Macro

Αμβλώσεις διά περιστρόφου;

Το ενδιαφέρον των ΜΜΕ, του κοινού αλλά και των εντεταλμένων υπηρεσιών για την έμφυλη διάσταση της εγκληματικότητας δεν είναι κάτι το καινοφανές. Είτε ως θύματα είτε ως θύτες, ακόμη και ως απλοί συνεργοί, οι γυναίκες -ιδίως οι νέες- αποτελούσαν πάντα ένα ιδιαίτερα δημοφιλές θέμα του αστυνομικού δελτίου, της ληστρικής παραλογοτεχνίας, της δημοτικής και επικής ποίησης και κάθε άλλης μορφής λόγου που ασχολήθηκε κατά καιρούς με την ανθρώπινη παραβατικότητα. Ως θύματα επιβεβαίωναν κατά κανόνα το στερεότυπο του «ασθενούς» και «ευάλωτου» φύλου. Το ίδιο περίπου και ως συνεργοί, όταν τον πρώτο ρόλο στο έγκλημα τον είχε κάποιο αρσενικό. Ως θύτες, φυσικοί ή ηθικοί αυτουργοί, τραβούσαν και τραβάνε πάλι την προσοχή, άλλοτε ως ζωντανές διαψεύσεις αυτού του παραδοσιακού ρόλου τους κι άλλοτε ως επιβεβαίωση πολύ προβληματικότερων (και αρνητικότερων) στερεοτύπων. Από τη Μήδεια, τη Σαλώμη και τη Μαρία την Πενταγιώτισσα μέχρι την Πισπιρίγκου και τους αναρίθμητους στόχους των παραδοσιακών «εγκλημάτων τιμής» ή των γυναικοκτονιών των ημερών μας, ο κυρίαρχος λόγος λατρεύει σταθερά τη θηλυκή πλευρά κάθε εγκλήματος –πραγματική, εικαζόμενη ή και εντελώς φανταστική.
 
Απέχουμε βέβαια αρκετά από τη δεκαετία του 1950, όταν την εξιχνίαση κάποιου βιασμού ακολουθούσε συχνά η σκηνοθεσία μιας γαργαλιστικής θεατρικής «αναπαράστασής του» από τον ιατροδικαστή Καψάσκη, με τον πραγματικό δράστη και το πραγματικό θύμα στους αντίστοιχους ρόλους, προς τέρψιν του δημοσιογραφικού φακού και του φιλομαθούς αναγνωστικού κοινού. Ακόμη και από τη δεκαετία του 1980, όταν το Αρχηγείο της ΕΛ.ΑΣ. γύρισε ταινία με τα κατορθώματα του διασημότερου «δράκου» των ημερών με μια καλλίγραμμη αστυνομικίνα στον ρόλο μιας βιασμένης και δολοφονημένης, πραγματικής φοιτήτριας. Σήμερα τα πάντα περιγράφονται πια με τη δέουσα πολιτικά ορθή φρασεολογία, ακόμη και όταν οι πρακτικές και οι νοοτροπίες ελάχιστα έχουν κατά βάθος αλλάξει: ως καλοί Ευρωπαίοι έχουμε επαρκώς εθιστεί στη διπλή γλώσσα μιας πολιτισμένης διαχείρισης της βαρβαρότητας. Με αποτελέσματα άλλοτε μεν φαιδρά και άλλοτε δυστυχώς τραγικά: αν η κοπέλα που σφάχτηκε από «τον πρώην της» δυο μέτρα έξω από το αστυνομικό τμήμα των Αγίων Αναργύρων δεν είχε πάρει τοις μετρητοίς την προσχηματική μετονομασία του υπουργείου Δημόσιας Τάξης σε υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, νομίζοντας αφελώς ότι τα περιπολικά είναι ταξί για την προστασία κάθε απλού πολίτη που κινδυνεύει, ίσως είχε αναζητήσει αποτελεσματικότερα μέσα αυτοπροστασίας ή/και αυτοάμυνας…
 
Για τη γενεαλογία πάλι της κυρίαρχης αστυνομικής νοοτροπίας περί γυναικείας εγκληματικότητας αλλά και για την επικοινωνιακή διάχυσή της στο ευρύ κοινό, στο χρονικό μεταίχμιο παράδοσης και νεωτερικότητας, αποκαλυπτικό είναι το τεκμήριο του δημοσιεύουμε εδώ από την προπαγανδιστική «Εκθεση Πεπραγμένων» της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής εν έτει 1960. Το πρώτο στοιχείο που εντυπωσιάζει είναι η επιλογή των «επικίνδυνων» κατηγοριών, η εγκληματικότητα των οποίων κρίθηκε απαραίτητο να τονιστεί με ειδικά σχεδιαγράμματα: «νέοι» και «γυναίκες», τα κατεξοχήν αντικείμενα ηθικού πανικού της δεκαετίας που είχε προηγηθεί. Από κει και πέρα, όσον αφορά ειδικά τις γυναίκες, η αναντιστοιχία ανάμεσα στον αναλυτικό επίσημο πίνακα και την ευφάνταστη εικονογράφησή του βγάζει κυριολεκτικά μάτι. Οι γυναίκες (κατηγορούνται ότι) διέπραξαν κυρίως αδικήματα σύμφυτα με την ιδιότητά τους ως μητέρων -ή δυνάμει μητέρων- ενός ανεπιθύμητου τέκνου (παιδοκτονίες, αμβλώσεις, εκθέσεις νεογέννητων) και σε απείρως μικρότερο βαθμό συνδεόμενα είτε με τη θέση τους σε μια πατριαρχική κοινωνία (κατά της τιμής, κατά των ηθών), είτε την κοινωνική αδυναμία τους (επαιτεία). Το ποσοστό της συμμετοχής τους σε συνήθη ελάσσονα πλημμελήματα (κλοπές, απάτες) είναι απεναντίας απείρως μικρότερο από αυτό της συμμετοχής τους στον γενικό πληθυσμό, ενώ απουσιάζει σχεδόν ολοκληρωτικά η βαριά εγκληματικότητα. Καμιά απολύτως σχέση δηλαδή με την αρκετά προκλητικά ντυμένη (για τα δεδομένα της εποχής) νεαρή γυναίκα με το άρτι χρησιμοποιημένο περίστροφο ανά χείρας, που επιλέχθηκε ως απεικόνιση του συγκεκριμένου πίνακα προσδίδοντάς του μια εντελώς παραπειστική διάσταση στο μυαλό του συνηθισμένου, βιαστικού αναγνώστη.
 
Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν η συγκεκριμένη έμπνευση ανήκε σε κάποιον φιλότεχνο χωροφύλακα ή αντλήθηκε από κάποιο υπερατλαντικό εγχειρίδιο, σε μια εποχή που οι αμερικανικές υπηρεσίες είχαν αναλάβει τον τεχνικό και επικοινωνιακό εκσυγχρονισμό των εγχώριων σωμάτων ασφαλείας. Σε κάθε περίπτωση πάντως το αποτέλεσμα ήταν ένα και το αυτό –όπως και η κουλτούρα που το υπαγόρευσε άλλωστε.
 
Τάσος Κωστόπουλος
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