Διονύσης Ελευθεράτος

26
04

Όταν η Χούντα κατάργησε το οκτάωρο

Από τις απαρχές της δικτατορικής περιόδου και έως τον Μάιο του 1971 (Ν.Δ. 890/71), ένα πλέγμα ρυθμίσεων κατάργησε, ουσιαστικά, όλες τις διεκδικητικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες. Προτού, όμως, ολοκληρωθεί αυτή η «αλυσίδα», η Χούντα έκανε μια ρύθμιση που έμελλε να... βρικολακιάσει, δεκαετίες αργότερα. Τον Μάιο του 1969, με το άρθρο 16 του Ν.Δ. 186, η «εθνοσωτήριος» απέσπασε από τους «κοινωνικούς εταίρους» και εκχώρησε στην κυβερνητική εξουσία την αρμοδιότητα καθορισμού των κατώτατων (βασικών) μισθών και ημερομισθίων. Δεν το άφησε καν στις - εξ ορισμού «ευνουχισμένες» - διαπραγματευτικές διαθέσεις των δοτών «εκπροσώπων των εργαζομένων»... Το άρθρο 16 του εν λόγω νόμου καταργήθηκε στην πρώιμη Μεταπολίτευση, το 1975. «Νεκραναστήθηκε» όμως 38 χρόνια αργότερα, υπό την μορφή του άρθρου 103, του μνημονιακού νόμου 4172/2013 (γνωστού και ως «νόμου Βρούτση»). Κι έτσι η μηχανή του χρόνου πήγε στο 1969... Δεν φανταζόμαστε να υπήρχαν το ’69 κάποιοι τόσο αφελείς ώστε να φαντάζονταν ότι η Χούντα «πήρε πάνω της» την αρμοδιότητα του καθορισμού των κατώτατων μισθών και ημερομισθίων επειδή σκόπευε να προβεί σε... γενναίες αυξήσεις. Αλλά κι αν υπήρχαν, πολύ γρήγορα θα προσγειώθηκαν... Ας δούμε τα πορίσματα μιας αναλυτικής μελέτης του ΣΕΒ («Αγορά εργασίας και διάρθρωσις αμοιβών εις την ελληνικήν βιομηχανίαν»), που δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο του 1974: Η πραγματική αγοραστική αξία των κατώτατων ημερομισθίων αυξήθηκε κατά 5,1% στα έτη 1951- 59, κατά 5,9% στη δεκαετία 1960 - 69, αλλά μόνο 1,3% στην τριετία 1970 - 72. «Η σημαντική πτώσις μεταξύ 1969 - 1972 δεικνύει ουσιώδη μεταβολήν πολιτικής» υπογράμμισε ο ΣΕΒ, που φυσικά μόνο... αντιχουντικές διαθέσεις δεν τον διακατείχαν. Κι όλα αυτά προτού γιγαντωθεί ο πληθωρισμός, με βασικό χαρακτηριστικό τη μεγάλη ακρίβεια σε βασικότατα αγαθά διατροφής και ένδυσης. Ακρίβεια η οποία κινήθηκε σε ποσοστά μεγαλύτερα έως και πολλαπλάσια εκείνων που αφορούσαν τις ονομαστικές αυξήσεις στα κατώτατα μεροκάματα (1972-74). Στην ίδια έρευνά του ο ΣΕΒ επεσήμανε, φυσικά με ψυχρό, τεχνοκρατικό πνεύμα, δυο βασικές επιπτώσεις που είχε η τόσο μεγάλη καθήλωση των κατώτατων μισθών και ημερομισθίων επί Χούντας. Πρώτον, ότι συνέβαλε καταλυτικά ώστε να διατηρηθεί η εξωτερική μετανάστευση σε επίπεδα τόσο υψηλά όσο σε καμία άλλη χώρα του ευρωπαϊκού Νότου, τα χρόνια εκείνα. Δεύτερον, ότι η πενιχρότητα των κατώτατων αποδοχών καθήλωνε και τους μισθούς σημαντικού τμήματος των εργαζομένων. Τα στοιχεία του ΥΠΕΘΟ αποτυπώνουν ανάγλυφα τη βούληση της Χούντας: Στην τετραετία 1964 - 67 η μέση ετήσια αύξηση της παραγωγικότητας ήταν 9,15% και των μισθών 9,05%. Σχεδόν το ίδιο, δηλαδή. Στην επταετία 1968 -74, η μέση ετήσια αύξηση της παραγωγικότητας ήταν 7,22% και των μισθών 5,11%. Εξυπακούεται πως αυτό το πενιχρό 5,11% ενσωμάτωνε και «γερές» αυξήσεις, σε τομείς όπου αυτό «έπρεπε» να γίνει. Όπως π.χ. στις Ένοπλες Δυνάμεις, ειδικά το ’68 (αυξήσεις 19,05%).