ΣΥΡΙΖΑ

Αλλαγή πορείας: τώρα

Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνηση και η πτώση του παραδοσιακού μεταπολιτευτικού δικομματισμού αποτέλεσε το αποκορύφωμα, στο πολιτικό πεδίο, μιας σειράς κοινωνικών και πολιτικών αγώνων –γενικές απεργίες, κινήματα πλατειών, αντιρατσιστικό και αντιφασιστικό κίνημα, εκλογικές διαδικασίες κ.λπ.– με στόχο την απεμπλοκή από τα μνημόνια και τις καταστροφικές συνέπειες της εσωτερικής υποτίμησης και των ακραίων νεοφιλελεύθερων πολιτικών στις οποίες είχαν εμπλέξει τη χώρα τα κόμματα του παραδοσιακού δικομματισμού: ΠΑΣΟΚ και ΝΔ.

Η υπογραφή του 3ου Μνημονίου, παρά το γεγονός ότι ήταν αποτέλεσμα αφόρητων οικονομικών και πολιτικών εκβιασμών, ενός πραξικοπήματος, αποτέλεσε στρατηγική ήττα τόσο για τον ΣΥΡΙΖΑ όσο και για την ελληνική Αριστερά, ενώ είχε αρνητικές συνέπειες και για την ευρωπαϊκή Αριστερά.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, στη σύντομη ιστορία του και μέχρι το 2015, υπήρξε το κόμμα-υπόδειγμα για την ευρωπαϊκή Αριστερά, τόσο για τις πρωτότυπες διαδικασίες συγκρότησής του όσο και για τη ριζοσπαστική του πολιτική. Στόχος, η συγκρότηση της Αριστεράς του 21ου αιώνα, μιας Αριστεράς ριζοσπαστικής, οριοθετημένης τόσο από τη σοσιαλδημοκρατία όσο και από τον σταλινισμό.

Στο οργανωτικό πεδίο, η πορεία ανασύνθεσης αντιμαχόμενων μέχρι τότε αριστερών κομμάτων, οργανώσεων, ομάδων και κινημάτων με προέλευση απ’ όλες τις παλιές και νέες τάσεις του κινήματος σε μια περίοδο άνθησης των αγώνων –από τη συμμετοχή στο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ μέχρι το κίνημα για το άρθρο 16, και από τη νεανική εξέγερση του 2008 μέχρι το αντιρατσιστικό κίνημα και τις δράσεις κατά των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων– οδήγησε, μέσα από μια πρωτότυπη, δύσκολη και γι’ αυτό ενδιαφέρουσα διαδικασία, στην ενοποίηση του κόμματος.

Στο πολιτικό πεδίο, ο ΣΥΡΙΖΑ υιοθέτησε μια πολιτική έντονα αντινεοφιλελεύθερη και αντιμνημονιακή, που αποκρυσταλλώθηκε σε όλες τις συνεδριακές του αποφάσεις, προτείνοντας μια σειρά μέτρων διεξόδου από το τέλμα της καταστροφικής πολιτικής των μνημονίων και της εσωτερικής υποτίμησης, όπως και για την απαλλαγή από την επιτροπεία.

Η νέου τύπου οργανωτική συγκρότηση και η ριζοσπαστική πολιτική είχαν ως αποτέλεσμα ο ΣΥΡΙΖΑ να αναδειχθεί ως η εναλλακτική λύση στην κρίση πολιτικής εκπροσώπησης στην οποία είχε οδηγηθεί, λόγω των σκληρών νεοφιλελεύθερων και μνημονιακών πολιτικών, ο παραδοσιακός μεταπολιτευτικός δικομματισμός.

Η πορεία αυτή ενέπνευσε και την ευρωπαϊκή Αριστερά. Δεν ήταν τυχαίο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε σημείο αναφοράς για τα αριστερά κόμματα και τα κινήματα σε μια σειρά χώρες της Ευρώπης, γεγονός που αποκορυφώθηκε με τον σχηματισμό του ψηφοδελτίου «H Άλλη Ευρώπη με τον Τσίπρα» (L’Altra Europa – Con Tsipras) στην Ιταλία.

Δυστυχώς, η ψήφιση του 3ου Μνημονίου ανέκοψε, αν δεν ακύρωσε, αυτή την πορεία.

