Κωστής Γκοτσίνας

06
06

Οι περιπέτειες της κάνναβης στην Ελλάδα

Οι ταραχώδεις συνεδρίες της Βουλής δεν ήταν σπάνιες στις αρχές του 20ού αιώνα. Σε μία από αυτές, το βράδυ της 6ης Ιουνίου 1906, ήρθε προς συζήτηση ένα φορολογικό νομοσχέδιο που προκάλεσε δριμείες συζητήσεις επί δύο μέρες. Ηταν το νομοσχέδιο «περί φορολογίας της Ινδικής καννάβεως και περί τελωνειακών μέτρων κατά την εξαγωγήν αυτής εις την αλλοδαπήν», οι διατάξεις του οποίου προέβλεπαν πως οι καλλιέργειες ινδικής κάνναβης θα φορολογούνταν με οκτώ δραχμές ανά στρέμμα, ενώ οι εξαγωγείς χασίς θα έπρεπε για κάθε οκά να καταβάλλουν εγγύηση δέκα δραχμών, την οποία θα έπαιρναν πίσω μόνο αν παρουσίαζαν βεβαίωση ότι το εμπόρευμα έφτασε πράγματι στον προορισμό του. Τέλος, ο προορισμός αυτός δεν μπορούσε να είναι η Αίγυπτος, αφού οι εξαγωγές προς αυτήν απαγορεύονταν με βάση τις προβλέψεις του νομοσχεδίου. Τα παραπάνω σημαίνουν πως πριν από περίπου έναν αιώνα υπήρχαν στην ελληνική επικράτεια καθόλα νόμιμες φυτείες ινδικής κάνναβης – 30 με 35 χιλιάδες στρέμματα σύμφωνα με όσα δήλωσε στη Βουλή ο Ανάργυρος Σιμόπουλος, υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης («Ημερησία», 8/6/1906, σ. 3). Το ελληνικό κράτος αποφάσισε να αποκομίσει έσοδα από τις φυτείες αυτές, όπως και από το επεξεργασμένο προϊόν τους, που με τη μορφή πλακιδίων αποτελούσε είδος εξαγωγής: το 1906 από τα ελληνικά τελωνεία πέρασαν 13,5 τόνοι χασίς με προορισμό την Ιταλία, τη Γαλλία, την Αγγλία, τη Μάλτα και την Αυστροουγγαρία (Στατιστικόν Γραφείον Υπ. Οικονομικών, «Στατιστική του ειδικού εμπορίου της Ελλάδος μετά του Εξωτερικού», Αθήναι 1908, σ. 288). (...) Η διάδοση των ψυχαγωγικών χρήσεων και η πεποίθηση πως αυτές συνδέονταν με τη διαφθορά των ηθών και την έξαρση της εγκληματικότητας είχαν προκαλέσει ανησυχίες ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ομάδες που συνδέθηκαν με την κατανάλωση χασίς, όπως οι κουτσαβάκηδες, ενσάρκωναν τις κοινωνικές φοβίες περί παρέκκλισης και παραβατικότητας. (...) Οι ανησυχίες αυτές μεταφράστηκαν λίγα χρόνια αργότερα, το φθινόπωρο του 1891, σε μια διαταγή της Διοικητικής Αστυνομίας Αθηνών και Πειραιώς που απαγόρευε τη χρήση χασίς στα καφενεία και σε άλλους δημόσιους χώρους, καθώς και την πώληση του προϊόντος στους ιδιοκτήτες καφενείων (περ. «Ελληνική Γεωργία», 11/1892, σ. 526). (...) Ηδη κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο η ελληνική χασισοπαραγωγή σημείωσε κάμψη, λόγω της φορολόγησης, του πολέμου και της αύξησης της τιμής των δημητριακών που έκανε την καλλιέργειά τους πιο ελκυστική. Το 