Άρης Χατζηστεφάνου

20
02

Επάγγελμα: εξολοθρευτής συνδικάτων

Στις ΗΠΑ το σπάσιμο των συνδικάτων εν τη γενέσει τους έχει μετατραπεί σε μια νέα βιομηχανία με ετήσιο τζίρο 340 εκατομμυρίων δολαρίων, που απασχολεί από δικηγόρους και διαφημιστές μέχρι σεκιουριτάδες και ψυχολόγους. Η ΙΚΕΑ, π.χ., είχε αναθέσει στο δικηγορικό γραφείο Ogletree Deakins να διακόψει τη δημιουργία συνδικάτων, η Google απευθύνθηκε στην IRI Consultants ενώ η Amazon έχει προσλάβει τουλάχιστον τριάντα δικηγόρους της Littler Mendelson, οι οποίοι εμφανίζονται στις συνδικαλιστικές εκλογές προσπαθώντας να ακυρώσουν τη διαδικασία ή να τρομοκρατήσουν τους εργαζόμενους. Στις περιπτώσεις, πάντως, που οι εργαζόμενοι αψήφησαν το εργοδοτικό bullying και έστησαν κάλπες για την εκλογή συνδικαλιστικών αντιπροσώπων, οι αντιδράσεις ήταν από αστείες έως τραγικές. Η Amazon έστελνε δεκάδες μηνύματα στα κινητά όλων των υπαλλήλων της να ψηφίσουν «όχι» ενώ γέμιζε τις τουαλέτες με φυλλάδια εναντίον του συνδικαλισμού (ελαφρώς παράδοξο για μια εταιρεία στην οποία εργαζόμενοι καταγγέλλουν ότι δεν έχουν χρόνο για τουαλέτα και αναγκάζονται να κατουράνε σε μπουκάλια). Αντίστοιχα η Volkswagen τοποθέτησε γιγαντοαφίσες έξω από εργοστάσιά της στις ΗΠΑ ενώ η Delta Airlines εξηγούσε στους εργαζομένους της ότι θα μπορούσαν να κρατήσουν τα χρήματα της ετήσιας συνδρομής για το συνδικάτο και να αγοράσουν μια… παιχνιδομηχανή. Το ερώτημα φυσικά που προκύπτει είναι αν πραγματικά χρειάζεται τόση προσπάθεια από την πλευρά της εργοδοσίας σε μια χώρα η οποία από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου γαλουχείται στην ιδέα πως ο συνδικαλισμός είναι συνώνυμο του κομμουνισμού – αν όχι του διαβόλου. Η απάντηση είναι βέβαια ότι για να το κάνουν τα αφεντικά… κάτι θα ξέρουν. Πρόσφατες έρευνες στις ΗΠΑ έδειξαν ότι το 50% των εργαζομένων, που δεν συμμετέχει σε συνδικάτα, δηλώνει ότι θα το έκανε εάν δεν αντιμετώπιζε τις πρωτοφανείς πιέσεις της εργοδοσίας. Είναι, φαίνεται, από εκείνες τις περιπτώσεις όπου ο καλύτερος τρόπος για να καταλάβεις τη δική σου δύναμη είναι να παρατηρήσεις τον τρόμο στο βλέμμα των αντιπάλων σου.
15
01