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΜΝΗΜΟΝΙΩΝ

Το «ελληνικό υπόδειγμα», η επιβολή των καταστροφικών πολιτικών από τους λεγόμενους «θεσμούς», αποτελεί εξέλιξη η οποία υπονομεύει την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Η καταστρατήγηση των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι συνεχείς εκβιασμοί, τα τελεσίγραφα, η άρνηση επί της ουσίας κάθε είδους διαπραγμάτευσης, το πραξικόπημα του Ιουλίου του 2015 και οι συνεχιζόμενες αφόρητες πιέσεις και εκβιασμοί, όπως απέδειξαν και οι αποκαλύψεις των συνομιλιών των στελεχών του ΔΝΤ, για την υιοθέτηση ακόμα πιο αντικοινωνικών μέτρων έχουν μέχρι σήμερα αποδείξει ότι στο δρόμο της «διαπραγμάτευσης» με τις κυρίαρχες –οικονομικά και πολιτικά– νεοφιλελεύθερες δυνάμεις της ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν υπάρχει διέξοδος για την παραπαίουσα ελληνική οικονομία και τη βαριά πληγωμένη, σε όλα τα επίπεδα, ελληνική κοινωνία.

Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις, τόσο η ευρωπαϊκή Δεξιά, σε όλες της τις εκφάνσεις, όσο και οι μεταλλαγμένες ηγεσίες της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, ιδιαίτερα τα ισχυρά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα σε Γερμανία και Γαλλία, επιχειρούν να δώσουν λύσεις στην κρίση του νεοφιλελεύθερου-καπιταλιστικού μοντέλου με ακόμα πιο ισχυρή δόση νεοφιλελευθερισμού. Το ελληνικό «πειραματόζωο» δείχνει σήμερα στους Ευρωπαίους εργαζομένους το εφιαλτικό τους μέλλον.

Τα νέα μέτρα, που συνεχώς απαιτούν οι «θεσμοί», δεν προσφέρουν καμία διέξοδο και επιτείνουν την ήδη αφόρητη κατάσταση, εξέλιξη που αποδυναμώνει και υπονομεύει τη σημερινή κυβέρνηση. Η πολιτική των «θεσμών» αποβλέπει στην ανατροπή της κυβέρνησης μέσω του εκφυλισμού της, την κατάρρευση του «αριστερού υποδείγματος», και ιδίως στην «τιμωρία» του ελληνικού λαού, ο οποίος, παρά τις πρωτοφανείς τρομοκρατικές προτροπές τους, ψήφισε δύο φορές τον ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως βροντοφώναξε «Όχι» σε εκείνο το ανεπανάληπτο δημοψήφισμα. Οι «θεσμοί», στην ουσία οι κυρίαρχες ευρωπαϊκές ελίτ, κυνικοί, ανηλεείς και δεσποτικοί, έχουν κηρύξει έναν πόλεμο πρωτοφανών διαστάσεων στην ελληνική κοινωνία. Είναι δεδομένο ότι σε μια χώρα που μετατρέπεται σε αποικία χρέους, που εκποιεί όλη τη δημόσια περιουσία της και δεν έχει κανένα εργαλείο να ασκήσει δημόσια οικονομική πολιτική, εξαθλιώνεται η εργασία και το μέλλον της νεολαίας υποθηκεύεται.

Στο δρόμο των μνημονίων και της επιτροπείας δεν υπάρχει αριστερή διέξοδος.

Υπάρχουν δύο εναλλακτικές προοπτικές για την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Η πρώτη είναι η αποχώρηση από την κυβέρνηση. Στελέχη αλλά και ένα τμήμα της βάσης του κόμματος υποστηρίζουν τη λύση αυτή ως μια «ηρωική έξοδο». Μια αποχώρηση από την κυβέρνηση μπορεί να μη σημαίνει «δραπέτευση» –ατυχής χαρακτηρισμός, τον οποίο επικαλούνται συνεχώς ηγετικά στελέχη κυρίως της κυβέρνησης αλλά και του κόμματος–, αποτελεί, ωστόσο, πλήρη ομολογία αδυναμίας υλοποίησης των προεκλογικών δεσμεύσεων του κόμματος – μια ομολογία ήττας. Μια αποχώρηση από την κυβέρνηση υπονομεύει και τον μελλοντικό ρόλο της Αριστεράς, της όποιας Αριστεράς, ως εναλλακτικής κυβερνητικής λύσης.

