Macro

Ιδιωτικοποιήσεις και δημόσιο συμφέρον σε περιόδους κρίσης

Ήταν το, όχι και τόσο μακρινό, 2015 όταν το κλαδικό περιοδικό των ιδιωτικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον τομέα του νερού δημοσίευσε άρθρο με τίτλο “Ξορκίζοντας τη λέξη που αρχίζει από ‘Ε’’1. Η ακατονόμαστη λέξη που προκαλεί στον κλάδο τέτοιας έκτασης απέχθεια, ώστε δεν μπορεί καν να προφερθεί, είναι η επαναδημοτικοποίηση ή αλλιώς η επαναφορά σε δημόσιο έλεγχο ιδιωτικοποιημένων πόρων και υπηρεσιών σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο. Ο συντάκτης υποστήριζε: “Θα ήταν μία παρωδία να επιτρέψουμε στην ελλιπώς ενημερωμένη προπαγάνδα μίας μικρής μερίδας ΜΚΟ να επηρεάσει τους διαμορφωτές πολιτικών σχετικά με τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στη διαχείριση του νερού. Αυτή η επικίνδυνη ιδέα είναι απίθανο να ληφθεί σοβαρά από αυτούς εξαιτίας των αποτελεσματικών και ορθολογικών επιλογών που έχει λάβει ο ιδιωτικός κλάδος”. Αυτό που το άρθρο παρέλειπε, ήταν ότι η ιδιοκτησία των υπηρεσιών ύδρευσης είναι μία μάχη που ο ιδιωτικός τομέας φαίνεται να χάνει.

Το μάντρα των ιδιωτικοποιήσεων είναι ιδεολογία και όχι οικονομική πολιτική. Τα θεμέλια που έθεσαν οι περίοδοι διακυβέρνησης του Ρήγκαν και της Θάτσερ απέδωσαν καρπούς σε παγκόσμιο επίπεδο τις επόμενες δεκαετίες μέσω θεσμών όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορείου και η Παγκόσμια Τράπεζα. Πιέζουν για την ιδιωτικοποίηση -με όρους ξεπουλήματος- των δημόσιων πόρων, προκειμένου να προχωρήσουν σε χορήγηση δανείων. Εξαιτίας της κατίσχυσης του νεοφιλελεύθερου δόγματος και της συχνά -αλλά όχι αποκλειστικά- εμπρόθετης κακοδιοίκησης, λέξεις όπως η επαναδημοτικοποίηση ή η κρατικοποίηση δεν θεωρούνται πολύ δημοφιλείς. Ωστόσο, οι αριθμοί δείχνουν την αντίθετη τάση σε παγκόσμιο επίπεδο. Η τεκμηρίωση σχετικά με την αύξηση των τιμών, καθώς και τη χειρότερη ποιότητα των υπηρεσιών και των συνθηκών εργασίας, διαρκώς αυξάνει και εμβαθύνει με στοιχεία που δεν μπορούν πλέον να αγνοούνται. Παράλληλα, διαρκώς αυξάνουν και οι προσπάθειες για την επαναφορά μέρους της κοινής μας περιουσίας, καθώς την τελευταία δεκαετία η αντίσταση στις ιδιωτικοποιήσεις έχει αποδειχθεί ισχυρό εργαλείο πολιτικής αλλαγής.

Μέσα στα τελευταία είκοσι χρόνια είχαμε 1.400 περιπτώσεις επαναφοράς σε δημόσιο έλεγχο σε περισσότερες από 2.400 πόλεις σε 58 χώρες2. Ενδεικτικά, στη Χιλή οι πολίτες ωφελήθηκαν από τις εντυπωσιακά χαμηλότερες τιμές στα φάρμακα με τη δημιουργία 40 νέων δημόσιων φαρμακευτικών εταιρειών. Στην πόλη Dobrich στη Βουλγαρία υπήρξε μείωση 47% στη χρήση ηλεκτρισμού για το φωτισμό των δημόσιων χώρων από τη στιγμή που επαναδημοτικοποίηθηκε η εταιρεία ενέργειας και εγκαταστάθηκαν ενεργειακοί λαμπτήρες LED. Στην Ισπανία έχουμε περισσότερα από 119 παραδείγματα επαναφοράς σε δημόσιο έλεγχο σε υπηρεσίες που καλύπτουν από την ενέργεια και τη διαχείριση αποβλήτων έως τις σχολικές καντίνες και τις υπηρεσίες κηδειών. Όπως και στη Γαλλία, είναι η περίπτωση του νερού που παραμένει εμβληματική. Μόνο στην Καταλονία έχουν υπάρξει 27 περιπτώσεις επαναφοράς από το 20103.

Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι σε ορισμένες περιπτώσεις αποτελεσματικότερος τρόπος να αντιμετωπίσουμε τις ιδιωτικοποιήσεις αποδεικνύεται όχι η επαναφορά, αλλά η δημιουργία ενός νέου οργανισμού δημόσιας ιδιοκτησίας που θα ανταγωνιστεί το υπάρχον καρτέλ. Η δημοτική αρχή της πρωτεύουσας της Καταλονίας ήταν αποφασισμένη να αυξήσει την ενεργειακή αυτονομία και την περιβαλλοντική βιωσιμότητα και έδωσε μάχη διαρκείας με τις εταιρείες ενέργειας από την εκλογή της το 2015. Τελικά, τον Ιούνιο του 2019 μία δημόσια εταιρεία αποκλειστικά ανανεώσιμης ενέργειας ξεκίνησε την ηλεκτροδότηση όλων των δημόσιων κτιρίων και υποδομών, καθώς και 20.000 κατοικιών. Εγκαθιστούν ηλιακά πάνελ στις σκεπές των δημόσιων κτηρίων και ελπίζουν σε περαιτέρω επέκταση των δραστηριοτήτων τους4.

Τα οφέλη της επαναφοράς σε δημόσιο έλεγχο

Ωστόσο, η βάση του επιχειρήματος δεν έχει να κάνει μόνο με αριθμούς. Η κρίση του Covid-19 κατέστησε σαφέστερες τις καταστροφικές συνέπειες της χρόνιας λιτότητας, της περικοπής των προνοιακών πολιτικών και της ιδιωτικοποίησης των δημόσιων υπηρεσιών. Επιπλέον, κατέδειξε ότι οι δημόσιες υπηρεσίες και οι άνθρωποι που εργάζονται σε αυτές αποτελούν τα θεμέλια των υγειών και ανθεκτικών κοινωνιών. Οι δημόσιες υπηρεσίες είναι περισσότερο σημαντικές σήμερα για την αντιμετώπιση της καταστροφής του κλίματος, των υγειονομικών κρίσεων, των αυξανόμενων ανισοτήτων και της διευρυνόμενης πολιτικής ανασφάλειας. Το μοντέλο των ιδιωτικοποιήσεων και των ΣΔΙΤ (Συμπράξεις Δημόσιου Ιδιωτικού Τομέα) έχει αποτύχει. Κοστίζει περισσότερο, έχουμε χειρότερες υπηρεσίες, λιγότερο έλεγχο επί αυτών και μείωση της δημοκρατικής λογοδοσίας. Συχνά, πρόκειται για φυσικά μονοπώλια, όπως το νερό, όπου ο ανταγωνισμός δεν έχει κανένα νόημα.

Τα οφέλη της επαναφοράς σε δημόσιο έλεγχο εμπίπτουν σε δύο κατηγορίες: διορθώνουν όσα πήγαν λάθος μετά από δεκαετίες ιδιωτικοποιήσεων, κερδοσκοπίας και σπατάλης, και δημιουργούν μία νέα αντίληψη σχετικά με το τι συνιστά δημόσιο αγαθό. Το πολιτικό πρόταγμα της επαναφοράς σε δημόσιο έλεγχο δεν έχει να κάνει απλά με μία αόριστη μεταφορά πόρων από τον ιδιωτικό τομέα, στο δημόσιο. Αντίθετα, στοχεύει στην αύξηση της συμμετοχής των πολιτών στη λήψη αποφάσεων, στην προώθηση της αρχής της επικουρικότητας, και στη βελτίωση των υπηρεσιών με τρόπο κοινωνικά δίκαιο, περιβαλλοντικά βιώσιμο και προσβάσιμο σε όλους. Η εναλλακτική που αρχίζει να διαγράφεται με σαφήνεια μέσα από τη διεθνή εμπειρία δίνει προτεραιότητα σε ποιοτικές θέσεις εργασίας και στην αειφορία, αντί για τα μερίσματα των μετόχων. Τα μοντέλα διαχείρισης των δημοσίων υπηρεσιών ως κοινών πόρων απαντούν και σε ανάγκες που τίθενται επιτακτικά στη σύγχρονη πολιτική ατζέντα, όπως η επανοικοδόμηση του δημοσίου χώρου, η αίσθηση του ανήκειν και η πολιτική συμμετοχή. Το να παραχωρούμε την κοινή μας περιουσία σε όποια πολυεθνική εταιρία είναι πιο “φτηνή” δεν δείχνει ιδιαίτερη σοβαρότητα ούτε σεβασμό στις κοινότητές μας.

Οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών, σωματεία και τοπικές αρχές κατασκευάζουν νέα υποδείγματα εφαρμοσμένων πολιτικών σχετικά με το πώς επιτυγχάνεται η διεύρυνση και ο επαναπροσδιορισμός της δημόσιας ιδιοκτησίας σε όλα τα επίπεδα. Ιδιαίτερα μετά την εμπειρία της χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008 και της υγειονομικής κρίσης του Covid-19, τα ερωτήματα που τίθενται αρχίζουν να αφορούν συνολικότερα την αξιοποίηση του δημοσίου χρήματος ως απαραίτητου εργαλείου, αλλά και το κατά πόσο σε τέτοιες συνθήκες είναι ορθολογικό να παραδίδουμε το μέλλον και τους κοινούς μας πόρους στον ιδιωτικό τομέα. Ερωτήματα όπως το τι θα συνέβαινε εάν το φορολογικό σύστημα και τα δημόσια χρηματοδοτικά εργαλεία μεταρρυθμίζονταν ριζικά προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας, εμβαθύνοντας παράλληλα τη δημοκρατία, προκύπτουν όλο και συχνότερα. Την ίδια στιγμή, πληθαίνουν τα εναλλακτικά εγχειρήματα εφαρμοσμένης αναδιανεμητικής πολιτικής, που αντλούν από τους συλλογικούς πόρους των τοπικών κοινωνιών και δοκιμάζονται στην πράξη5: Από την ακμάζουσα συνεργατική οικονομία στην Κεράλα της Ινδίας μέχρι τα περιφερειακά τραπεζικά ιδρύματα (Ταμιευτήρια) στη Γερμανία, και από την υπό εργατική ιδιοκτησία τράπεζα Banco Popular στη ν Κόστα Ρίκα ως τα χιλιάδες People’s Credit Funds στο Βιετνάμ, διερευνώνται μοντέλα που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για ένα δημοκρατικά οργανωμένο και βιώσιμο μέλλον.

Η αυταπάτη του ιδιωτικού τομέα ως σανίδας σωτηρίας και το αποκαλυπτικό παράδειγμα του ISDS

Μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, οι μεγάλες τράπεζες διασώθηκαν με δημόσιο χρήμα και στη συνέχεια επήλθε περικοπή των δημοσίων δαπανών. Αυτό λειτούργησε ως δικαιολογία για την επιβολή αυστηρότερων μέτρων λιτότητας και ενίσχυσε σε μεγάλο βαθμό την άποψη ότι ο δημόσιος τομέας πρέπει να στηρίζεται στην ιδιωτική χρηματοδότηση για την εξάλειψη των υπερβολικών ανισοτήτων και της οικολογικής καταστροφής. Σήμερα, η ιδιωτική χρηματοδότηση όχι μόνο έχει αποτύχει στην αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων, αλλά τα έχει εντείνει. Ο δημόσιος τομέας δεν χρειάζεται να βασίζεται στον ιδιωτικό. Ο δημόσιος πλούτος είναι πολύ μεγαλύτερος από ό,τι μπορούμε να φανταστούμε και οι δημόσιες τράπεζες διαθέτουν επαρκείς πόρους ώστε να συγκεντρώσουν τα πολλά τρισεκατομμύρια που απαιτούνται προκειμένου να επενδύσουν σε δημόσιες υπηρεσίες και κλιματικές υποδομές, χωρίς την ανάγκη ιδιωτικής χρηματοδότησης6.

