Από τον “ΣΥΡΙΖΑ των συνιστωσών” στο ενιαίο κόμμα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς και μετά στο σχήμα “ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία” και τώρα στο εγχείρημα ενός «μετασχηματισμού» για ένα νέο Πολιτικό Υποκείμενο, του οποίου ο τύπος και τα χαρακτηριστικά αποτελούν ανοιχτό πρόβλημα:
Αφετηριακά ερωτήματα
Πρόκειται για την αναζήτηση μιας κομματικής «φόρμας» με κυρίαρχο κριτήριο την «προσαρμογή» στην συγκυρία; Για την παραδοχή μιας ασυμβατότητας μεταξύ ριζοσπαστισμού και ρεαλισμού, η οποία θέτει όρια στην διευρυμένη απήχηση των ιδεών μας στην κοινωνία; Ή για την αναγκαία ανανέωση ενός δύσκολου και απαιτητικού «Πολιτικού Παραδείγματος», που έχει τη δυνατότητα να προσδώσει στον αριστερό ριζοσπαστισμό μαζική έκφραση και ιστορικό βάθος στην αναμέτρηση με τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό;
Υπάρχουν αφετηριακά ερωτήματα, η απάντηση των οποίων καθορίζει εναλλακτικές επιλογές προσανατολισμού. Αν παρακαμφθούν, η προσπάθεια θα αφεθεί στις «εμπνεύσεις» του τακτικισμού και του πολιτικού εμπειρισμού.
Διαφορετική, π.χ., θα είναι η πορεία και οι απαιτήσεις, αν εκτιμούμε ότι το μέγιστο που μπορούμε να πετύχουμε είναι η υλοποίηση ενός προγράμματος που επαναφέρει το παράδειγμα της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας (ακόμα κι αν θεωρούμε εφικτή την επαναφορά) και διαφορετική, αν επιχειρήσουμε να εισάγουμε στο πρόγραμμά μας πλευρές και στοιχεία μιας αντικαπιταλιστικής λογικής. Διαφορετικές σχέσεις φτιάχνεις με την κοινωνία όταν ο ριζοσπαστισμός παραμένει μια ομολογία πίστης, απ’ όταν γίνεται ευδιάκριτο στοιχείο της πολιτικής πρακτικής σου. Και δεν είναι βέβαιο ότι ο κομφορμισμός της «μετριοπάθειας» διευρύνει την πολιτική σου απήχηση.
Χρειαζόμαστε “διαλεκτική ένταση”
Χρειάζεται να συζητήσουμε πολύ και με πολλούς. Δημόσια, ανοίγοντας το διάλογο στην κοινωνία και πρωτίστως στον κόσμο της Αριστεράς. Χρειαζόμαστε την «διαλεκτική ένταση» ανάμεσα σε βεβαιότητες και αμφιβολίες. Οι βεβαιότητες δεν θα επιβληθούν με ιαχές και με την δημιουργία τετελεσμένων. Οι επιφυλάξεις μπορούν να λειτουργήσουν ως κριτική συνείδηση των βεβαιοτήτων. Οι συνθέσεις μπορούν να πραγματοποιηθούν, όχι όμως με τη λογική των «μέσων όρων».
Αυτό που δεν χρειάζεται είναι η αυτοπαγίδευσή μας σε μικρές και δευτερεύουσες αντιθέσεις, όπως αυτές που έχουν να κάνουν με τις διαφορετικές πολιτικές μας καταγωγές. Δεν πρόκειται μόνο για ζήτημα πολιτικής ηθικής – η καταγωγική διαφοροποίηση δεν μπορεί να συνεπάγεται υπέρτερα δικαιώματα και προνόμια. Αλλά για την κατανόηση ότι η διαιρετική τομή «ιδιοκτητών και προσκεκλημένων» δεν ταυτίζεται με την αντιπαράθεση δύο ομογενοποιημένων μπλόκ, ως προς την φυσιογνωμία του νέου πολιτικού υποκειμένου. Οι διαφορετικές προσεγγίσεις ενυπάρχουν εδώ και καιρό μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, ως εναλλακτικές εκδοχές για το μέλλον. Και είναι βέβαιο ότι στην πορεία προς το Συνέδριο, πολιτικές και ιδεολογικές συγκλίσεις θα πραγματοποιηθούν χωρίς την αναπαραγωγή αναχρονιστικών διαχωριστικών γραμμών ͘ και θα αφορούν θεμελιώδη ζητήματα ιδεολογίας, πολιτικής και προγράμματος.