Η δεύτερη –παρά τις τεράστιες δυσκολίες που υπάρχουν– είναι η προετοιμασία για τη μονομερή εφαρμογή του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ.

Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΕΝΟΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ

Η ελληνική κυβέρνηση είναι πλέον υποχρεωμένη, αφού αναγνωρίσει την αποτυχία των «διαπραγματεύσεων» και την έλλειψη αποφασιστικής υποστήριξης στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να προχωρήσει, ενημερώνοντας αναλυτικά τον ελληνικό λαό, σε μονομερή εφαρμογή του προγράμματός της. Η κυβέρνηση πρέπει να είναι σαφής. Πρέπει να δηλώσει ότι δεν πρόκειται πλέον να υποκύψει σε τελεσίγραφα, απειλές και εκβιασμούς και ότι το πολιτικό της πρόγραμμα είναι αυτήν τη φορά αδιαπραγμάτευτο. Ο οδικός χάρτης για την εφαρμογή του προγράμματος αποτελεί στην ουσία τον οδικό χάρτη για την απεμπλοκή από τα μνημόνια και την επονείδιστη επιτροπεία.

Η κυβέρνηση, εφαρμόζοντας ένα πρόγραμμα ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων, τομών και ριζικών αλλαγών στη χώρα –το συνεδριακό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι, σε πρώτη φάση, επαρκές–, ασφαλώς και θα εμπνεύσει τόσο τους εργαζόμενους και τα πλατιά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας όσο και τις δυνάμεις της Αριστεράς, της οικολογίας και των κινημάτων σε κάθε γωνιά της ηπείρου ώστε να βρει την αναγκαία υποστήριξη. Πρωταρχικός στόχος μιας κυβέρνησης της Αριστεράς σε μια χώρα της Ευρώπης είναι –πρέπει να είναι– η μάχη για την εφαρμογή ενός ριζοσπαστικού οικονομικού προγράμματος. Αυτό είναι, ιδιαίτερα σήμερα, το καθήκον της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ στη χώρα μας. Δεν πρόκειται για επανάσταση, όπως διατείνονται οι θεωρητικοί των συνεχών υποχωρήσεων, αλλά για στοιχειώδη μέτρα επιβίωσης της μεγάλης πλειονότητας της ελληνικής κοινωνίας.

Τι θα σημάνει όμως η άμεση εφαρμογή ενός ριζοσπαστικού προγράμματος; Οι κυρίαρχες οικονομικά και πολιτικά δυνάμεις, και βασικά οι πολιτικοί εκπρόσωποι του γερμανικού και γαλλικού καπιταλισμού, σε συνεργασία με το αστικό σύστημα εξουσίας στο εσωτερικό της χώρας, αν και αποδυναμωμένοι μετά το βρετανικό δημοψήφισμα, ασφαλώς και θα κηρύξουν στην κυβέρνηση τον οικονομικό και πολιτικό πόλεμο. Θα είναι οι κύριοι εχθροί της κυβέρνησης τη στιγμή που οι εργαζόμενοι όλης της Ευρώπης θα είναι, σε αυτή την περίπτωση, οι άμεσοι σύμμαχοί της.

Η κυβέρνηση πρέπει να ζητήσει, στο πλαίσιο του σύγχρονου διεθνισμού, από το ευρωπαϊκό κίνημα τόσο των χωρών του Νότου όσο και αυτών του Βορρά (πολιτικά κόμματα, συνδικάτα, μαζικά κινήματα, προσωπικότητες, εκπροσώπους του πνεύματος και της τέχνης) να υποστηρίξει την απόφαση του ελληνικού λαού να δώσει στη χώρα του τον αγώνα για την απαλλαγή από τη σημερινή καταστροφική πολιτική. Το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, τα κόμματα και οι οργανώσεις του αντικαπιταλιστικού ρεύματος, κόμματα και δυνάμεις της ριζοσπαστικής οικολογίας, αριστερά τμήματα της σοσιαλδημοκρατίας και τα μαζικά κινήματα έχουν τη δυνατότητα να βοηθήσουν αποφασιστικά μια ελληνική κυβέρνηση της Αριστεράς και μαζί με αυτή και τον αγώνα των Ευρωπαίων εργαζομένων για ριζικούς μετασχηματισμούς σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η εφαρμογή ενός ριζοσπαστικού προγράμματος στην Ελλάδα σήμερα, όπως και σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα, αποτελεί την πιο φιλοευρωπαϊκή πολιτική.