Είναι ενδεικτικό ότι μετά την υγειονομική κρίση του Covid-19 ο Γ.Γ. των Ηνωμένων Εθνών επισήμανε την κατεπείγουσα ανάγκη επιστροφής στους στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης ως απάντηση στις προκλήσεις που τέθηκαν. Ωστόσο, ο εισηγητής των Ηνωμένων Εθνών πάνω σε ζητήματα φτώχειας και συνεπειών των ιδιωτικοποιήσεων, Ph. Alston, επισημαίνει σχετικά ότι ελάχιστα έχουν προχωρήσει, επειδή ακριβώς έχουν αφεθεί σε μεγάλο βαθμό στον ιδιωτικό τομέα7. Ο ισχυρισμός ότι πρόκειται για ένα σχέδιο εξαιρετικά ακριβό στο οποίο είναι απαραίτητο να εμπλακεί ο ιδιωτικός τομέας είναι ανυπόστατος και εξαιρετικά επικίνδυνος, καθώς σύμφωνα με τον ίδιο “ο ιδιωτικός τομέας δεν θα ενδιαφερθεί για το λιγότερο προνομιούχο τμήμα του παγκόσμιου πληθυσμού, θα ενδιαφερθεί να βγάλει κέρδος”. Κάτι που επιβεβαιώθηκε και στην περίπτωση της υγειονομικής κρίσης8.

Την άνοιξη του 2020, κατά τη διάρκεια του lock down, εφαρμόστηκαν 870 διαφορετικές πολιτικές κοινωνικής προστασίας σε 180 χώρες. Από άμεση μεταβίβαση χρημάτων σε συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες έως έμμεση υποστήριξη σε είδος ή υπηρεσίες. Οι κυβερνήσεις της Ισπανίας και της Ιρλανδίας πήραν τον έλεγχο των ιδιωτικών νοσοκομείων, προκειμένου να αυξήσουν την ικανότητα υποδοχής τους. Η Ισπανία απαγόρευσε τη διακοπή παροχής νερού, ενέργειας και γκαζιού σε όσους δεν ήταν σε θέση να πληρώσουν. Το Ελ Σαλβαδόρ εξαίρεσε οικογένειες από την υποχρέωση να πληρώνουν τους λογαριασμούς του νερού, ώστε να είναι σε θέση να πλένουν τα χέρια τους και να εξασφαλίζουν τις απαραίτητες συνθήκες υγιεινής.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, ορισμένες κυβερνήσεις πήραν πρωτοβουλίες με στόχο να σώσουν ζωές, να περιορίσουν την πανδημία, να προστατέψουν θέσεις εργασίας, να αντιμετωπίσουν την οικονομική καταστροφή, και να εξασφαλίσουν την κάλυψη των βασικών αναγκών των πληθυσμών τους. Αυτό που είναι πραγματικά σοκαριστικό είναι ότι όλες αυτές οι πολιτικές προστασίας από την πλευρά των κρατών καταγράφονται από νομικές συμβουλευτικές εταιρείες διεθνούς εμβέλειας που έχουν ως πελάτες τους πολυεθνικές εταιρείες και στη συνέχεια προτείνονται ως εξαιρετικές ευκαιρίες, προκειμένου να μηνυθούν τα κράτη για απώλεια κερδών των εταιρειών. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω ενεργοποίησης της ρήτρας ISDS (Investor State Dispute Settlement)9.

Το ISDS στις πολλές διαφορετικές του μορφές συμπεριλαμβάνεται σε πλήθος εμπορικών και επενδυτικών συμφωνιών, όπως και σε αυτές των ιδιωτικοποιήσεων δημόσιων υπηρεσιών. Επιτρέπει στους ξένους επενδυτές – και μόνο σε αυτούς – να μηνύουν τις κυβερνήσεις σε εταιρικά διαιτητικά πάνελ που λειτουργούν υπό καθεστώς μυστικότητας και για τα οποία το εθνικό νομικό σύστημα δεν έχει ισχύ. Εκδικάζουν ποσά πολύ μεγαλύτερα από όσα θα μπορούσαν να είναι διαθέσιμα στις πολυεθνικές εταιρείες μέσω των εθνικών δικαστηρίων. Οι δικηγόροι κερδίζουν επίσης υπέρογκες αμοιβές. Πληρώνονται με το κομμάτι και έχουν κάθε λόγο να αναζητούν εταιρικούς πελάτες με ενδιαφέρον να αποταθούν στα εταιρικά διαιτητικά πάνελ. Στόχος τους είναι να αποσπάσουν αποζημιώσεις από τις κυβερνήσεις εξαιτίας των δράσεων στις οποίες προχώρησαν για την προστασία των πληθυσμών τους από τις συνέπειες της κρίσης του Covid-19.

