Σία Αναγνωστοπούλου

15
11

Σία Αναγνωστοπούλου: Σταγόνες μνήμης για μια βεβιασμένη συμφιλίωση

Ερώτημα πρώτο λοιπόν: αποδίδει η ταινία «Καλάβρυτα 1943» τη φρίκη του ναζισμού; Σε καμιά περίπτωση δεν την αποσιωπά ή την αποκρύπτει. Όμως δεν την φωτίζει με αμετάκλητο τρόπο. Και αυτό νομίζω –τουλάχιστον στα μάτια ενός ιστορικού- είναι το σημαντικότερο πρόβλημα της ταινίας. Η ένταση του αμετάκλητου, του αδιαπραγμάτευτου, του ανείπωτου λείπει. Δεν φταίει όμως για αυτό το αφηγηματικό στοιχείο του «καλού αυστριακού ναζί» που ανοίγει την πόρτα του σχολείου για να σωθούν οι γυναίκες και τα κορίτσια, που παρεισφρέει στην ταινία. Το αμετάκλητο, το αδιαπραγμάτευτο, της ναζιστικής φρίκης δεν έχει μελοδραματικότητα. Έχει δραματικότητα. Έχει ένταση, τρόμο και απέραντη απελπισία. Δεν αποδίδονται στην ταινία αυτά. Μόνο στο «θεϊκό» πρόσωπο του Μαξ Φον Σίντοφ, που γεμίζει την οθόνη –δυστυχώς σε ελάχιστες στιγμές- αποτυπώνεται όλος ο πόνος από την απίστευτη τραγωδία. Αποτυπώνεται το ανείπωτο! Σε καμιά άλλη περίπτωση, ούτε στην εκτέλεση των αντρών και των αγοριών, ούτε στην αναζήτηση των δικών τους νεκρών από τις γυναίκες μέσα στο σωρό των εκτελεσμένων στο λόφο του μαρτυρίου. Και εδώ κατά τη γνώμη μου εντοπίζεται ένα παράθυρο διαπραγμάτευσης της φρίκης στην ταινία: περισσότερη ένταση έχει η σκηνή όταν ο «καλός ναζί» ανοίγει με το πόδι του την πόρτα του σχολείου, παρά οποιαδήποτε άλλη σκηνή φρίκης. Ερώτημα δεύτερο: προσπαθεί η ταινία να παραχαράξει και να αναθεωρήσει την Ιστορία; Δεν νομίζω ότι αυτή είναι η, συνειδητή τουλάχιστον, πρόθεση των συντελεστών της. Έχει τα πάντα η ταινία για να την καθιστά αξιόπιστη ιστορικά. Και το τραγικό γεγονός του Ολοκαυτώματος, και την ιστορική και ηθική νομιμότητα των αποζημιώσεων και τον επιζήσαντα πρωταγωνιστή (Μαξ Φαν Σίντοφ) που μαρτυρά το παρελθόν. Δεν έχει μόνο αυτά όμως. Έχει και τα άλλα. Το παρόν, το σήμερα, που συνδιαλέγεται με το παρελθόν κατεξοχήν μέσα από την πρωταγωνίστρια. Από τη Γερμανίδα, δικηγόρο του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών, που τελικά πείθεται, χάρη στη μαρτυρία του επιζήσαντα και στα αρχεία που μελετά, για τη βασιμότητα των αποζημιώσεων. Έχει επίσης και την «ουρά» του «καλού ναζί»: τη γυναίκα του που βεβαιώνει ότι αυτός ήταν «καλός». Αυτό το πήγαινε-έλα ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, χωρίς καμιά ένταση ούτε στο ένα ούτε στο άλλο, όπου και στους δύο χρόνους οι δυνατοί σύνδεσμοι είναι ο «καλός ναζί» και η μεταστραφείσα δικηγόρος –πολύ λιγότερο ο επιζήσας πρωταγωνιστής- καθιστά την Ιστορία επίπεδη, χωρίς τις αιχμές της και τις τραγικές γωνίες της. Αυτό που μένει τελικά –τουλάχιστον στα δικά μου μάτια- είναι μια ταινία «βεβιασμένης συμφιλίωσης» του παρελθόντος με το παρόν, με όλα τα αφηγηματικά στοιχεία που αυτή η συμφιλίωση παρελθόντος-παρόντος απαιτεί. Αυτό είναι το πρόβλημα κατά τη γνώμη μου: η «βεβιασμένη συμφιλίωση», η κακοχωνεμένη, σχεδόν αποϊστορικοποιημένη πρόσληψη του παρελθόντος σε ένα παρόν που τα καθιστά όλα αποσπασματικές «σταγόνες μνήμης», και όχι ένα συνεκτικό, ορμητικό «ποτάμι επίγνωσης» του ανείπωτου.