Η φράση: να εκλέγεται άμεσα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, επειδή το θέλει ο λαός, είναι λαϊκισμός. Και μάλιστα όχι λαϊκισμός όπως τον εννοούν ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Σταύρος Θεοδωράκης, που αποκαλούν λαϊκισμό το αίτημα για δωρεάν Παιδεία και φορολογική δικαιοσύνη, δηλαδή να πληρώνουν πολλά οι πλούσιοι και λίγα οι φτωχοί. Η πρόταση για άμεση εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι λαϊκισμός επειδή επιδιώκει να δημιουργήσει στον λαό, στους πολίτες, το αίσθημα ότι, ψηφίζοντας κάθε κάτι χρόνια έναν άνθρωπο, συμμετέχουν, ότι η γνώμη τους μετράει.
Αυτό το αίσθημα είναι ψευδές είτε έχει είτε δεν έχει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αυξημένες αρμοδιότητες. Αν δεν έχει αρμοδιότητες, το αίσθημα είναι ψευδές, γιατί τι νόημα έχει η φασαρία της απευθείας εκλογής ενός τελετάρχη – αυτή είναι σήμερα η θέση του Προέδρου: προσέχει να ορίζεται πρωθυπουργός αυτός που λέει το Σύνταγμα ότι πρέπει να οριστεί και με τη διαδικασία που λέει το Σύνταγμα, και υπογράφει ό,τι του δίνει η κυβέρνηση να υπογράψει. Άλλωστε, η απευθείας εκλογή του Προέδρου σημαίνει προεκλογική εκστρατεία των υποψηφίων, που θα είναι πολιτική – όπως το είδαμε πρόσφατα (και θα το ξαναδούμε) στην Αυστρία. Εάν πάλι ο Πρόεδρος έχει αυξημένες αρμοδιότητες, τότε ο λαός ψηφίζει κάποιον, ο οποίος κατά τη διάρκεια της θητείας του είναι ανεξέλεγκτος στην άσκηση αυτών των αρμοδιοτήτων, δηλαδή ο λαός την έχει πατήσει.
Για παράδειγμα, όταν ο σημερινός πρωθυπουργός υπέγραψε τη συμφωνία του περασμένου Ιουλίου με τους δανειστές, ο έλεγχος που του ασκήθηκε ήταν επώδυνος: με την υπερψήφιση της συμφωνίας από την αντιπολίτευση και την άρνηση ψήφου από σημαντικό μέρος των βουλευτών της συμπολίτευσης του τέθηκε το, εξόχως πολιτικό, δίλημμα είτε να συμπορευτεί με τα κόμματα του παλιού καθεστώτος, είτε να παραιτηθεί. Με αυτό τον τρόπο ο λαός, διά των εκλεγμένων αντιπροσώπων του, άσκησε έλεγχο στην κυβέρνηση. Αν, αντίθετα, ένας άμεσα εκλεγμένος Πρόεδρος ασκήσει πολιτική είτε με διαγγέλματα, είτε με παύση της κυβέρνησης, είτε με σύγκληση υπουργικού συμβουλίου με δική του ημερήσια διάταξη, είτε αρνούμενος να ορίσει πρωθυπουργό που δεν είναι της αρεσκείας του, είτε διαλύοντας τη Βουλή επειδή (κατά την ανεξέλεγκτη κρίση του) βρίσκεται σε αντίθεση με το λαϊκό αίσθημα, κανείς δεν μπορεί να τον ελέγξει και, στην έσχατη περίπτωση, να τον αναγκάσει σε παραίτηση.
Τα παραδείγματα προεδρικών πολιτικών παρεμβάσεων της προηγούμενης παραγράφου δεν είναι τυχαία: είναι οι αρμοδιότητες που συνήθως έχουν ισχυροί Πρόεδροι της Δημοκρατίας, π.χ. στην Πορτογαλία και στην Αυστρία. Και δεν χρειάζεται καν να ασκήσει ο ισχυρός Πρόεδρος αυτές του τις αρμοδιότητες. Αρκεί να τις έχει: στην Ελλάδα, μεταξύ 1981 και 1985, ο τότε πρωθυπουργός βρισκόταν σε μια ανεκδήλωτη ομηρία: ο ισχυρός Πρόεδρος, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, μπορούσε, εάν είχε σοβαρές ενστάσεις, ας πούμε με την εξωτερική ή την ευρωπαϊκή πολιτική της κυβέρνησης, να παρέμβει. Αυτό άλλαξε με την αναθεώρηση του Συντάγματος το 1986, με την οποία εξαλείφθηκε μια πιθανή εστία πολιτικών κρίσεων.