ΗΠΑ: το πραξικόπημα των τραπεζών… που δεν έγινε

Ο Αμερικανός υποστράτηγος Σμέντλι Μπάτλερ ο οποίος, αφού υπηρέτησε σε δεκάδες ιμπεριαλιστικές επιδρομές των ΗΠΑ, άρχισε να αποκαλύπτει τον ρόλο των μεγάλων επιχειρήσεων στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. «Επαιζα τον ρόλο του μπράβου των μεγαλοεπιχειρηματιών, της Γουόλ Στριτ και των Τραπεζιτών», έγραψε αργότερα ο Μπάτλερ εξηγώντας ότι βοήθησε «να καταστεί το Μεξικό ασφαλέστερο για τα αμερικανικά πετρελαϊκά συμφέροντα», να γίνουν η Κούβα και η Αϊτή «προσοδοφόρες για τα παιδιά της Νάσιοναλ Σίτι Μπανκ», να εκκαθαριστεί «η Νικαράγουα για χάρη του Διεθνούς Τραπεζικού Οίκου των Αδελφών Μπράουν», να καταντήσει η Ονδούρα «υποτελής των αμερικανικών εταιρειών εισαγωγής φρούτων» και να κάνει η Στάνταρντ Οϊλ τις μπίζνες της χωρίς αντίσταση στην Κίνα». Το 1932 ο «επαναστάτης στρατηγός», όπως τον αποκαλούσαν, βρέθηκε στο πλευρό των βετεράνων στρατιωτών του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, που κατασκήνωσαν στην Ουάσινγκτον ζητώντας τα επιδόματα που τους είχε υποσχεθεί το κράτος. Τότε λέγεται πως τον προσέγγισαν εκπρόσωποι των χρηματιστών ζητώντας του να μετατρέψει τις ομάδες βετεράνων σε ένα είδος αμερικανικού Freikorps, όπως ακριβώς ο Χίτλερ είχε εκμεταλλευτεί την απόγνωση των Γερμανών στρατιωτών του Α' Παγκοσμίου Πολέμου για να δημιουργήσει τα δικά του τάγματα εφόδου. Ο Μπάτλερ, όμως, αρνήθηκε να συμμετάσχει στη συνωμοσία και ενημέρωσε την ηγεσία του Λευκού Οίκου για τα σχέδια ανατροπής. Οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν σήμερα ότι το σχέδιο ενός φασιστικού πραξικοπήματος για την ανατροπή του Ρούσβελτ ήταν υπαρκτό, αν και διαφωνούν για το πόσο κοντά στην εκτέλεσή του θα μπορούσε να φτάσει. Για άλλη μια φορά, βέβαια, αρκετές από τις θεωρίες που διατυπώνονται αναπαράγουν μια απλουστευτική αφήγηση, σύμφωνα με την οποία ο Ρούσβελτ είχε «επαναστατήσει» απέναντι στην οικονομική ελίτ και κατάφερε να σώσει τη χώρα και τον κόσμο από τη Μεγάλη Υφεση χάρη στο γενναίο πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων (μια ιστορία την οποία κάποιοι θέλουν να διηγηθούν σήμερα και για τον Μπάιντεν).
30
08

Φάρμακα ή εμβόλια; Το λάθος ερώτημα

Η τελική ισορροπία ανάμεσα στην κερδοφορία από τα φάρμακα ή τα εμβόλια θα εξαρτηθεί από δεκάδες άλλους παράγοντες, όπως η ταχύτητα μετάδοσης του ιού, ο χρόνος έναρξης του εμβολιαστικού προγράμματος, η βαρύτητα των συμπτωμάτων των νοσούντων κ.ά. Σε όλες τις περιπτώσεις, όμως, ο Κρέμερ και ο Σνάιντερ έδειξαν ότι οι φαρμακοβιομηχανίες κερδίζουν περισσότερο από τα φάρμακα και λιγότερο από τα εμβόλια. Το 2001, όταν οι δύο οικονομολόγοι ξεκίνησαν την έρευνά τους, η παγκόσμια αγορά φαρμάκων υπολογιζόταν στα 300 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ οι πωλήσεις εμβολίων απέδιδαν 5 δισεκατομμύρια. Είναι βέβαια γεγονός ότι έκτοτε οι πωλήσεις και η κερδοφορία από εμβόλια σημείωσαν τρομακτική αύξηση. Δεν κατάφεραν, όμως, να ανατρέψουν μια βασική αρχή στην πολιτική οικονομία του φαρμάκου: ότι οι εταιρείες προτιμούν να πωλούν φάρμακα για χρόνιες παθήσεις και όχι εμβόλια που αντιμετωπίζουν την ασθένεια. Η πανδημία του κορονοϊού, που μπορεί να χαρακτηρισθεί ως η «αρπαχτή του αιώνα» για ορισμένες φαρμακοβιομηχανίες, φαίνεται να επισκιάζει αυτή τη διαπίστωση, τροφοδοτώντας μια ανηλεή μάχη ανάμεσα σε ακραίους εμβολιαστές και αντιεμβολιαστές, οι οποίοι δεν συνειδητοποιούν ότι χρειαζόμαστε εμβόλια και φάρμακα -απελευθερωμένα όμως από τις πατέντες, οι οποίες στοιχίζουν εκατομμύρια ζωές.
17
08