Η αντίληψη ότι η έξοδος από το ευρώ και, πολύ περισσότερο, η έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση προσφέρει, στο πλαίσιο ενός εθνικού κεϋνσιανού μοντέλου, μακροπρόθεσμη διέξοδο για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία και κοινωνία σημαίνει εγκατάλειψη της πάλης για μια θεμελιακά νέα Ευρώπη, για μια νέα αρχιτεκτονική της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η έξοδος δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποτελεί στόχο της ριζοσπαστικής Αριστεράς, από το γεγονός ότι μακροπρόθεσμα οι λύσεις στο εθνικό πεδίο δεν έχουν προοπτική. Μια αυτάρκης ή αυτοδύναμη καπιταλιστική Ελλάδα, όπως άλλωστε και μια αυτάρκης Γερμανία, είναι αδύνατον σε βάθος χρόνου να υπάρξουν. Οι δύο χώρες πρέπει να αποτελέσουν μέρος μιας ανώτερης ενότητας. Το ζήτημα είναι με ποιους όρους θα γίνει η ενότητα αυτή. Με τους όρους των δυνάμεων του κεφαλαίου –αν υποθέσουμε ότι αυτή η ενότητα τελικά ολοκληρωθεί– ή με τους όρους των δυνάμεων της εργασίας;

Το ζήτημα όμως παραμένει και τίθεται το ερώτημα πώς θα αντιμετωπίσει η σημερινή ελληνική κυβέρνηση τις αφόρητες πιέσεις και τη συνέχιση του καταστροφικού μοντέλου που προκαλεί πραγματική ασφυξία στην ελληνική κοινωνία.

Αν η εφαρμογή ενός ριζοσπαστικού αριστερού προγράμματος προκαλέσει τη βίαιη αποπομπή της χώρας από την ευρωζώνη, η εξέλιξη αυτή θα είναι το τελικό αποτέλεσμα μιας πολιτικής ρήξης με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της Ευρώπης και δεν θα είναι –δεν πρέπει να είναι– η προϋπόθεση της. Μια τέτοια εξέλιξη –αν τελικά αυτή παράνομα και σε αντίθεση ακόμα και με τους υπάρχοντες ευρωπαϊκούς κανόνες επιβληθεί από τους «εταίρους»– δεν θα αποτελεί επιλογή, αλλά εξαναγκασμό, ένα ακόμα πραξικόπημα. Δεν θα πρόκειται για εθνική αναδίπλωση στο πλαίσιο ενός νέου στρατηγικού σχεδιασμού, αλλά για αναγκαστική πορεία για τη σωτηρία της χώρας και, σε τελική ανάλυση, για τη σωτηρία της ίδιας της ιδέας της ευρωπαϊκής ενοποίησης.

Η εφαρμογή των μνημονίων δεν είναι το μικρότερο κακό, αλλά το μεγαλύτερο εμπόδιο στην πάλη κατά της πολιτικής της διαρκούς λιτότητας και της πρωτοφανούς φτωχοποίησης. Ένας «ενάρετος» οικονομικός κύκλος, η αναστροφή της υφεσιακής πορείας της οικονομίας με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, στη βάση των μνημονίων, ακόμα κι αν μπορούσε να επιτευχθεί, όπως ευελπιστούν ορισμένοι ακόμα και στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, μοιραία θα είναι βασισμένος πάνω στα ερείπια των κατακτήσεων των εργαζομένων και του κοινωνικού κράτους.

Ασφαλώς και χρειάζεται προετοιμασία για μια αλλαγή πορείας, πάνω απ’ όλα όμως χρειάζεται πολιτική βούληση, επιστροφή στις συνεδριακές αποφάσεις, πρωτοβουλίες τόσο στο κοινοβούλιο όσο και στο κίνημα κυρίως, σύνδεση με την κοινωνία και προσφυγή στον ελληνικό λαό.

