Macro

Αννέτα Καββαδία: Αλαζονεία και εξουσία

Σκηνή πρώτη: αναμονή στο ταμείο μεγάλου σούπερ-μάρκετ στο κέντρο της Αθήνας. Η εξυπηρέτηση είναι ελαφρώς αργή, καθώς οι επιβεβλημένες αποστάσεις καθυστερούν, όπως είναι φυσικό, τη ροή των πελατών. Ξαφνικά, και εκτός σειράς, παρεμβάλλεται ζευγάρι το οποίο απαιτεί να εξυπηρετηθεί κατά προτεραιότητα (χωρίς να προβάλλει κάποια δικαιολογία έκτακτης ανάγκης). Μπροστά στις εύλογες διαμαρτυρίες των υπολοίπων, και αφού το… αίτημα δεν γίνεται δεκτό, το ζευγάρι περιμένει δυσανασχετώντας στη σειρά του. Πλησιάζοντας την ταμία, πληροφορούμαστε ότι η κυρία (του ζευγαριού) είναι η σύζυγος πολιτικού μεγαλοστελέχους -με υπουργική θητεία στις αποσκευές του- και ο, εκτελών και χρέη μπάτλερ, κύριος που τη συνοδεύει είναι ο άνδρας της προσωπικής της ασφάλειας.

Σκηνή δεύτερη: η υπουργός Εργασίας της Δανίας, Ioah Johansson, χωρίς συνοδεία, κάθεται στο παγκάκι της αποβάθρας και περιμένει το τραίνο. Η εικόνα έκανε, πριν λίγο καιρό, το γύρο του διαδικτύου.

Δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Είναι, λοιπόν, η αλαζονεία ίδιον της (όποιας) εξουσίας; Σχετίζεται με τη νοοτροπία και τη δομή κάθε κοινωνίας; Έχει να κάνει με την αντιμετώπιση της πολιτικής (μέσον ή σκοπός); Απορρέει από τον χαρακτήρα του ανθρώπου που κάποια στιγμή θα βρεθεί σε θέση πολιτικής ευθύνης; Ή είναι τελικά απότοκο του κυρίαρχου καπιταλιστικού συστήματος διαχείρισης του κράτους -εξ ου και η πρωτοκαθεδρία της Δεξιάς σε τέτοιου είδους φαινόμενα (χωρίς να απουσιάζουν και εξ αριστερών περιπτώσεις);

 

Προκαλούν το κοινό αίσθημα

Ακούγοντας τις τελευταίες ημέρες υπουργούς της κυβέρνησης να χαρακτηρίζουν «αχρείαστο κόστος» την επίταξη ιδιωτικών κλινικών (Βορίδης) ή να υποστηρίζουν πως «αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει ανάγκη για περισσότερες ΜΕΘ» (Γεραπετρίτης), αναρωτιέται κανείς αν είναι η οίηση, η έλλειψη ενσυναίσθησης ή ο απόλυτος κυνισμός που τους οδηγεί σε τέτοιου είδους δηλώσεις.

Διαβάζοντας τις πληροφορίες που θέλουν τη Siemens να είναι η μοναδική ευρωπαϊκή εταιρία που έχει πάρει έγκριση για self test -αυτά που μετά από έναν ολόκληρο χρόνο πανδημίας μπαίνουν στη ζωή μας βιαστικά, χωρίς σχέδιο, αιφνιδιάζοντας τους φαρμακοποιούς και για την προμήθεια των οποίων υπήρξε πρόσκληση ενδιαφέροντος με διορία μιάμιση(!) μέρα- εύλογα δημιουργούνται «πονηρές» σκέψεις ως προς τη βιασύνη της κυβέρνησης (είναι κι αυτός ο Χριστοφοράκος που «στοιχειώνει» την οικογένεια Μητσοτάκη…).

Βλέποντας την εξοργιστική, αν και απέλπιδα, προσπάθεια της υπουργού Παιδείας να δικαιολογήσει το σκάνδαλο της Cisco -με την απευθείας ανάθεση, τη διαρροή προσωπικών δεδομένων και την αποκάλυψη του ψεύδους περί «δωρεάν» παροχής υπηρεσιών- αναρωτιέται κανείς για το μέγεθος του θράσους.

Διαπιστώνοντας τις γελοιότητες στο twitter με τα αγορασμένα like για τον Μεγάλο Ηγέτη και τα dislike για τους πολιτικούς αντιπάλους, συνειδητοποιεί κανείς το μέγεθος της δυσανεξίας στην όποια κριτική.

