Για πρώτη φορά μετά το 2019 στην κοινωνία, δεν γκρινιάζουν μόνο οι ακροδεξιοί (οι οποίοι, ξέρουμε καλά, ότι ελλείψει αντίστοιχου αξιόπιστου κομματικού μορφώματος, στο τέλος, τουλάχιστον οι μισοί, θα ψηφίσουν Δεξιά για να μην βγει η Αριστερά), αλλά αρχίζει ο προοδευτικός κόσμος να σκέφτεται (σοβαρά) ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν πρέπει να κυβερνήσει ξανά. Προς το παρόν, δεν το έχει πάρει απόφαση και ενδέχεται να κάνει πίσω, αλλά αν, όντως, το αποφασίσει, επειδή στη χώρα μας είναι πλειοψηφία, θα καθορίσει την επόμενη κυβέρνηση. Και για να πετύχει τον σκοπό του έχει (όπως φαίνεται) μόνο μια επιλογή.
Με άλλα λόγια, όσα συμβαίνουν τους τελευταίους δύο μήνες και όσα θα συμβούν μέχρι το Πάσχα δημιουργούν, για πρώτη φορά μετά την εκλογική νίκη της ΝΔ και ίσως για τελευταία έως τις επόμενες εκλογές (όποτε κι αν γίνουν), δυναμική που μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών, ακόμη και για την πρώτη θέση, για την οποία δεν είναι απαραίτητο να περάσει μπροστά ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αρκεί, έστω, μια δημοσκοπική ή εκλογική (στην πρώτη κάλπη της απλής αναλογικής) αποτύπωση μείωσης της ψαλίδας στις 3-4 μονάδες, η οποία θα ακυρώσει την αίσθηση παντοτινής παντοδυναμίας του Κυριάκου Μητσοτάκη, επίπλαστη, προφανώς, σε μεγάλο βαθμό. Την κρισιμότητα, δε, αυτής της περιόδου τη γνωρίζουν και στο Μαξίμου και στην Κουμουνδούρου διότι τους την έχουν διαμηνύσει δημοσκόποι και πολιτικοί επιστήμονες και από τις δύο πλευρές.
Ποιο είναι το υλικό που δημιουργεί αυτές τις διεργασίες; Οι νέες εκατόμβες νεκρών της πανδημίας που επιμένει και δημιουργεί βραχυκύκλωμα στην αγορά, η επέλαση της ακρίβειας σε βασικά αγαθά και (απρόσμενα) το φιάσκο του χιονιά. Ποια είναι το αποτύπωμα όλων αυτών; Η έντονη και σχεδόν καθολική δυσφορία που εκφράζουν οι πολίτες σε κουβέντες, η σαφή μεταβολή στα ποιοτικά στοιχεία των δημοσκοπήσεων (πχ. η υπεροχή αρνητικών αξιολογήσεων σε πλευρές της κυβερνητικής πολιτικής, η πλειοψηφική αποδοχή επιμέρους προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ) και οι τάσεις στην πρόθεση ψήφου σε πολλές από αυτές. Αυτή η εικόνα, δε, επιδεινώνεται από τη σχετικά πρόσφατη αποκάλυψη της μελέτης Τσιόδρα-Λύτρα (που άλλαξε ριζικά την αντίληψη για το τι γίνεται στο ΕΣΥ) και τη διάψευση των συνεχών διακηρύξεων περί τέλους της πανδημίας, τα ανεπαρκή μέτρα για τα λαϊκά στρώματα και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τη διάχυτη αλαζονεία που δεν καλύπτεται από τις κενές συγγνώμες χωρίς ουσιαστική ανάληψη πολιτική ευθύνης (δηλαδή τη συγκεκριμένη παραδοχή λαθών και παραιτήσεις προσώπων) σε φυσικές καταστροφές, μετά από αλλεπάλληλες αποτυχημένες διαχειρίσεις φυσικών καταστροφών (πλημμύρες Ιανού, χιονιάς Μήδειας, φωτιές Εύβοιας, πλημμύρες Μπάλου, χιονιάς Ελπίδας), από μια ΝΔ που είχε κάνει σύνθημα της την τυμβωρυχια όταν ήταν στην αντιπολίτευση και έφτασε στο σημείο να φτιάξει ξεχωριστό σχετικό υπουργείο φέρνοντας Κοινοτικό πολιτικό από την Κύπρο. Όλα αυτά δημιουργούν την εικόνα μιας κυβέρνησης που και δεν έχει αποτελεσματικότητα και δεν ενδιαφέρεται για τον απλό κόσμο.
Εξάλλου, παρατηρούνται αλλαγές και στην κορυφή της πολιτικής ζωής. Τα Μέσα Ενημέρωσης αναγκάζονται να ασκήσουν κριτική (πχ για το σόου των Ραφάλ και τη διαχείριση του χιονιά), ο Αλέξης Τσίπρας επιχειρεί και σε μεγάλο βαθμό καταφέρνει να κρατά την πρωτοβουλία αντιπολιτευτικών κινήσεων (διαγραφή Κουρουμπλη, αίτημα εκλογών, πρόταση μομφής) και ο Νίκος Ανδρουλάκης, (διατυπώνοντας μια ακραία μετριοπαθή, έως συστημική, κριτική) γίνεται όλο και πιο ελκτικός για κεντρώους και κεντροδεξιούς απογοητευμένους ψηφοφόρους της ΝΔ.
Σε αυτό το κλίμα και με δεδομένη αδυναμία του Κυριάκου Μητσοτάκη να αντιπαρατεθεί στον Αλέξη Τσίπρα στη Βουλή και τον γνωστό εκνευρισμό που του προκαλεί να αντιμετωπίζει σκληρή κριτική από ενιαία την αντιπολίτευση, η συζήτηση για την πρόταση μομφής, όχι μόνο προμηνύεται ενδιαφέρουσα, αλλά ενδεχομένως και να επιταχύνει τις εξελίξεις.