Ο θεσμικός ευτελισμός της ραδιοτηλεόρασης
Θεμελιώδεις αρχές κάθε φιλελεύθερης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας αποτελούν ο πολυκομματισμός και ο πολιτικός πλουραλισμός. Από τις αρχές αυτές προκύπτει η υποχρέωση του κράτους να διασφαλίζει ένα πλαίσιο στοιχειωδώς υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων. Βασικές προϋποθέσεις για τη διαπάλη των πολιτικών ιδεών συνιστούν η χρηματοδότηση των κομμάτων από το Κράτος και η δυνατότητά τους να προβάλλουν τις πολιτικές τους θέσεις μέσω της ραδιοτηλεόρασης. Το Σύνταγμα, άλλωστε, ορίζει ότι η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους, ο οποίος έχει ως σκοπό την αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων.
Τα τελευταία χρόνια καταγράφεται μια προϊούσα απόκλιση μεταξύ του περιεχομένου και του τρόπου εφαρμογής του παραπάνω κανόνα. Ιδίως, μάλιστα, μετά την εκλογική αναμέτρηση του περασμένου Ιουλίου, ο λόγος και οι προγραμματικές θέσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν υποβαθμίζονται απλώς, αλλά αγνοούνται συστηματικά από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, δημόσια και ιδιωτικά. Με άλλα λόγια, παρά τις σχετικές επιταγές του Συντάγματος και των νόμων, οι ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί διαμορφώνουν την ατζέντα τους χωρίς να λογοδοτούν πουθενά. Το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης είναι ουσιαστικά απόν. Οι μόνες περίοδοι κατά τις οποίες επικρατεί μια στοιχειώδης τήρηση τόσο των νομικών κανόνων όσο και της δημοσιογραφικής δεοντολογίας είναι οι προεκλογικές. Δηλαδή, κατά μέσο όρο, ένα χρονικό διάστημα ενός μήνα κάθε τριετία ή τετραετία.
Παρότι η κοινωνία έχει πλέον εθιστεί σε αυτή την (αντι)θεσμική πραγματικότητα, κάποιες στιγμές ο κυνισμός έρχεται και υπερβαίνει ακόμη και αυτά τα ευρύτατα όρια ανοχής και αντοχών που μπορεί να επιδεικνύει ένας πολίτης με στοιχειώδεις δημοκρατικές ευαισθησίες. Ένα τέτοιο παράδειγμα είχαμε προχτές. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης οργάνωσε συνέντευξη τύπου με σκοπό να παρουσιάσει τις θέσεις και τις προτάσεις του για την αντιμετώπιση της βαθιάς οικονομικής ύφεσης στην οποία εισέρχεται η χώρα. Η συνέντευξη τύπου διήρκεσε μιάμιση ώρα, κατά την οποία αρχικά παρουσιάσθηκε το πρόγραμμα και στη συνέχεια απαντήθηκαν ερωτήσεις δημοσιογράφων. Από αυτή τη διαδικασία τα μεν ιδιωτικά κανάλια δεν προέβαλαν απολύτως τίποτε σε ζωντανή μετάδοση, ενώ η δημόσια τηλεόραση διέκοψε τη σύνδεσή της μετά από είκοσι λεπτά. Ήταν σχεδόν κωμικό να απαντώνται ερωτήσεις δημοσιογράφων που εργάζονται σε τηλεοπτικούς σταθμούς και οι σταθμοί αυτοί να μην καλύπτουν το πολιτικό γεγονός.