Δεν είναι δυνατόν να αποτάσσεται η «επίσημη» Ευρώπη τις δυνάμεις του ακροδεξιού λαϊκισμού και συγχρόνως να υιοθετεί την ανιστόρητη και χυδαία θεωρία των δύο άκρων, τοποθετώντας στην ίδια κατηγορία με τους λαϊκιστές εκείνες τις δυνάμεις που είναι οι μόνες που συστηματικά προτείνουν και διεκδικούν μια διαφορετική, προοδευτική και δημοκρατική πορεία για την Ευρώπη —με άλλα λόγια, την Αριστερά. Δεν είναι δυνατόν να καταδικάζεται —δικαίως— ο κ. Όρμπαν στο Ευρωκοινοβούλιο για παραβίαση των θεμελιωδών αρχών της ΕΕ, αλλά να βρίσκεται στο απυρόβλητο ο κ. Κουρτς, μολονότι η Αυστρία έχει ακριβώς τις ίδιες θέσεις με την Ουγγαρία στο προσφυγικό ζήτημα και στην αυστριακή κυβέρνηση συμμετέχουν οι αυστριακοί ακροδεξιοί. Δεν είναι δυνατόν, τελικά, να μιλά η συστημική Δεξιά για τον κίνδυνο του λαϊκισμού, όταν έχει υιοθετήσει μεγάλο μέρος της ατζέντας και της ρητορικής των ακροδεξιών λαϊκιστών.
Μόνο ένα ευρύτατο μέτωπο των δημοκρατικών και προοδευτικών δυνάμεων της Ευρώπης μπορεί να αντιπαρατεθεί στη σύγκλιση του νεοφιλελευθερισμού με την ακροδεξιά. Η Αριστερά, όπως προέκυψε και από την ομιλία του Αλέξη Τσίπρα στο Στρασβούργο, έχει απευθύνει ήδη το κάλεσμα. Εναπόκειται, πλέον, στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία —η οποία κάθε άλλο παρά άμοιρη ευθυνών είναι, καθώς τα προηγούμενα χρόνια είχε εγκολπωθεί πλήρως τον νεοφιλελευθερισμό— να ανταποκριθεί σε αυτό το κάλεσμα, κάνοντας την αυτοκριτική της.