Η βίαιη αποπομπή οποιασδήποτε χώρας από την ευρωζώνη θα προκαλέσει κατά πάσα πιθανότητα, ιδιαίτερα μετά το βρετανικό δημοψήφισμα, μια κρίση όχι τόσο οικονομική και πολιτική –ασφαλώς θα έχει επιπτώσεις και αυτού του τύπου– όσο κρίση ευρωπαϊκής προοπτικής κυρίως. Το ζήτημα που θα τεθεί αμέσως μετά, ιδιαίτερα από τους αδύναμους κρίκους της ευρωζώνης, είναι ποια χώρα θα έχει σειρά στη συνέχεια. Μια αποχώρηση, πολύ περισσότερο μια βίαιη αποπομπή, θα προκαλέσει μια νέα, ακόμα μεγαλύτερη κρίση, που πιθανά θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου, υπονομεύοντας την ύπαρξη τόσο της ευρωζώνης όσο και της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το ενδεχόμενο, εξάλλου, να διασπαστεί η σημερινή Ευρώπη σε Ευρώπη «δύο ταχυτήτων» –όπως επιθυμεί ένα τμήμα του ευρωπαϊκού καπιταλισμού– ή ακόμα και να επιστρέψει μέσα από ακραία γεγονότα (άνοδος στη διακυβέρνηση των κομμάτων της Ακροδεξιάς κ.λπ.) στην Ευρώπη των εθνικών καθεστώτων στη βάση των σημερινών στρατηγικών επιλογών δεν μπορεί να αποκλειστεί.

ΣΤΟΝ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΠΕΡΧΟΜΕΝΗΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Αυτή η πιθανότητα κυοφορείται στις σημερινές πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξέλιξη που επιταχύνεται από τη νέα φάση της οικονομικής κρίσης, η οποία ήδη απειλεί την παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία, καθώς και από τις απρόβλεπτες συνέπειες της προσφυγικής κρίσης. Δεν είναι τυχαίο ότι πέντε μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες αντιμετωπίζουν τεράστια προβλήματα και μόνο η Deutsche Bank είναι εκτεθειμένη σε παράγωγα στο ύψος του εξωφρενικού ποσού των 55 τρισ. ευρώ, περισσότερο από κάθε άλλη τράπεζα στον κόσμο! Το ΔΝΤ εκτιμά, μάλιστα, ότι η Deutsche Bank αποτελεί τον μεγαλύτερο συστημικό κίνδυνο για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Το παγκόσμιο απόθεμα χρεών, τόσο το κρατικό όσο και το ιδιωτικό –παρά την εφαρμογή σκληρών νεοφιλελεύθερων πολιτικών–, αυξήθηκε από 142 τρισ. ευρώ το 2007 σε 200 τρισ. το 2015, με αποτέλεσμα το ποσοστό του στο παγκόσμιο ΑΕΠ να αυξηθεί από το 269% στο 286%. Η κρίση της Lehman Brothers το 2008 δεν θα είναι παρά ένα απλό κρυολόγημα μπροστά στην επερχόμενη επιδημία ασθενειών που απειλεί τον χρηματιστικό τομέα, τον πιο ισχυρό πυλώνα του σύγχρονου παγκόσμιου καπιταλισμού. Οι τεράστιες «φούσκες» του χρηματοπιστωτικού τομέα οδηγούν, αργά ή γρήγορα, το «μηχανισμό» της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας στη δίνη του Τριγώνου των Βερμούδων της παγκόσμιας κρίσης, με απρόβλεπτες συνέπειες. Οι τραπεζικές καταθέσεις βρίσκονται ήδη στο στόχαστρο της Μέρκελ και του γερμανικού καπιταλισμού. Στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών, μετά από απαίτηση της Γερμανίας, δεν συμπεριελήφθη, παρότι υπήρχε στο σχέδιο απόφασης, η πρόβλεψη για πανευρωπαϊκή εγγύηση των καταθέσεων. Το κυπριακό bail-in (το «κούρεμα» των καταθέσεων) αποτελεί ήδη μια πιθανή εξέλιξη για τις αδύναμες –και όχι μόνο– χώρες της Ευρωζώνης. Οι άμεσες γερμανικές απειλές κατά της Ιταλίας πάνω στο ζήτημα αυτό είναι το πιο πρόσφατο αλλά και το πιο ενδεικτικό παράδειγμα της σκοτεινής αυτής προοπτικής.

