Η καθημερινή τελετουργία της ανακοίνωσης των αριθμών της πανδημίας, η καταγραφή του «πλεονάσματος θανάτων» που παράγει η Covid-19, έχει κι αυτή την αναπόφευκτη λειτουργία. Αν ο πρώτος θάνατος από κορονοϊό πριν περίπου 20 μήνες αναγγέλθηκε με πανικό και δέος, δίνοντας στον πρώτο νεκρό και τους λίγους που ακολούθησαν τον ελάχιστο σεβασμό που δικαιούνταν, ένα δίκαιο ξόδι για τις «αχρείαστες απώλειες» που θα ’λεγε κι ο κυνικός Μωυσής, οι σχεδόν 20.000 που ακολούθησαν μετατράπηκαν σε στατιστική.
Η τρομακτική εξοικείωσή μας με την «υπερβάλλουσα θνησιμότητα», που συνοδεύεται από υπογραμμίσεις για τη μεγάλη ηλικία ή την ιδιοτροπία των αδικοχαμένων να μένουν ανεμβολίαστοι, «καταλαμβάνοντας για εβδομάδες τα κρεβάτια των ΜΕΘ», καταλήγει σ’ έναν απάνθρωπο συμβιβασμό μας με μια υπόρρητη πολιτική «υπερβάλλουσας βιωσιμότητας»: κάποιοι περισσεύουν λόγω επιλογών, ηλικίας, πετριάς, πνευματικής υστέρησης, έλλειψης παραγωγικότητας, χαμηλών δεξιοτήτων, αδυναμίας να προσαρμοστούν στον γενναίο νέο κόσμο. Και κάποιοι αποφασίζουν ποιων οι ζωές τιμολογούνται τόσο χαμηλά, ώστε η χρησιμότητά τους εξαντλείται στην παραγωγή υπεραξιών θανάτου.