1919 ο νόμος 1681 «περί αλητείας και επαιτείας» προέβλεπε ποινές για όποιον έκανε συστηματικά χρήση χασίς και συγχρόνως ήταν άεργος ή ζούσε αποδεδειγμένα «άτακτον βίον», ενώ την επόμενη χρονιά η καλλιέργεια της ινδικής κάνναβης απαγορεύτηκε οριστικά στην ελληνική επικράτεια μαζί με την εμπορία και την κατανάλωση, όπως ζητούσε λίγα χρόνια νωρίτερα ο Κούζης και χωρίς αντιδράσεις στη Βουλή (ΦΕΚ Α' 62, 14/3/1920). (...) Οι απαγορεύσεις από τα τέλη του 19ου αιώνα και η καταστροφή των αποθεμάτων χασίς στα μέσα της δεκαετίας του 1930 δεν έφεραν βέβαια και την εξάλειψη της ψυχαγωγικής χρήσης χασίς. Οπως φαίνεται από τις σελίδες των εφημερίδων της εποχής, που ανακοίνωναν τακτικά την ανακάλυψη τεκέδων στην Αθήνα, στον Πειραιά, στη Θεσσαλονίκη και σε άλλες πόλεις, η πρακτική αυτή εξακολουθούσε, κάποτε και εν γνώσει των αστυνομικών αρχών. Μια μαρτυρία από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 ανέφερε ότι οι χρήστες χασίς συναντιούνταν σε τεκέδες σε απόκεντρα σημεία της Αθήνας, αλλά και στο κέντρο της πόλης, φέρνοντας ως παράδειγμα ένα χασισοποτείο κοντά στην πλατεία Ομόνοιας και εξηγώντας την ανοχή της αστυνομίας ως ένα μέσο «να επιτηρώνται καλύτερον οι εις τα κέντρα ταύτα συχνάζοντες» (Μακρής 1929, σ. 20). (...) Οι φαρμακευτικές χρήσεις του χασίς ως υπνωτικού και ναρκωτικού φαρμάκου «κατά των νευραλγιών, των ημικρανιών, της καρδιαλγίας κ.λπ.» καταγράφονταν ακόμα τον Μεσοπόλεμο, αλλά σταδιακά εγκαταλείφθηκαν, τόσο επειδή τα σχετικά σκευάσματα είχαν αβέβαιη σύσταση όσο και επειδή στην αγορά εισήχθησαν άλλες ουσίες όπως τα βαρβιτουρικά (Σπ. Δοντάς, «Φαρμακολογία», τόμος Α', σ. 213). (...) Στην περίπτωση της κλωστικής κάνναβης, το φυτό δεν κατάφερε να σαγηνεύσει τους καλλιεργητές, παρά κάποιες προσπάθειες που έγιναν κατά τον Μεσοπόλεμο, ιδίως από το καθεστώς Μεταξά, για να τονωθεί το ενδιαφέρον για την κανναβοπαραγωγή. Οι λόγοι που η καλλιέργεια δεν ευδοκίμησε πρέπει να αναζητηθούν μεταξύ άλλων στον ανταγωνισμό άλλων χωρών που παρήγαν κάνναβη καλύτερης ποιότητας και στην εμφάνιση νέων φυτικών και συνθετικών ινών στην αγορά (περ. «Σπουδαί», 1953, σ. 292-296). Τελικά, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο η καλλιέργεια της κλωστικής κάνναβης απαγορεύτηκε κι αυτή, καθώς θεωρήθηκε ότι η κάνναβη δεν πρέπει να χωρίζεται σε είδη ή βοτανικές ποικιλίες, καθώς όλα τα φυτά, αυτοφυή και καλλιεργούμενα, ανήκουν στο ίδιο είδος και κατά την ωρίμανσή τους εκκρίνουν ρητίνες με μικρότερη ή μεγαλύτερη δραστικότητα (Δ. Παπαδόπουλος, «Η κάνναβις», Αθήναι 1959, σ. 82). (...)