Λοιπόν, νομίζω ότι ο καλύτερος τρόπος για να καταλάβει κανείς το ταξικό βάθος του νομοσχεδίου Χατζηδάκη, την απέχθεια, ενδεχομένως και το μίσος για την εργασία, είναι να κάνουμε μια νοητή μετάβαση στην –προς το παρόν– πλουσιότερη χώρα του κόσμου. Εκεί που ο Μπάιντεν, χωρίς καμιά φιλεργατική διάθεση, αλλά με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης του συστήματος, επιχείρησε να διπλασιάσει το κατώτατο ωρομίσθιο στα 15 δολάρια, συναντώντας τη λυσσαλέα αντίδραση ακόμη και των φανατικών μεγαλο-χρηματοδοτών της καμπάνιας του.
Στις ΗΠΑ, λοιπόν, που το μέσο ωρομίσθιο είναι 19 δολάρια, έναντι 16 στον ΟΟΣΑ και έναντι μόλις 10 (σε δολάρια, μεικτό!) στην Ελλάδα (αν και το κατώτερο είναι 2,5), η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αυτός ο φρουρός του μεγαλύτερου χρηματιστηριακού καζίνο στον κόσμο, έχει θεσπίσει έναν δείκτη που λέγεται «λόγος αμοιβής CEO», ήτοι το πηλίκο της διαίρεσης της αμοιβής του διευθύνοντος συμβούλου με τη μέση αμοιβή των υπαλλήλων του.
«Αξίζει στ’ αλήθεια ένας CEO 1.000 φορές όσο ένας εργαζόμενος;» αναρωτιέται σε άρθρο το Bloomberg (διά χειρός Μισέλ Λέντερ), που δεν το λες και «εχθρό της επιχειρηματικότητας», ε; Τα δεδομένα των ΗΠΑ είναι αβυσσαλέα και εφιαλτικά. Στην Aptiv, εταιρεία παραγωγής λογισμικού, με παρουσία σε 44 χώρες και 180.000 εργαζόμενους, ο επικεφαλής αξίζει όσο 5.300 «μέσοι» εργαζόμενοι. Στην Chipotle, αλυσίδα ταχυφαγείων μεξικανικού φαγητού με 76.000 εργαζόμενους, ο CEO αξίζει 3.000 φορές τον μέσο εργαζόμενο. Και ούτω καθεξής. Σε γενικές γραμμές, φαίνεται ότι ο λόγος μέσου CEO προς μέσο εργαζόμενο στους μεγαλύτερους ομίλους στις ΗΠΑ είναι περίπου 1.000. (...)
Το μυστικό της επιτυχίας των υπερπλουσίων ιδιοκτητών πολυεθνικών –αλλά και των δικών μας που ωχριούν ως τάξη μεγέθους, αλλά διόλου σε ταλέντο απληστίας και αρπακτικότητας– είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος των θηριωδών αμοιβών τους, των κερδών των ομίλων τους και της τεράστιας φανερής ή κρυμμένης προσωπικής περιουσίας τους είναι προϊόν μιας συστηματικής, περίτεχνης διαχείρισης του εργατικού δυναμικού. Είτε με την αύξηση του χρόνου εργασίας, είτε με τη μείωση του μέσου μισθολογικού κόστους, το ζητούμενο είναι να μειώνεται διαρκώς το μερίδιο της μισθωτής εργασίας (και της υποκρυπτόμενης «ανεξάρτητης») στον συνολικά παραγόμενο πλούτο, στο προϊόν κάθε επιχείρησης και ομίλου, σε κάθε χώρα και στον κόσμο ολόκληρο.
Οι υψηλές αμοιβές των διευθυνόντων, τα παχυλά stock options των στελεχών, τα μερίσματα των μετόχων είναι οι αυξήσεις που δεν δίνονται στους μισθούς, τα ωράρια που επιμηκύνονται, οι απολύσεις που ακολουθούν κάθε τεχνολογική καινοτομία στην παραγωγή, η οποία δοκιμάζεται και εφαρμόζεται με πρωταρχικό κριτήριο τη μείωση του μισθολογικού κόστους, την υποκατάσταση εργασίας από αυτοματισμούς. Παλιό και ντεμοντέ όσο ο καπιταλισμός.
Σ’ αυτό το ισοζύγιο βάζει το λιθαράκι του και το εργασιακό νομοσχέδιο Χατζηδάκη, παραγγελιά της τάξης που υπηρετεί με αφοσίωση. Περισσότερο από περιφρόνηση για τους εργαζόμενους και μίσος για την εργασία, είναι τρυφερότητα κι αγάπη για τη μεγάλη εργοδοσία, για τον πλούτο της εγχώριας ιθύνουσας τάξης που –και καλά– κακόπαθε στα χρόνια των μνημονίων και τώρα είναι η ώρα να πάρει το αίμα της πίσω. Οχι από τους ανταγωνιστές τους, βεβαίως, αλλά από την ενοχλητική εγχώρια εργατική τάξη κι ό,τι έχει απομείνει από το συνδικαλιστικό της κίνημα.