Macro

Πάνος Κορφιάτης: Η αξιοπρέπεια της εργασίας, το βασικό ζητούμενο

Η έρευνα του ΕΝΑ για την ποιότητα και τους όρους ζωής έρχεται να καλύψει ένα μεγάλο κενό στη συζήτηση για τις δημόσιες πολιτικές και ειδικά για τα ζητήματα της εργασίας. Πολύ συχνά ο διάλογός διεξάγεται χωρίς την οπτική γωνία της κοινωνίας. Ο τρόπος που οι άνθρωποι βιώνουν, προσλαμβάνουν και αποτιμούν τους όρους ζωής τους λείπει, και μαζί  απουσιάζει και η αγκύρωση στην πραγματικότητα. Το πώς δομείται το κυρίαρχο αφήγημα στα εργασιακά είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα σε αυτήν την κατεύθυνση. Εξαντλείται στην εργαλειοποίηση και την επιλεκτική παράθεση στατιστικών χωρίς κανένα χώρο για τους πραγματικά ενδιαφερόμενους.

Για αυτό τα ευρήματα της ερευνάς είναι εξαιρετικά σημαντικά. Απεικονίζουν την κατάσταση στην αγορά εργασίας από αυτούς που την ζουν καθημερινά και ταυτόχρονα αποκαλύπτουν τις υποκειμενικές στάσεις των εργαζόμενων.

Ξεκινώντας από το βασικό ερώτημα, ο βαθμός ικανοποίησης από τις αποδοχές δείχνει ότι η μεγάλη πλειοψηφία αξιολογεί αρνητικά την κατάσταση. Το 53% είναι πολύ δυσαρεστημένο ή δυσαρεστημένο,  με το 26% να μην εκφράζει ούτε ικανοποίηση ούτε δυσαρέσκεια,  ενώ ευχαριστημένο είναι μόλις το 16%.

Το πιο ανησυχητικό είναι πως τα παραπάνω ευρήματα δεν προκαλούν έκπληξη. Αντανακλούν την γενικευμένη αναντιστοιχία των μισθών με τις ανάγκες των εργαζόμενων που έχει πάρει μόνιμα χαρακτηριστικά στην ελληνική αγορά εργασίας. Σε αυτό το έδαφος η κρίσης κόστους ζωής και οι συνεχείς αυξήσεις οδήγησαν πολύ γρήγορα σε ασφυκτική συμπίεση εισοδημάτων. Η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού μειώθηκε κατά 19% σε μόλις έξι μήνες από τον Απρίλιο στον Νοέμβριο του 2022, παρά τις σχετικές αυξήσεις του Ιανουαρίου και του Απρίλιου.

Ο χαμηλός βαθμός ικανοποίησης δείχνει και την παθογένεια του μισθολογικού συστήματος. Το επίπεδο αποδοχών πολώνεται δυσανάλογα γύρω από τον κατώτατο μισθό. Αντί να αποτελεί το κάτω όριο της αγοράς εργασίας, ολοένα και περισσότερο γίνεται σημείο αναφοράς της. Ενώ ο μέσος όρος όσων αμείβονται στα κατώτατα όρια στην Ευρωπαϊκή Ένωση ανέρχεται στο 4% [1]του εργατικού δυναμικού στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό είναι σχεδόν το 1/3. Με τον βασικό μηχανισμό αυξήσεων -τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας- να είναι θεσμικά και κοινωνικά αποδυναμωμένος είναι φυσιολογικό να νιώθουν εγκλωβισμένοι σε ένα χαμηλό επίπεδο μισθών για όλο τον εργασιακό τους βίο. Τα διαθέσιμα στοιχεία επιβεβαιώνουν  αυτήν την αίσθηση καθώς στην τριετία 2020-2022 [2]η Ελλάδα είναι στην προτελευταία θέση στη μεταβολή των ονομαστικών αποδοχών στην Ευρωπαϊκή ένωση συμφώνα με μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Γεγονός που σε συνδυασμό με τη διαμόρφωση του πληθωρισμού σε υψηλά επίπεδα (πέριξ του 10%) το 2022 έχει οδηγήσει στη σημαντική υποχώρηση της αγοραστικής δύναμης του μισθού.

Ποιες είναι όμως οι υποκειμενικές στάσεις του κόσμου της εργασίας σε αυτό το περιβάλλον; Για την κοινωνική πλειοψηφία το βασικό συμπέρασμα είναι η απουσία προοπτικής. Ο θετικός ορίζοντας αγνοείται και αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στις στάσεις των νέων, 78% των οποίων πιστεύουν ότι η δική τους γενιά περνά πιο δύσκολα από αυτή των γονιών τους. Συντριπτικά ποσοστά σαν αυτά δείχνουν ότι η πεποίθηση πως τα πράγματα πάνε άσχημα είναι δομική, όχι συγκυριακή. Παρά το αφήγημα της κανονικότητας, το τρίτο σοκ των τελευταίων χρόνων, αυτό της έκρηξης της ακρίβειας, ξεδιπλώνει τις επιπτώσεις του χωρίς οι πληγές της πανδημίας και της οικονομικής κρίσης να έχουν ξεπεραστεί. Δημιουργείται έτσι ένα αρνητικό σπιράλ που προκαλεί μια διαρκής υποβάθμιση των όρων ζωής.