Η συζήτηση στον πυρήνα του εγχειρήματος
Ας προσανατολίσουμε λοιπόν την συζήτηση στον πυρήνα του εγχειρήματος, δηλαδή στο τρίπτυχο: Ταυτότητα – Συγκυρία και στρατηγικός ορίζοντας – Ταξικές και κοινωνικές αναφορές. Προσπαθώντας να αποφύγουμε ασταθείς ισορροπίες και αμφισημίες.
• Ξέρουμε ότι το εγχείρημα που θέλουμε να αναλάβουμε, ως σχέδιο και ως πράξη, είναι ενταγμένο σε μια συγκεκριμένη συγκυρία. Ξέρουμε όμως, ταυτόχρονα, ότι δεν πρέπει να διαβάζουμε τη συγκυρία με όρους προσωρινότητας, αλλά ως στοιχείο μετάβασης και δημιουργίας του ορίζοντα των δικών μας «θέλω και πρέπει». Ένα εγχείρημα αυτής της κλίμακας, ως «παράδειγμα» ιστορικής κίνησης που διευρύνει συνεχώς τις προσδοκίες και τις δυνατότητες της κοινωνικής και ατομικής χειραφέτησης, δεν μπορεί να μην εγγράφεται και να μην επιβεβαιώνει συνεχώς την στρατηγική του προοπτική. Η πραγμάτωσή του δεν εξαντλείται στην, με κάθε θυσία, επόμενη εκλογική νίκη. Μια μονοδιάστατη προσήλωση σ’ αυτόν τον στόχο οδηγεί τελικά σ’ έναν πραγματισμό που θα περιορίσει το εύρος και την δύναμη της απεύθυνσής μας.
• Η απάντηση στο ερώτημα: αν αυτό που φιλοδοξούμε να παραχθεί είναι ένα πολιτικό υποκείμενο οργανικά συνδεδεμένο με την ιστορία και την κοινωνία, που παράγει ιδέες, ταυτότητα, πολιτική κουλτούρα και διεκδικεί την ιδεολογική ηγεμονία, ή αν η προτεραιότητα είναι η συγκρότηση ενός αποτελεσματικότερου μηχανισμού διεκδίκησης της κυβερνητικής εξουσίας, είναι απολύτως υποχρεωτική. Η ιστορική εμπειρία πάντως δείχνει ότι η αναμέτρηση με το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα απαιτεί μια Αριστερά υψηλών προδιαγραφών και απαιτήσεων.
• Το ερώτημα, αν οι ιδεολογικές και θεωρητικές «συνθήκες» ύπαρξης και ανάπτυξης του «παλαιού» ΣΥΡΙΖΑ έχουν τροποποιηθεί ή εκλείψει, θα μπορούσε να ενσωματωθεί στη συζήτηση. Θα βοηθούσε να διασταυρωθούν αναζητήσεις και ιδέες για το νέο κόμμα με την βιωμένη εμπειρία και με ομόλογους προβληματισμούς που έχουν κατατεθεί επί πολλά χρόνια.