Ακριβώς επειδή ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας με το Σύνταγμα του 1974 είχε αυξημένες αρμοδιότητες, η εκλογή του ορίστηκε να είναι πολιτική: είτε με συναίνεση των κομμάτων της Βουλής και αυξημένη πλειοψηφία, είτε, αν η συναίνεση δεν υπήρχε, από φρεσκοεκλεγμένη Βουλή, δηλαδή με ερώτηση που απευθυνόταν στον λαό. Αυτό, πράγματι, με τις σημερινές τυπικές αρμοδιότητες του Προέδρου, δεν χρειάζεται.
Μα, θα πει κανείς, δεν χρειάζεται ένα αντίβαρο στη μεγάλη εξουσία του πρωθυπουργού; Δεν χρειάζεται μια δεύτερη ισχυρή γνώμη; Μα υπάρχει αυτό το αντίβαρο: είναι η Βουλή, που εκλέγεται με το σύστημα της απλής αναλογικής και, επομένως, σχηματίζει συμμαχικές κυβερνήσεις, στις οποίες ο πρωθυπουργός δεν είναι τόσο ισχυρός, γιατί πρέπει να συνεννοηθεί με τους συμμάχους στην κυβέρνηση συνεργασίας της οποίας ηγείται. Άλλωστε, οι συνταγματικές ρυθμίσεις που δίνουν τέτοια θηριώδη δύναμη στον πρωθυπουργό ούτε τη δημοκρατία υπηρετούν, ούτε την αποτελεσματικότητα ενισχύουν. Αυτό μας το δείχνει η εμπειρία της χώρας μας τις τελευταίες δεκαετίες και εξηγείται λογικά: η ενός ανδρός (ή μιας γυναικός) αρχή δεν είναι αναγκασμένη να υπολογίζει άλλες γνώμες, παρεκτός αν η περιφρόνηση άλλων γνωμών αποδυναμώνει τη θέση του αρχηγού. Χρειάζεται, λοιπόν, να σκεφτούμε πώς η μεγάλη εξουσία του πρωθυπουργού μπορεί να μετριαστεί με την ενίσχυση της συλλογικότητας του υπουργικού συμβουλίου, στη σύνθεση του οποίου θα μπορούσε να παρεμβαίνει η Βουλή. Και πώς η μεγάλη εξουσία της κυβέρνησης μπορεί να μετριαστεί με την αναμόρφωση της Βουλής σε εργαζόμενο και κυβερνών σώμα, ενισχυμένο, μάλιστα, με μία πολύ σοβαρή αρμοδιότητα την οποία στην Ελλάδα πάντοτε πρότεινε η Αριστερά: την αποκλειστική αρμοδιότητα να προκηρύσσει πρόωρες εκλογές.
Το Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας, που δίνει τόσο ισχυρές εξουσίες στον πρωθυπουργό, κρατάει δύο αρμοδιότητες που τις δίνει αποκλειστικά στις κοινοβουλευτικές ομάδες, δηλαδή στα κόμματα. Είναι η πρόταση υποψηφίων για το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας και η πρόταση για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Ποτέ αυτές οι διατάξεις του Συντάγματος δεν έγιναν σεβαστές, δυστυχώς ούτε από την κυβέρνηση της Αριστεράς. Θα μου πεις: μα οι πρωθυπουργοί, που κάνουν αυτές τις προτάσεις, είναι πρόεδροι των κομμάτων τους. Ναι, αλλά τα ίδια τα κόμματα, οι κοινοβουλευτικές τους ομάδες και τα ηγετικά τους όργανα, δεν θα έπρεπε προηγουμένως να έχουν συζητήσει και να έχουν αποφασίσει; Και αν στην περίπτωση της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας δεν θέλεις να βγουν τα ονόματα των πιθανών υποψηφίων στις ρούγες, για την αναθεώρηση του Συντάγματος δεν ισχύει το ίδιο. Και ιδιαίτερα για τον ΣΥΡΙΖΑ, που θέλει να είναι υπόδειγμα δημοκρατικής εσωκομματικής λειτουργίας, υπήρξε έστω και κατ’ ελάχιστον σχετική συζήτηση που να επιτρέπει στον πρόεδρο του κόμματος να υποστηρίζει με ζέση, αν και με σαθρά επιχειρήματα, την αλλαγή του πολιτεύματος;
Commonality