Λίγο καιρό πριν γινόμαστε μάρτυρες σκηνών, που, εν μέσω πανδημίας, προκάλεσαν το κοινό αίσθημα. Η πρωθυπουργική ποδηλατάδα στην Πάρνηθα και το ταξίδι στην Ικαρία, τα «κατ’ εξαίρεσιν» βαφτίσια του Άδωνι Γεωργιάδη, το «όχι μαγκιές σ΄ εμένα» της Λίνας Μενδώνη προς αρχαιολόγο και οι μορφασμοί απαξίας για ανθρώπους του πολιτισμού, το «αν είχαμε ακούσει τον ΣΥΡΙΖΑ για τις ΜΕΘ θα είχαμε πετάξει δεκάδες εκατομμύρια» του Στέλιου Πέτσα, οι πολυέξοδες φιέστες για τα 200 χρόνια από το 1821, λίγα μόλις μέτρα μακριά από νοσοκομεία που λυγίζουν αβοήθητα, δεν είναι μεμονωμένα περιστατικά. Καταδεικνύουν το πώς αντιλαμβάνονται την άσκηση της πολιτικής και τη σχέση τους με τους πολίτες, οι άνθρωποι που βρίσκονται σήμερα στο τιμόνι της χώρας.

Ενεργούν χωρίς να λογοδοτούν, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι προέκυψαν στην εξουσία αυτοδίκαια. Φέρουν τα χαρακτηριστικά μιας σέκτας εξουσίας, που απλώνεται παντού και αυτοαναπαράγεται, και που με συνεχή επίκληση της εκλογικής υπεροχής της θεωρεί το κράτος ιδιοκτησία της. Ταυτόχρονα, χτίζουν μέσα τους την αυτοαθώωσή τους: η συμπεριφορά τους είναι ο τρόπος επιβίωσης και συντήρησής τους και, παράλληλα, η άμυνά τους προς όσους τους επιβουλεύονται προσωπικά.

 

Αυταρχικός νεοφιλελευθερισμός

Θιασώτες μιας σκληρής νεοφιλελεύθερης πολιτικής, με έντονη τη μυρωδιά του αυταρχισμού, μετέρχονται κάθε πρακτικής που εξυπηρετεί το σκοπό τους χωρίς να ορρωδούν προ ουδενός. Γνωρίζουν καλά πως από την άσκηση έως την κατάχρηση της εξουσίας, η απόσταση είναι μικρή. Και ορμώμενοι από μια αίσθηση παντοδυναμίας, ατιμωρησίας, αλλά και σαφούς ιδεολογικοπολιτικής στάσης, επιλέγουν απολύτως συνειδητά να διολισθήσουν. Η κανονικοποίηση, για παράδειγμα, της αδιαφάνειας στη διαχείριση δημόσιου χρήματος, η αστυνομοκρατική επιβολή αντιφατικών μέτρων για την πανδημία, η προσπάθεια οικοδόμησης μιας κραταιάς αστυνομικής δημοκρατίας, τα εξώδικα εναντίον εφημερίδων και τα εντάλματα σύλληψης εναντίον δημοσιογράφων, είναι στοιχεία απολύτως ενδεικτικά.

Προφανώς και η αλαζονεία της εξουσίας, δεν γνωρίζει από κομματικά στεγανά. Κατά τη γνωστή ρήση του λόρδου Άκτον «η εξουσία έχει την τάση να διαφθείρει και η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα». Το μείζον, λοιπόν, είναι να αναγνωρίζει κανείς τα σημάδια. Και να τα απομονώνει εν τη γενέσει τους. Να γίνεται ξεκάθαρο πού αποσκοπεί η ενασχόληση με τα κοινά. Και να υπάρχουν αντιστάσεις.

Όπως γράφει ο Κορνήλιος Καστοριάδης στο βιβλίο του «Η άνοδος της ασημαντότητας» (εκδόσεις Ύψιλον/βιβλία): «η αποσύνθεση γίνεται φανερή κυρίως μέσα από την εξαφάνιση των σημασιών και το σχεδόν απόλυτο ξεθώριασμα των αξιών. Και αυτό απειλεί μακροπρόθεσμα την επιβίωση του ίδιου του συστήματος. Όταν δηλώνεται ανοιχτά, όπως γίνεται τώρα στις δυτικές κοινωνίες, ότι η μοναδική αξία είναι το χρήμα, το κέρδος, ότι το υπέρτατο ιδεώδες του κοινωνικού βίου είναι το “πλουτίστε” (και η δόξα της δήλωσης αυτής ανήκει, σ’ ό,τι αφορά τη Γαλλία, στους σοσιαλιστές, οι οποίοι την έκαναν με έναν τρόπο που η Δεξιά δεν είχε τολμήσει να την κάνει), μπορεί να διερωτηθεί κανείς αν είναι ποτέ δυνατόν μια κοινωνία να συνεχίσει να λειτουργεί και να αναπαράγεται μονάχα σ’ αυτή τη βάση».

Αννέτα Καββαδία

Πηγή: Η Εποχή