Οι ΗΠΑ έχασαν το Αφγανιστάν ή την Κεντρική Ασία;

Δυο φωτογραφίες στοιχειώνουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης από τη στιγμή που ανακοινώθηκε η είσοδος των Ταλιμπάν στην Καμπούλ. Μια με τα αμερικανικά ελικόπτερα που εκκένωναν τη Σαϊγκόν, μετά την ήττα των Αμερικανών στο Βιετνάμ to 1975 και μια με τα ελικόπτερα που εκκενώνουν το προσωπικό της αμερικανικής πρεσβείας και τους συνεργάτες τους από την Καμπούλ. Το αν αυτή η σύγκριση έχει νόημα ή όχι, θα επιτρέψει στους επιτελείς του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του Πενταγώνου να κρίνουν όσα συνέβησαν τις τελευταίες δυο δεκαετίες στο Αφγανιστάν. Όσο και αν η ανθρωπότητα έχει πραγματικά ανάγκη να "γιορτάσει" μια στρατιωτική ήττα των ΗΠΑ, η οποία θα αποδείξει ότι η ισχυρότερη πολεμική μηχανή της ιστορίας δεν είναι άτρωτη, η απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα δεν είναι τόσο απλή και προφανής. Προϋποθέτει να εξετάσουμε σειρά ζητημάτων: Ήθελαν οι ΗΠΑ να διατηρήσουν τη στρατιωτική παρουσία τους στη χώρα; Η πρωτοφανής επέλαση των Ταλιμπάν* έγινε σε προσυνεννόηση με το Λευκό Οίκο ή ο Μπάιντεν πιάστηκε εξαπίνης; Ποιος ήταν ο τελικός απολογισμός για τα αμερικανικά συμφέροντα (συμπεριλαμβανομένης της κατασκευής αγωγών στην περιοχή και του εμπορίου οπίου); Και τέλος ποιες θα είναι οι συνέπειες για τον πραγματικό στόχο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στην περιοχή που δεν είναι άλλος από την στρατιωτική και οικονομική περικύκλωση της Κίνας; Το γεγονός ότι οι αμερικανικές δυνάμεις έχασαν ακόμη και τον έλεγχο του αεροδρομίου της Καμπούλ, παρά το γεγονός ότι οι Ταλιμπάν είχαν ανακόψει προς στιγμήν την προέλασή τους, δημιούργησε μια εικόνα που ντροπιάζει το κύρος της υπερδύναμης. Όπως ανέφεραν και οι New York Times οι επιτελείς του Πενταγώνου ανέμεναν ότι οι Ταλιμπάν θα χρειάζονταν τουλάχιστον δώδεκα μήνες για να φτάσουν στην πρωτεύουσα. Αυτή η παρατήρηση, βέβαια, έχει δυο αναγνώσεις: από τη μια μαρτυρά ότι οι ΗΠΑ θεωρούσαν θέμα χρόνου την αλλαγή καθεστώτος από την άλλη δείχνει ότι έπεσαν τραγικά έξω στο χρονοδιάγραμμα που είχαν στο μυαλό τους. Εν τέλει η εικόνα που στέλνει η Ουάσιγκτον στον έξω κόσμο είναι αυτή της σαρωτικής ήττας ακόμη και μπροστά σε εξελίξεις τις οποίες μπορούσε να προβλέψει. Ίσως περάσουν χρόνια για να πληροφορηθούμε το περιεχόμενο των επαφών που πραγματοποιούσαν εδώ και χρόνια οι ΗΠΑ με τους Ταλιμπάν, και ποια ήταν τα ανταλλάγματα που συζητούσαν οι δυο πλευρές προκειμένου η κατάληψη της Καμπούλ να μην συναντήσει την παραμικρή αντίσταση από την αμερικανική πολεμική αεροπορία. Επί της ουσίας, όμως, ο τελικός απολογισμός για τις ΗΠΑ, δεν θα κριθεί από τις εξελίξεις στο εσωτερικό του Αφγανιστάν αλλά στις γύρω χώρες καθώς εκεί θα αποκρυσταλλωθεί η νέα σφαίρα επιρροής της Ουάσιγκτον στην Ασία.
16
03