Μεγάλα δικηγορικά γραφεία, ειδικοί επί των εμπορικών συμφωνιών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως και όργανα των Ηνωμένων Εθνών, έχουν ήδη προβλέψει το επαπειλούμενο κύμα ενεργοποίησης της ρήτρας ISDS, όπως άλλωστε συνέβη και σε περιπτώσεις κρίσης στο παρελθόν. Ενδεικτικά, μέχρι το τέλος του 2018 τα κράτη σε παγκόσμιο επίπεδο είχαν υποχρεωθεί να καταβάλουν συνολικά 88 δις δολάρια εξαιτίας της ενεργοποίησης της ρήτρας. Πλήθος φορέων, συλλογικοτήτων, ινστιτούτων, ΜΚΟ, κ.α., έχουν κινητοποιηθεί από την περίοδο του lock down όταν καταγράφηκε η νέα τάση κερδοσκοπίας μέσω ISDS10. Ζητούν από τις κυβερνήσεις να μην προχωρήσουν σε νέες ιδιωτικοποιήσεις στις δημόσιες υποδομές, ιδιαίτερα σε νευραλγικούς τομείς όπως η υγεία και το νερό, αλλά να επαναφέρουν σε δημόσιο έλεγχο όσες μπορούν, καθώς συνιστούν τα “αντισώματα” που κρατήσανε όρθιες τις ανθρώπινες κοινότητες. Με δεδομένο ότι η κρίση του Covid-19 δεν τελείωσε, η πιθανότητα οι κυβερνήσεις – υπό το φόβο ενεργοποίησης του ISDS στη βάση της απώλειας κερδών για τις μεγάλες εταιρείες – να μην προχωρούν στην εφαρμογή μέτρων, να τα καθυστερούν ή να τα μετριάζουν, είναι ισχυρή, και τα αποτελέσματα μπορεί να είναι κυριολεκτικά θανάσιμα.

Στην ελληνική κυβέρνηση δεν έφτασαν τα νέα

Την ίδια στιγμή, στην Ελλάδα η κυβέρνηση εργάζεται και προγραμματίζει με σθένος και νεοφιλελεύθερη περηφάνια νέες ιδιωτικοποιήσεις, ωσάν να μην ενημερώθηκε ποτέ για τη σχετική διεθνή εμπειρία. Οι δημόσιες υποδομές σε περιόδους κρίσης καθίστανται απαραίτητο εργαλείο για την προστασία του πληθυσμού. Ιδιαίτερα όταν πρόκειται για υγειονομική κρίση οι υπηρεσίες υγείας, ύδρευσης και αποχέτευσης, οι οδικές αρτηρίες, τα λιμάνια, τα αεροδρόμια, κ.α., καθίστανται νευραλγικά για τον περιορισμό της διασποράς και την υποστήριξη των κοινοτήτων. Στη χώρα μας, σύμφωνα με το αναθεωρημένο πρόγραμμα του ΤΑΙΠΕΔ, που πρόσφατα εγκρίθηκε από το Κυβερνητικό Συμβούλιο Οικονομικής Πολιτικής, είναι σε εξέλιξη διαγωνισμοί για περιφερειακά λιμάνια, Εγνατία Οδό, ΔΕΠΑ και Αττική Οδό. Οι αποκρατικοποιήσεις των ΕΥΔΑΠ, ΕΥΑΘ, ΔΕΗ, ΕΛΠΕ, και του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών (ΔΑΑ), καθυστέρησαν εξαιτίας της υγειονομικής κρίσης, αλλά παραμένουν ο μεγάλος στόχος της κυβέρνησης που τέθηκε σε τροχιά ξανά μετά το lock down.

Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της ιδιωτικοποίησης των περιφερειακών αεροδρομίων, η οποία θέτει ερωτήματα σχετικά με το που τίθεται τελικά το πολιτικό όριο για μία νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση. Σύμφωνα με το νομοσχέδιο που προωθεί το Υπουργείο Μεταφορών, καταργούνται οι κρατικές αεροπορικές αρχές στην περιφέρεια και ο έλεγχος θα γίνεται από την κεντρική υπηρεσία της Αθήνας. Με αυτόν τον τρόπο, επηρεάζεται άμεσα η ασφάλεια των πτήσεων, τα δικαιώματα των επιβατών, αλλά και η περιφρούρηση της εθνικής ασφάλειας. Οι αερολιμενικοί με διαβαθμισμένη πρόσβαση σε χώρους των αεροδρομίων καταργούνται ως υπάλληλοι της εποπτικής αρχής και ο έλεγχος των 14 αεροδρομίων από την Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας και το Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας (ΓΕΑ) περνάει στην ιδιωτική γερμανική εταιρεία Fraport. Ακόμα και σε περιόδους σύρραξης. Υπενθυμίζουμε ότι στην ίδια εταιρεία ανήκουν αεροδρόμια σε περιοχές όπως η Μυτιλήνη, η Σάμος, η Κως και η Ρόδος.

