ύπαιθρο με δίκτυα κινητών τηλεφώνων και Διαδικτύου (περιλαμβανομένης και της νέας κούρσας επέκτασης του 5G), ενώ δεν υπάρχει η ίδια μέριμνα ως προς τη βελτίωση των κρατικών υπηρεσιών που υποστηρίζουν τη γεωργία.9 Οι καλλιεργητές, μικροί και μεγάλοι, ήδη χρησιμοποιούν ψηφιακές τεχνολογίες. Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι κακό μέσω μιας εφαρμογής στο κινητό να γνωρίζει κάποιος περισσότερα σχετικά με τη γονιμότητα του εδάφους του και την υγεία της σοδειάς του ή τη σχέση με τους καταναλωτές.
Το πρόβλημα είναι ποιος ελέγχει τα δεδομένα και ποιος δίνει τη συμβουλή και είναι μείζονος σημασίας ως προς το πόσο ασφαλή θα αποβούν αυτά τα εξελισσόμενα συστήματα. Ο πλούτος των παραδοσιακών γνώσεων και πρακτικών και η προστασία της βιοποικιλότητας επηρεάζονται δραστικά από τις ψηφιακές τεχνολογίες, καθώς πρόκειται για παραμέτρους που δεν λαμβάνονται καν υπόψη. Οι εταιρείες τεχνολογίας μεροληπτούν υπέρ της βιομηχανικής γεωργίας, ενισχύουν τη χρήση χημικών και ακριβών μηχανημάτων, όπως και την παραγωγή προϊόντων για εταιρικούς αγοραστές και όχι για τις τοπικές αγορές. Ενθαρρύνουν τον συγκεντρωτισμό, την κεντρική διαχείριση, την ομοιομορφία και τα μονοπώλια, διότι μόνο έτσι μπορεί να δουλέψει το μοντέλο τους. Με αυτά τα χαρακτηριστικά, μια πιθανή βαθύτερη παγκόσμια κρίση που θα πλήξει το παγκόσμιο σύστημα τροφής και θα συνδεθεί με νέες υγειονομικές κρίσεις επιταχύνεται. Οι αγώνες των αγροτών γης στο νότιο ημισφαίριο μας αφορούν περισσότερο από όσο φανταζόμαστε. Όχι μόνο ως προς τα ψηφιακά μας δικαιώματα και τη διάβρωση των δημοκρατιών, αλλά και ως προς την ίδια την τροφή και την υγεία μας.