• Το ζήτημα της Ταυτότητας και της Ιδεολογίας του νέου κόμματος βρίσκεται στην καρδιά της συγκρότησής του. Η συζήτησή του, που ήδη ξεκίνησε, δεν θα είναι εύκολη. Θα ήταν πολύ χρήσιμο, μορφωτικοί θεσμοί και διανοούμενοι που κινούνται στον χώρο της Αριστεράς να συμβάλλουν στην αποσαφήνιση εννοιών και στην μεθοδολογική προσέγγιση θεμάτων που δεν προσφέρονται για στείρα πολεμική. Αποσπασματικά και σχηματικά μπορούν να καταγραφούν κάποια σημεία ενδεικτικά της συνθετότητας του ζητήματος: Η αποδιάρθρωση ισχυρών κομματικών ταυτοτήτων στην χώρα μας και στην Ευρώπη παρήγαγε ανίσχυρα πολιτικά υβρίδια μιας «κεντρώας» στάσης, που αφομοιώθηκαν εύκολα από τον κυρίαρχο φιλελευθερισμό. Το παράδειγμα της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας και του Ιταλικού Κ.Κ. αποτελεί τυπικό δείγμα. Εκείνες οι ταυτότητες δεν αντλούσαν την συνοχή και την αποτελεσματικότητά τους από «προγράμματα» και τρέχουσες πολιτικές. Συνδέθηκαν με το πάθος, τη στράτευση, τις προσδοκίες και τις φαντασιώσεις των ανθρώπων, μέσω ιδεών και εναλλακτικών, ευρύτερα πολιτισμικών πρακτικών, που αμφισβητούσαν την καπιταλιστική ιδεολογική ηγεμονία. Η αντίληψη πως οι σύγχρονες κομματικές ταυτότητες μπορούν να συγκροτούνται μόνο Πολιτικά και Προγραμματικά είναι άκρως ιδεολογική ͘ ανήκει σ’ αυτό που ο Ελεφάντης χαρακτήρισε ως «ιδεολογία της μη ιδεολογίας». Η συγκρότηση της ταυτότητας του νέου κόμματος θα είναι μια δύσκολη διεργασία. Αυτό που επιβάλλεται, δεν είναι να οικοδομήσουμε τον φράχτη της αυτοαναφορικότητάς μας. Αυτό που μας αρμόζει είναι μια ταυτότητα – παράθυρο, για να κατανοήσουμε την κοινωνία και να συνομιλήσουμε μαζί της, από την σκοπιά των υποτελών.
• Η συγκρότηση του νέου κόμματος είναι εξ αντικειμένου μια ιδιόμορφη «απάντηση» στο πρόβλημα των πολιτικών συμμαχιών. Ο ΣΥΡΙΖΑ υλοποιεί, επί της ουσίας μια συμμαχία στο εσωτερικό του, στο σχήμα «κόμμα – παράταξη». Η παραγωγικότητα του σχήματος μένει να αποδειχθεί.
• Το αυτονόητο αίτημα για ένα λαϊκό κόμμα απαιτεί διευκρινήσεις. Η λαϊκότητα δεν συνεπάγεται την χρήση μιας «πολιτικής» γλώσσας αγοραίας επιθετικότητας. Ο διαχρονικός «αυριανισμός» συνιστά άρνηση της λαϊκότητας. Η λαϊκότητα δεν σημαίνει αναγκαστικά άμβλυνση των ταξικών προτεραιοτήτων ως προς τις κοινωνικές αναφορές. Τα ερωτήματα ως προς την έννοια «λαός» χρειάζονται αναλυτικές απαντήσεις (ο λαός ως διαχρονική «ουσία» ή ως διακύβευμα πολιτικής συγκρότησης;) Η αδιαμεσολάβητη από επαρκείς δημοκρατικές θεσμίσεις σχέση ηγέτη και «πλήθους» δεν αποτελεί πιστοποίηση λαϊκότητας.
Είναι φανερό ότι δεν διαθέτουμε συλλογικές απαντήσεις για όλα. Σημασία έχει να αρχίσουμε να τις ψάχνουμε. Και να ζητήσουμε την κριτική συμμετοχή του κόσμου της Αριστεράς στη διαμόρφωσή τους.
Δημήτρης Γιατζόγλου
Πηγή: Η Εποχή