Η κυβέρνηση, όπως και να ’χει, οφείλει να είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει, από κοινού με τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού, όλα τα πιθανά ενδεχόμενα, έχοντας επίγνωση ότι σε κάθε περίπτωση θα βρεθεί στο στόχαστρο του αστικού συστήματος εξουσίας σε Ελλάδα και Ευρώπη. Το δημοψήφισμα του περασμένου Ιουλίου, ωστόσο, απέδειξε ότι η μεγάλη πλειοψηφία του εργαζόμενου λαού, οι μισθωτοί, οι άνεργοι, κυρίως οι νέοι, καθώς και οι συνταξιούχοι, ψήφισαν εντελώς συνειδητά, γνωρίζοντας τους κινδύνους από τη σύγκρουση με τις κυρίαρχες νεοφιλελεύθερες οικονομικά και πολιτικά δυνάμεις.

Το ελληνικό «πείραμα» της κυβέρνησης της Αριστεράς έχει τη δυνατότητα να εδραιωθεί και να αποκτήσει προοπτική αν εμπνεύσει και συμβάλει στην πυροδότηση συνολικότερων αλλαγών σε ολόκληρη την Ευρώπη. Σε αυτή την περίπτωση η απαλλαγή από τα Μνημόνια της καταστροφής –ακόμα και αν επιβληθεί βίαια στη χώρα η έξοδος από την ευρωζώνη– θα αποτελεί μια αναγκαία μεταβατική φάση, όχι προς τα πίσω, στην εθνική αναδίπλωση, αλλά προς τα εμπρός, στη μακριά και δύσκολη πορεία των κοινών αγώνων των ευρωπαϊκών λαών, από τον Ατλαντικό μέχρι τα Ουράλια –είτε οι χώρες τους βρίσκονται στην ευρωζώνη ή στην Ευρωπαϊκή Ένωση είτε όχι–, για μια νέα αρχιτεκτονική της ευρωπαϊκής ενοποίησης, για τη δημιουργία μιας θεμελιακά νέας Ευρώπης σε προοδευτική και σοσιαλιστική κατεύθυνση.

Το Κείμενο Θέσεων της Κεντρικής Επιτροπής αναγνωρίζει ότι «υπήρξε από τη δική μας μεριά αδικαιολόγητη υποτίμηση κρίσιμων παραγόντων (…) δεν αξιοποιήθηκε στον μέγιστο βαθμό η δυναμική του λαϊκού παράγοντα, που με μεγάλες κινητοποιήσεις σε Ελλάδα και Ευρώπη στήριξε τις διαπραγματεύσεις».

Αν και οι «υποτιμήσεις» –αυτές καθαυτές σοβαρές– στις οποίες αναφέρεται το κείμενο δικαιολογούν εκ των υστερών την υποχώρηση στον κυνικό εκβιασμό του Ιουλίου του 2015, εντούτοις η αντίληψη ότι από κοινού με την ηγεσία της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας μπορούν να αλλάξουν οι πολιτικοί συσχετισμοί και να αποκτήσει η ελληνική κυβέρνηση περιθώρια για την εφαρμογή του στοιχειώδους παράλληλου προγράμματος αποτελεί μια ακόμα υποτίμηση της σημερινής ευρωπαϊκής πραγματικότητας – μια λανθασμένη εκτίμηση για το ρόλο της σοσιαλδημοκρατικής ηγεσίας. Πρόκειται περί αυταπάτης. Η εφαρμοσμένη πολιτική της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση ακόμα και με το προσυνεδριακό κείμενο της Κ.Ε., το οποίο αναφέρει ότι «Με τα σημερινά δεδομένα κεντρικό ζήτημα αναδεικνύεται η αποτελεσματική οργάνωση και συνεργασία των δυνάμεων που συμμετέχουν ή παρακολουθούν το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς και ο διάλογος και η συνεργασία με τους Ευρωπαίους Πράσινους, καθώς και με εκείνα τα τμήματα της σοσιαλδημοκρατίας που δεν ανέχονται πλέον την ηγεμόνευση από τον νεοφιλελευθερισμό και αντιστέκονται στη λιτότητα και τον αυταρχισμό που τη συνοδεύει».