Η κρίση προσδοκιών μεταφράζεται σε απογοήτευση για το επίπεδο αποδοχών και τις συνθήκες εργασίας, και θυμό για την αδυναμία βελτίωσης της κατάστασης. Η απαισιοδοξία αυτή οδηγεί στην παραίτηση ή η απειλή της αποτελεί το βασικό διαπραγματευτικό χαρτί, καθώς η συλλογική δύναμη  των εργαζόμενων δεν έχει ακόμα ανακάμψει και η  ποιότητα των θέσεων εργασίας αξιολογείται ως χαμηλή.  Για αυτό και το ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό του 38,3% των ερωτηθέντων δηλώνει πως έχει σκεφτεί το ενδεχόμενο παραίτησης, έναντι 57,4% που απαντά αρνητικά.

Αναλύοντας τους λόγους για τους οποίους οι ερωτώμενοι σκέφτονται την παραίτηση ξεχωρίζουν οι μη ικανοποιητικές αποδοχές, πρώτα με βάση τα προσόντα και, ύστερα, σε σχέση με την προσφορά, ενώ ακολουθεί το περιβάλλον εργασίας. Η αξιολόγηση αυτή δεν έχει μόνο υλική διάσταση. Συνδέεται και με το πώς βιώνεται και εσωτερικεύεται η εργασιακή πραγματικότητα. Έχει να κάνει με το πώς οι χαμηλοί μισθοί σημαίνουν πολλά πράγματα για τους μισθωτούς, πέρα από λιγότερα χρήματα. Η εργασία τους αξιολογείται ως λιγότερο σημαντική, αντιμετωπίζουν στην δουλειά τους μια κατάσταση με έντονα τα στοιχεία της αδικίας και της ακύρωσης,  και έρχονται αντιμέτωποι με την αδυναμία τους να αλλάξουν τις συνθήκες ζωής του.

Ο Michael Sandel[3] αναλύει το πώς το ιδεολόγημα της τεχνοκρατικής αξιοκρατίας λειτουργεί απολογητικά για τις ανισότητες και στιγματίζει όσους «μένουν πίσω» στον κοινωνικό ανταγωνισμό ως λιγότερο άξιους συναγωνιστές. Εκτός από την υλική στέρηση μια τέτοια αντίληψη φέρνει τους οικονομικά πιο αδύναμους αντιμέτωπους με αισθήματα περιφρόνησης και ενοχής, τροφοδοτώντας ταυτόχρονα την αλαζονεία των ισχυρών.

Χτίζεται έτσι ένας  μηχανισμός δικαιολόγησης των αποτελεσμάτων των πολιτικών κατά της εργασίας που αντιστρέφει την ευθύνη στους ίδιους τους εργαζόμενους. Διαβάζοντας πχ την έκθεση Πισσαρίδη κάποιος θα δει ότι η αντίληψη αυτή αποτελεί τον θεωρητικό πυρήνα της κυρίαρχης πολιτικής στην Ελλάδα. Σε αυτήν η εργασία αντιμετωπίζεται αποκλειστικά ως πρόβλημα: δεν είναι αρκετά ευέλικτη, αρκετά καταρτισμένη ή παραγωγική, και συνεπώς αποτελεί εμπόδιο στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας. Η συλλογιστική αυτή οδηγεί και την κυρίαρχη πολιτική, είτε πρόκειται για την επιμονή στην αντιμετώπιση των ανέργων ως υπευθύνων για την ανεργία τους, είτε για τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας στο πλαίσιο των οποίων καλείται ο κάθε εργαζόμενος να διαπραγματευτεί ατομικά με τον εργοδότη του ανάλογα με την «αξία» του.

Από την άλλη μεριά οι εργασιακές συνθήκες αξιολογούνται ως το δεύτερο σημαντικότερο πρόβλημα συνολικά, ενώ για τους νέους είναι το κύριο. Η στάση αυτή αναγνωρίζει  πώς  το εργασιακό οικοδόμημά της χώρας είναι θεσμικά και πρακτικά σαθρό, υποαμοίβοντας  και υποτιμώντας την εργασία. Προτάσσει έτσι μια εντελώς διαφορετική αξιολόγηση της κατάστασης, που απαιτεί ένα ριζικά διαφορετικό σύστημα εργασιακών σχέσεων. Και αναδεικνύει την πιο κρίσιμη διάσταση αυτού του εγχειρήματος. Την ανάκτηση της αξιοπρέπειας της εργασίας και των εργαζόμενων σαν βασικού συστατικού οποιαδήποτε προοδευτικού πολιτικού προγράμματος.

Πάνος Κορφιάτης

[1] Εurofound (2022), “Minimum wages in 2022: annual review” σελίδα 5

[2] European Commission (2022),”Labour Market and Wage Developments in Europe: annual review 2022”, σελίδα 54

[3] Michael Sandel (2022), “Η τυραννία της αξίας”, Εκδόσεις Πόλις

ΕΝΑ