Ο σκεπτικισμός για την έννοια δεν αγγίζει μόνο την Alt Right. Και ένα συντηρητικό τμήμα της Αριστεράς δυσκολεύεται να κατανοήσει τη σημασία της λέξης, η οποία ωστόσο υπάρχει στο φεμινιστικό -αρχικά- λεξιλόγιο από αρκετά παλιά, από το 1976, όταν την εισήγαγε η Νοτιο-αφρικανή φεμινίστρια Νταϊάνα Ράσελ, η οποία έφυγε από τη ζωή ακριβώς πριν έναν χρόνο, συγγραφέας του βιβλίου «Το μυστικό τραύμα», που μιλά ακριβώς για τη βία εναντίον των γυναικών. Η Ράσελ ορίζει τη γυναικοκτονία ως τον «φόνο μιας γυναίκας από έναν άνδρα, επειδή είναι γυναίκα» - κάτι το οποίο απαντά σε όσους αναρωτιούνται γιατί να υπάρξει ένας ειδικός όρος, διαφορετικός από την ανθρωποκτονία. Τα στοιχεία παγκόσμια δείχνουν ότι ο όρος κάθε άλλο παρά αναφέρεται σε ένα περιθωριακό φαινόμενο. Από τις γυναίκες που δολοφονούνται σε όλον τον κόσμο, το 58% δολοφονείται από τον νυν ή τον πρώην σύντροφό της ή κάποιο άτομο του στενού οικογενειακού της κύκλου για λόγους «τιμής» που σχετίζονται με το φύλο της. Τέτοιοι φόνοι συμβαίνουν, σύμφωνα με στοιχεία που επιβεβαιώνονται από διεθνείς οργανισμούς, κατά μέσο όρο 137 τη μέρα, σε όλον τον κόσμο.
Ο όρος έχει γενικευτεί πλέον, από κοινωνιολογική σκοπιά, από τους περισσότερους διεθνείς οργανισμούς, ανάμεσά τους και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Όχι όμως νομικά. Η έννοια της γυναικοκτονίας αναγνωρίζεται ως ξεχωριστό ποινικά είδος ανθρωποκτονίας σε λίγους ποινικούς κώδικες. Αυτή είναι μια μάχη που δίνουν οι γυναικείες οργανώσεις, στην Ελλάδα, την Ευρώπη και όλον τον κόσμο, σήμερα. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, όπου ούτε ο αντιρατσιστικός νόμος αφήνει ανοιχτή τη δυνατότητα να καταγραφεί η γυναικοκτονία ως έγκλημα με ρατσιστικό κίνητρο, τα «εγκλήματα πάθους» κατέληγαν συχνά στα δικαστήρια με την απόδοση ελαφρυντικών στον δολοφόνο.
Ίσως γιατί, παρά την περί του αντιθέτου θορυβώδη φλυαρία, η αντίληψη ότι το «πάθος» και η «τιμή» αποτελούν τους πιο «ευγενικούς» λόγους για να σκοτώσει κανείς μοιάζει να αντέχει ακόμα σε μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, που παραμένει πολύ πιο πατριαρχική από όσο νομίζει.