Με τα νέα δεδομένα που προκαλεί και η πανδημία τείνουμε σε ένα νέο, δυσμενέστερο, σημείο ισορροπίας, το όποιο βρίσκεται ακόμα πιο βαθιά στο νέο μοντέλο εργασιακών που η νεοφιλελεύθερη αντίληψη οικοδομεί συστηματικά εδώ και χρόνια.
Το νέο αυτό μοντέλο έχει στον πυρήνα του την άρνηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της εργασίας. Αυτό που στην ουσία αμφισβητείται είναι η διάκριση, που είναι μεταξύ άλλων και διάκριση συμφερόντων, στη σχέση ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία. Στη θέση των δύο αυτών πόλων της σχέσης αναγνωρίζονται απλά υποκείμενα που προσπαθούν να αξιοποιήσουν πόρους, δεξιότητες, ιδέες και οτιδήποτε άλλο έχει αξία στην αγορά. Με άλλα λόγια ο εργαζόμενος γίνεται «επιχειρηματίας του εαυτού του», διαχειριζόμενος το μόνο «κεφάλαιο» που έχει στη διάθεση του. Σε μια τέτοια αντίληψη δεν υπάρχει χώρος για το παραδοσιακό εργατικό δίκαιο, που αναγνώριζε την ασυμμετρία ισχύος ανάμεσα στον εργοδότη και τον εργαζόμενο επομένως την ανάγκη προστασίας του τελευταίου. Η επέκταση μια τέτοιας λογικής σε κάθε πτυχή της εργασιακής σχέσης αποσταθεροποιεί πλήρως κάθε σταθερά, από την έννοια του εργοδότη έως την αμοιβή και τον χρόνο εργασίας.
Όλη η παραπάνω διαδικασία κωδικοποιείται με μια απλή λέξη ως ευελιξία, πίσω από την οποία όμως στην πράξη κρύβεται η επισφάλεια. Η ευελιξία αυτή θεωρείται συχνά συνθήκη που αγγίζει μόνο ορισμένες περισσότερο ευάλωτες κατηγορίες εργαζομένων, στην πραγματικότητα όμως αναδιατάσσει συνολικά τον κόσμο της εργασίας. Η αλληλεπίδραση του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος με τον κυρίαρχο ρόλο της γνώσης στη σύγχρονη οικονομία αλλάζει τον κόσμο της εργασίας με τρεις διαφορετικούς τρόπους:
Με τη διαμόρφωση ενός «προνομιακού» στρώματος εργαζομένων που αξιοποιώντας με σχετική επιτυχία τις γνώσεις και τις δεξιότητες που διαθέτουν μπορεί να διαπραγματεύεται διαρκώς την ένταξη του σε ένα σχετικά καλά αμειβόμενο εργατικό δυναμικό.
Με τη μείωση της διαπραγματευτικής δύναμης παραδοσιακών τμημάτων της εργατικής τάξης που βλέπουν τη θέση τους στον καταμερισμό εργασίας να απειλείται.
Και με τη δημιουργία μιας ολοένα και διευρυνόμενης κατηγορίας εργαζομένων οριακά ενταγμένων στην αγορά εργασίας, για τους οποίους ο κίνδυνος περιθωριοποίησης είναι μόνιμη συνθήκη.
Στην Ελλάδα, η πανδημία, η ανατροπή των κοινωνικών συσχετισμών δύναμης και η συστηματική μονομερής παρέμβαση της κυβέρνησης προς υποβάθμιση της εργασίας και της θέσης των εργαζομένων διαμορφώνουν ένα νέο σημείο ισορροπίας στα εργασιακά, που θα συνοδεύει την επάνοδο στην οποιαδήποτε εκδοχή της κανονικότητας και θα οριοθετήσει τις προσδοκίες εργαζομένων και ανέργων για το μέλλον.
Δημιουργώντας ένα συνολικά πιο δυσμενές πεδίο για τους εργαζόμενους η πανδημία επιταχύνει την επίδραση των τάσεων αυτών. Η εμπειρία από την κρίση του 2008 δείχνει άλλωστε πως τα οριακά γεγονότα δεν οδηγούν τις ελίτ σε αναθεώρηση των αντιλήψεων τους, ειδικά όσο ο συσχετισμός δύναμης παραμένει ευνοϊκός για αυτές. Υπάρχει μία λεπτή δόση ειρωνείας σήμερα που η έννοια του ρίσκου αποκτά την κατεξοχήν κοινωνική διάσταση -η πανδημία αναδεικνύει πως η δημοσία υγεία συνδέεται άρρηκτα με την υγεία και τη στάση και του τελευταίου μέλους της- η κυβέρνηση να επιλέγει να υλοποιεί πολιτικές που κάνουν το ακριβώς αντίθετο, μετατρέποντας τη διαχείριση του ρίσκου σε αυστηρά ατομική υπόθεση. Στην κατεύθυνση αυτή, οι προωθούμενες αλλαγές στο ασφαλιστικό σύστημα με την, μεταξύ άλλων, επικείμενη ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης αλλά και οι βασικές επιλογές στην παιδεία και την επαγγελματική κατάρτιση αποσκοπούν στο να καταστήσουν τους εργαζομένους αποκλειστικούς φορείς της διακινδύνευσης που συνεπάγεται η ζωή σε μια οργανωμένη κοινωνία. Με τη λεπτομέρεια, βεβαία, πως στην άλλη πλευρά δημιουργείται μια πολύ σίγουρη, δίχως διακινδύνευση, αγορά για τον ιδιωτικό τομέα.