Οι συνεχείς επαφές, η ανάπτυξη σχέσεων και οι αμφίβολες συμμαχίες με τις σημερινές ηγετικές ομάδες της πλήρως μεταλλαγμένης ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, η οποία ακόμα και σήμερα εμμένει πεισματικά τόσο στη σκληρή νεοφιλελεύθερη ατζέντα όσο και στις συνεχείς αφόρητες πιέσεις και τους ωμούς εκβιασμούς κατά της ελληνικής κυβέρνησης, απαιτώντας τις καταστροφικές «δεσμεύσεις» του μνημονίου και τη συνέχιση της βαθύτατα αντιδημοκρατικής επιτροπείας, έχουν ως αποτέλεσμα σε μεγάλο βαθμό την αλλαγή του κλίματος –με κύρια χαρακτηριστικά το σκεπτικισμό, τον πεσιμισμό, τη βαθιά απογοήτευση και την έλλειψη προοπτικών– στο χώρο όχι μόνον του ΣΥΡΙΖΑ και της ελληνικής Αριστεράς, αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

ΜΕ ΠΟΙΟ ΚΟΜΜΑ

Το προσυνεδριακό κείμενο της Κεντρικής Επιτροπής αναφέρει ότι το κόμμα αποδείχτηκε ανεπαρκές να προσαρμοστεί στις «απαιτήσεις της νέας περιόδου (…) Το αποτέλεσμα ήταν, σε κάθε καμπή διαπραγμάτευσης, το κόμμα να εκπλήσσεται από διαρκώς νέα δεδομένα και να μην μπορεί να αντιδράσει στις επιθέσεις και την υπονομευτική δράση του αντιπάλου» (!). Πρόκειται περί αντιστροφής της πραγματικότητας. Δεν ήταν το κόμμα –το οποίο έδωσε με αυταπάρνηση τις μάχες των εκλογών και του δημοψηφίσματος μέσα στο 2015 και στη συνέχεια τη μεγάλη μάχη της αλληλεγγύης–, αλλά η κυβέρνηση, η οποία, χωρίς προσανατολισμό, όχι μόνον εκτιμούσε λανθασμένα, όπως η ίδια αναγνωρίζει, τους συσχετισμούς και υποτιμούσε τους κινδύνους από την «ασύμμετρη διαπραγμάτευση», αλλά και αποδείχθηκε ότι δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει, στη βάση του δικού της προγράμματος, τις «συνθήκες μεθοδευμένου εγκλωβισμού της σε μια κατάσταση απόλυτης οικονομικής ασφυξίας» και τον «ασύμμετρο οικονομικό πόλεμο» του αστικού συστήματος εξουσίας σε Ελλάδα και Ευρώπη.

Ένα τμήμα τόσο της κυβέρνησης όσο και της ηγεσίας του κόμματος θεωρεί, μάλιστα, ότι το πρόβλημα βρίσκεται όχι στην πολιτική και τη λειτουργία της κυβέρνησης, αλλά στη λειτουργία και την παρέμβαση του κόμματος. Το Κείμενο Θέσεων της Κ.Ε. αναφέρει ότι «Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ενιαίος και πολυτασικός, πλουραλιστικός (…) Στο πλαίσιό του αναγνωρίζεται η δυνατότητα ύπαρξης και λειτουργίας τάσεων και ρευμάτων ιδεών». Σε αντίθεση με την αυτονόητη αυτή θέση, ένα τμήμα ηγετικών –και όχι μόνον– στελεχών του κόμματος επαναφέρει συνεχώς την αναγκαιότητα του «ενιαίου κόμματος», το οποίο υποτίθεται ότι δεν θα συνιστά «άθροισμα διαφόρων τάσεων, ομάδων και παραγόντων που προσπαθούν τεχνητά να εμφανίζονται ως ενιαίο κόμμα». Δεν είναι τυχαίο ότι, έπειτα από πολλά χρόνια, άνοιξε και στον ΣΥΡΙΖΑ η συζήτηση της κατάργησης των τάσεων, το δικαίωμα ύπαρξης των οποίων αποτελεί ένα από τα βασικά στοιχεία που διαφοροποιεί διαχρονικά τη ριζοσπαστική και ανανεωτική Αριστερά από το ιστορικά καταδικασμένο σταλινικό μοντέλο.