Την ίδια στιγμή, και μετά τα “χειροκροτήματα” για το ΕΣΥ, η κυβέρνηση επανήλθε στο ολέθριο σχήμα των ΣΔΙΤ για την υγεία. Τη νεοφιλελεύθερη πανάκεια όπου το δημόσιο πληρώνει ακριβές υπηρεσίες σε ιδιώτες και αυτοί με τη σειρά τους εκμεταλλεύονται υποδομές και προσωπικό του δημοσίου σε τιμές εξευτελιστικές. Παρά τις σοβαρές ανάγκες η κυβέρνηση συνεχίζει να αφήνει τη δημόσια υγεία και την πρωτοβάθμια περίθαλψη να καταρρέουν. Παράλληλα, φαίνεται πως μεθοδεύει την ιδιωτικοποίηση, ξανά μέσω ΣΔΙΤ, όλου του Εξωτερικού Υδροδοτικού Συστήματος της Αττικής (ΕΥΣ), το οποίο περιλαμβάνει τα φράγματα και τους ταμιευτήρες Εύηνου, Μόρνου, Μαραθώνα, τη λίμνη Υλίκης, τις γεωτρήσεις Πάρνηθας και Βοιωτικού κάμπου, τα υδραγωγεία, τα δίκτυα μεταφοράς μήκους 400 χιλιομέτρων και τα αντλιοστάσια, που αποτελούν την κύρια υποδομή για την υδροδότηση του λεκανοπεδίου της Αθήνας.

 

1 Πρόκειται για το Global Water Intelligence: https://www.globalwaterintel.com/global-water-intelligence-magazine/16/4/opinion/exorcising-the-r-word

2 https://www.tni.org/en/futureispublic

3 https://futureispublic.org/wp-content/uploads/2019/12/%E2%80%A2%E2%80%A2TNI_working-paper_12_online.pdf

4 https://transformativecities.org/atlas/atlas-013/

5 https://www.enainstitute.org/wp-content/uploads/2020/02/Executive-summary_public-finance_GREECE_print-1.pdf

6 https://www.tni.org/files/publication-downloads/highres_public_finance_for_the_future_we_want_book_online_version_0307.pdf

7 Webinar: Public is Back – Proposals for democratic just economy, Transnational Institute (TNI) & Public Service International (PSI), https://www.youtube.com/watch?v=6-IvJq9QJnI.

https://www.stopcorporateimpunity.org/coronawash-alert-how-corporate-lobbyists-are-cynically-exploiting-the-pandemic/

9 Πρόκειται για ένα παράλληλο εταιρικό δικαστικό σύστημα, το οποίο στην πράξη καταλύει τη διάκριση των εξουσιών. Λειτουργεί μόνο επί των αρχών του επενδυτικού δικαίου και οι εθνικές ή ευρωπαϊκές νομοθεσίες δεν λαμβάνονται υπόψη. Σε αυτό μπορούν να προσφεύγουν μόνο οι εταιρίες κατά των κρατών όταν θεωρούν ότι πλήττεται η κερδοφορία τους. Τα δικαστήρια αυτά συνεδριάζουν κεκλεισμένων των θυρών και οι αποφάσεις τους είναι μη εφέσιμες. Η χρήση της ρήτρας τις τελευταίες δεκαετίες ήταν χωρίς προηγούμενο με αποτέλεσμα σήμερα οι κυβερνήσεις να βρίσκονται υπό την απειλή εκατομμυρίων σε αποζημιώσεις προκειμένου να προστατέψουν τους πληθυσμούς τους.

10 http://s2bnetwork.org/sign-the-pen-letter-to-governments-on-isds-and-covid-19/

Δώρα Κοτσακά

Πηγή: Η Αυγή