Οι 63 μαχαιριές της Ε.Ε. στα ευρωπαϊκά συστήματα υγείας

Σύμφωνα με στοιχεία που είχε παρουσιάσει ο ευρωβουλευτής Μάρτιν Σίρντεβαν, από το 2011 έως το 2018 η Κομισιόν ζήτησε 63 φορές από κράτη-μέλη της να μειώσουν τις δαπάνες για την Υγεία ή και να προχωρήσουν σε ιδιωτικοποιήσεις στον συγκεκριμένο κλάδο. Από την έρευνά του προκύπτει ότι αυτό ήταν το δεύτερο πιεστικότερο αίτημα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μετά την αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης με 105 αιτήματα, ενώ ακολουθούσαν 50 αιτήματα για περικοπές μισθών και 45 για μείωση επιδομάτων σε ανέργους και άτομα με αναπηρία. Ουσιαστικά, τα περισσότερα από τα αιτήματα λειτουργούσαν με έναν μαγικό τρόπο προς όφελος των ιδιωτικών νοσοκομείων: οι μειώσεις μισθών και επιδομάτων σε συνδυασμό με την εργασιακή ανασφάλεια έχει αποδειχθεί ότι επιβαρύνουν συνολικά την υγεία του πληθυσμού, οι περικοπές στον κλάδο υγείας διαλύουν τα δημόσια νοσοκομεία, ενώ τα προγράμματα αποκρατικοποιήσεων στέλνουν τα χρήματα των φορολογούμενων και τους ασθενείς απευθείας στα ιδιωτικά νοσοκομεία. Οπως προκύπτει από τα πρακτικά συναντήσεων με λομπίστες της UEHP, οι αξιωματούχοι της Κομισιόν αναφέρονταν πάντα στην ανάγκη αντιμετώπισης του «άδικου ανταγωνισμού» - ένας εύσχημος τρόπος για να πουν ότι τα δημόσια συστήματα υγείας δεν έπρεπε να χρηματοδοτούνται εάν δεν μπορούσε να βάλει το δάχτυλο στο μέλι και ο ιδιωτικός τομέας. Τα στοιχεία του Μάρτιν Σίρντεβαν κατέρριψαν ένα από τα βασικά επιχειρήματα με το οποίο η Ευρωπαϊκή Ενωση ένιπτε τας χείρας της όταν την κατηγορούσαν ότι διέλυσε ορισμένα από τα ισχυρότερα συστήματα υγείας του πλανήτη: «Οι Βρυξέλλες προτείνουν περικοπές των κρατικών δαπανών και οι κυβερνήσεις αποφασίζουν σε ποιους τομείς θα τις επιβάλουν» ήταν το επαναλαμβανόμενο μοτίβο που ακουγόταν από αξιωματούχους της Ε.Ε.