Υπάρχουν, βέβαια, και οι ακραίες απόψεις που ζητούν τα συνέδρια του κόμματος να αναθέσουν τις διαδικασίες εκλογής του προέδρου και της Κ.Ε. στη «βάση» του κόμματος, στην ουσία στους ψηφοφόρους του, μια αντίληψη που, ενώ δεν έχει τίποτα κοινό με τις λειτουργίες των κομμάτων της Αριστεράς, έχει πολλά κοινά, ταυτίζεται σχεδόν, με τις διαδικασίες των αστικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Η αντίληψη αποτελεί την πλήρη άρνηση της έννοιας του κόμματος της Αριστεράς, όποια μορφή κι αν έχει κανείς υπόψη του.

Τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει στην εσωτερική του λειτουργία ο ΣΥΡΙΖΑ –μέσα σε ένα πλαίσιο μεγάλης απογοήτευσης των ψηφοφόρων αλλά και των μελών του– είναι τα έντονα φαινόμενα της υποκατάστασης των οργάνων, του προεδροκεντρισμού και του παραγοντισμού κάθε μορφής. Είναι η έλλειψη δημοκρατίας και διαφάνειας, η μη τήρηση κανόνων δεοντολογίας και των καταστατικών του αρχών, η έλλειψη κουλτούρας και σεβασμού της συλλογικότητας. Είναι η εφαρμοσμένη κυβερνητική πολιτική που δημιουργεί τα προβλήματα στο κόμμα, και όχι το αντίθετο. Η τελευταία σύνοδος της Κ.Ε. ήταν αποκαλυπτική. Η σιγή νεκροταφείου που επικράτησε σε σχέση ακόμα και με το πρόσφατο παρελθόν, η παντελής έλλειψη συζήτησης για όλα τα κρίσιμα ζητήματα της συγκυρίας και η έλλειψη στοιχειώδους κριτικής και αυτοκριτικής μπορεί να ενθουσίασαν τους θιασώτες του «ενιαίου κόμματος», απέδειξαν όμως ότι το ανώτερο όργανο του κόμματος, η Κεντρική Επιτροπή, μέσα σε ένα κλίμα απογοήτευσης και έλλειψης προοπτικών, που αγκαλιάζει και το κόμμα, είναι πλέον σκιά του εαυτού του. Το γεγονός ότι η αίθουσα της συνεδρίασης κυριολεκτικά άδειασε μετά την ομιλία του πρωθυπουργού είναι φαινόμενο εξόχως αρνητικό, που δεν προσιδιάζει σε λειτουργία αριστερού κόμματος. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και ο φιλικός στο κόμμα Τύπος διαπίστωσε πως το κόμμα βρίσκεται «σε λήθαργο» και ότι «Εξεπλάγησαν πολλοί με την εικόνα που παρουσίασε η Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ (…) Τα συμπτώματα είναι έντονα και ανησυχητικά». Το κόμμα χάνει σταδιακά το αξιακό και κοινωνικό του στίγμα, καθώς και την ιδεολογικοπολιτική του ηγεμονία. Όμως το μοντέλο του κόμματος που θέλουμε να «υπηρετήσουμε» αντανακλά το όραμά μας για την κοινωνία που θέλουμε να μετασχηματίσουμε.

Ανάλογα προβλήματα εμφανίζονται, βέβαια, και στη σχέση κόμματος και κυβέρνησης. Η κυβέρνηση τείνει, στα βασικά πολιτικά επίδικα, να υποκαταστήσει το κόμμα, γεγονός που αποδυναμώνει τα διευθυντικά κομματικά όργανα, τη Γραμματεία και την Κεντρική Επιτροπή, με αποτέλεσμα την απαξίωση του κόμματος, με αρνητικές συνέπειες τόσο στη συνολική του λειτουργία και δράση όσο και στις σχέσεις του με τους εργαζόμενους, τη νεολαία και τα πλατιά λαϊκά στρώματα.

Είναι φανερό ότι χρειάζεται αλλαγή πορείας.

Αντώνης Κασωτάκης

Νίκος Κλείτσας

Σταμάτης Κοιλάκος

Νάντια Κουλουμπή

Τάκης Μαστρογιαννόπουλος

Γιώργος Οικονόμου

Μάκης Σπαθής