Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή.
Η αριστερά και δη η ανανεωτική και εν προκειμένω ο ΣΥΡΙΖΑ, αποτελεί έναν πολιτικό χώρο που πάντοτε, όχι μόνο σεβόταν αλλά και επεδίωκε το διάλογο και την ελεύθερη διατύπωση απόψεων. Έτσι, και για να αποφύγει την παλιά ασθένεια που την ταλάνισε, τον φραξιονισμό, προχώρησε σε ένα επαναστατικό βήμα, δηλαδή στην νομιμοποίηση των τάσεων εντός του κόμματος. Όπου ως τάσεις νοούνται οι ανοιχτές και εν γνώσει του κόμματος διαδικασίες, μελών τα οποία θεωρούν πως έχουν κοινές απόψεις για μια σειρά από ζητήματα τα οποία έχουν σχέση με την πολιτική και με τη λειτουργία του κόμματος. Πάντοτε, βέβαια, αποδεχόμενα το πολιτικό σχέδιο που έχει ψηφιστεί από το Συνέδριο αλλά και τις κομματικές αποφάσεις.
Ως θητεύσαντες πολλοί και πολλές εξ ημών για χρόνια στην ανανεωτική αριστερά, έχουμε δει, ουκ ολίγες φορές, διάφορα κείμενα να περιφέρονται δεξιά κι αριστερά και να υπογράφονται από συντρόφους και συντρόφισσες. Ουδέποτε δημιουργήθηκε ζήτημα,, ουδέποτε απαγορεύτηκε, ουδέποτε προκάλεσε εντύπωση. Αντίθετα, όλα αυτά τα κείμενα, συζητήθηκαν και συνέβαλλαν, ως συνθετικό υλικό ιδεών και απόψεων, στις πολιτικές μας θέσεις.
Επειδή είμαστε παλιοί –δυστυχώς!- και γνωριζόμαστε μεταξύ μας, ξέρουμε πολύ καλά ποιοι είναι οι ξιφουλκούντες εναντίον των κειμένων και των τάσεων. Και εάν ήταν κάποιοι οι οποίοι ουδέποτε μετείχαν σε τάση και ανέκαθεν ήταν εναντίον της λειτουργίας τάσεων, τότε δεν θα μπορούσε να τους κατηγορήσει κανείς και καμία. Όμως, αντίθετα, μετέχουν σε τάση και το μόνο το οποίο, καθώς φαίνεται τους ενοχλεί, είναι η ύπαρξη κι άλλων τάσεων. Οπότε, ας μου επιτραπεί να βγάλω το συμπέρασμα πως αυτό το οποίο επιδιώκουν είναι η κατάργηση όλων των άλλων τάσεων πλην εκείνης στην οποία πρόσκεινται.
Από την άλλη μεριά έχουν συγκεντρωθεί μέλη και φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία ως προερχόμενα από το παλιό ΠΑΣΟΚ –και δεν αναφέρομαι σε όλους και όλες- δεν έχουν ουδεμία σχέση με τις παραδόσεις και τις αξίες της ανανεωτικής αριστεράς. Αυτό που θέλουν είναι ένα κόμμα αρχηγικό, στο οποίο δεν υπάρχει ή δεν τηρείται κανένα καταστατικό κι αναπολούν την εποχή που όποιου δεν του άρεσε «κατέβαινε “ή τον κατέβαζαν” από το τρένο».
Κοινός παρανομαστής και των μεν και των δε είναι η τακτική της δολοφονίας χαρακτήρων. Υπονομεύουν και υποσκάπτουν, στήνουν κατηγορίες και δημιουργούν κλίμα που θυμίζει τις δίκες της Μόσχας ή την εποχή του μακαρθισμού. Με λίγα λόγια μία κατάσταση στην οποία αναγκάζεσαι να αποδείξεις πως δεν είσαι ελέφαντας.
Άλλος κοινός παρονομαστής είναι το επιχείρημα, πως «δεν είναι κατάλληλες οι συνθήκες, πως τώρα προέχει να ρίξουμε την κυβέρνηση της ΝΔ και να είμαστε όλοι ενωμένοι και εξωστρεφείς και όχι διχασμένοι και εσωστρεφείς». Έωλο επιχείρημα, κατά τη γνώμη μου, επειδή οι συνθήκες για διάλογο είναι πάντοτε κατάλληλες καθώς με το διάλογο διαμορφώνεται η πολιτική της εκάστοτε συγκυρίας. Επίσης από κανένα εκ των κειμένων δεν προκύπτει πως το κόμμα είναι διχασμένο και εσωστρεφές. Αντίθετα, και τα δύο κείμενα είναι 100% ενωτικά και προφανώς εξωστρεφή καθώς θέτουν άμεσα τα ζητήματα της συγκυρίας. Και επιτέλους πρέπει να απαντήσουμε ποια πολιτική θα ακολουθήσουμε ως κυβέρνηση.
Υποστηρίζεται επίσης πως η συζήτηση αυτή δημιουργεί εσωστρέφεια και έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κάνει σοβαρή αντιπολίτευση. Πρόκειται για μύθευμα καθώς το κόμμα κάνει την καλύτερη αντιπολίτευση που μπορεί, δεδομένων των υγειονομική συνθηκών (π.χ. αδυναμία συγκεντρώσεων). Αν κάποιος παρακολουθεί τη Βουλή και τις παρεμβάσεις του ΣΥΡΙΖΑ στην κοινωνία θα διαπιστώσει το αντίθετο. Και τέλος πάντων, ας μας υποδείξουν ένα κόμμα το οποίο κάνει καλύτερη και πιο μαχητική αντιπολίτευση από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Δυστυχώς, συντρόφισσες και σύντροφοι, κανείς τους δεν αναρωτιέται για το γεγονός πως ενώ η ΝΔ ασκεί μία καταστροφική πολιτική και η δυσαρέσκεια των πολιτών εναντίον της αυξάνεται, ο ΣΥΡΙΖΑ ελάχιστα φαίνεται να κερδίζει από αυτή τη δυσαρέσκεια. Και κατηγορούν γι’ αυτό τις τάσεις και τη «φαγωμάρα» μέσα στο κόμμα. Κανείς δε διανοείται να σκεφτεί, μήπως αυτό οφείλεται στην απουσία πολιτικής πρότασης η οποία θα γοητεύσει και θα κινητοποιήσεις τις λαϊκές δυνάμεις; Και προς αυτήν την κατεύθυνση έρχονται να συμβάλλουν τα κείμενα τα οποία κατατίθενται. Στο άνοιγμα της πολιτικής συζήτησης επειδή πολιτική δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς συζήτηση και σύνθεση απόψεων.