Συνεντεύξεις

Αλέξης Ηρακλείδης: «Η θέση περί “απειλητικής Τουρκίας” είναι μια κατασκευή με διάφορες σκοπιμότητες»

Μετά την κύρωση της ελληνογαλλικής αμυντικής συμφωνίας και ενώ έχουν βαλτώσει οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, συζητάμε με τον καθηγητή Διεθνών Σχέσεων και ανάλυσης-επίλυσης συγκρούσεων για το πλαίσιο που περιβάλλει το νέο εξοπλιστικό πρόγραμμα, όπως και για την εξωτερική πολιτική που ακολουθείται.
Το επιχείρημα για την ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία είναι η αποτροπή κινδύνων. Πώς μπορεί να πετύχει κάτι τέτοιο δια των όπλων;
Στη διεθνή πολιτική, η λογική του να αγοράζεις όπλα εμπίπτει κυρίως στη λογική της αποτροπής. Στηρίζεται στο ρητό του Ρωμαίου Vegetius, «αν θέλεις να αποφύγεις τον πόλεμο, να προετοιμάζεσαι για πόλεμο». Στη σχετική βιβλιογραφία αυτή η τακτική λέγεται «εσωτερική εξισορρόπηση», η δε αποτροπή με το να αποκτήσεις ισχυρούς συμμάχους λέγεται «εξωτερική εξισορρόπηση». Κατά τη γνώμη μου είναι λάθος αυτό το σκεπτικό, αν όντως αυτό οδήγησε στη ελληνογαλλική συμφωνία, δηλαδή ότι «δεν μπορώ ποτέ να συνεννοηθώ με την Τουρκία που παραμένει αθεράπευτα απειλητική, συνεπώς μπορώ μόνο να την αποτρέψω ή να την τρομάξω». Αυτή είναι μια λογική τελικά δεν οδηγεί πουθενά. Μπορεί βέβαια να χρησιμοποιηθεί βραχυπρόθεσμα, αν πράγματι ο αντίπαλος θέλει να σου κάνει κακό. Η Τουρκία έχει αλλού προβλήματα, δεν θέλει να προκαλέσει καμία ευρωπαϊκή χώρα, πόσω μάλλον να καταλάβει ελληνικά νησιά ή ηπειρωτικά εδάφη.
Υπάρχει απειλή;
Όχι απειλή καθαυτή, αλλά επιθετικές -και απαράδεκτες- εκφράσεις εκ μέρους του Ερντογάν και άλλων τούρκων αξιωματούχων, οι οποίες ικανοποιούν το εθνικιστικό μπλοκ που έχει δημιουργήσει ο Ερντογάν με το Εθνικιστικό Κόμμα (Μπαχτσελί). Παγιδεύεται σε αυτό το ακροατήριο και έτσι δεν μπορεί να λύσει και το μέγα θέμα που ταλανίζει τη Τουρκία εδώ και δεκαετίες, το Κουρδικό. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο Ερντογάν κάνει πολύ κακό από το 2016 και μετά στη χώρα του (όχι πριν, ειδικά το 2003-10 ο ρόλος του ήταν εντυπωσιακά θετικός). Αποτέλεσμα να έχει ψυχρανθεί με όλους τους γείτονές του, πλην Αζερμπαϊτζάν, και κάνει το ακριβώς αντίθετο από αυτό που θα έκανε ο Νταβούτογλου ή ο Γκιούλ («μηδέν προβλήματα με τους γείτονες»). Από την άλλη η Ελλάδα κατά καιρούς, ειδικά από το 2012 και μετά, δίνει πάτημα για εθνικιστικές τουρκικές αντιδράσεις, όπως με την ανίερη συμμαχία με το Ισραήλ, τις διάφορες κορώνες του Καμμένου ως υπουργού Άμυνας, τον EastMed, την προσπάθεια επέκτασης στην μακρινή Ανατολική Μεσόγειο, τις απειλές για 12 μίλια στο Αιγαίο και αλλού. Και προσοχή, όλες αυτές οι ατυχείς ελληνικές ενέργειες είναι ορατές στην Ευρώπη αλλά και στις ΗΠΑ, που βλέπει και κρίνει.
Ευρωπαϊκές πηγές κατά τη Σύνοδο για τα Δυτικά Βαλκάνια χαρακτήρισαν την αμυντική συμφωνία ως συμφωνία του 19ου αιώνα.
Θα συμφωνούσα. Πρώτα από όλα, και τα τρία κράτη είναι στο ΝΑΤΟ και επομένως συμμετέχουν στην ίδια αμυντική συμμαχία. Πώς λοιπόν θα είναι επιθετική η μία χώρα απέναντι στην άλλη; Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μιλούσε, μέχρι πρότινος, για τις διαφορές που υπάρχουν, χωρίς να περιοριστεί στην υφαλοκρηπίδα ως τη μόνη διαφορά, αλλά αναφερόταν, ορθώς, σε όλα τα θαλάσσια θέματα στο Αιγαίο. Φαινόταν να βαδίζει στο δρόμο της νηφαλιότητας, που είχαν χαράξει οι σημαντικότεροι πρωθυπουργοί της Μεταπολίτευσης (Κωνσταντίνος Καραμανλής, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, Κώστας Σημίτης, Ανδρέας Παπανδρέου επί περιόδου Νταβός το 1988) και πιο πρόσφατα και ο Γιώργος Παπανδρέου, δηλαδή διάλογος και επίλυση των διαφορών με αμοιβαία επωφελείς λύσεις, επίλυση «θετικού αθροίσματος». Όμως τώρα φαίνεται να επαναλαμβάνονται λάθη του παρελθόντος, όπως όταν κάναμε συμφωνία με το Ισραήλ του Νετανιάχου, στη γνωστή λογική «ο εχθρός του εχθρού είναι φίλος».
Πλέον υπάρχουν συμφωνίες με το Ισραήλ, την Σαουδική Αραβία και την Αίγυπτο, ώστε να αποδυναμωθεί η Τουρκία. Και έρχεται τώρα να προστεθεί η ελληνογαλλική συμφωνία. Ο Κ. Μητσοτάκης στη Σύνοδο για τα Δυτικά Βαλκάνια ισχυρίστηκε πως αναβαθμίζει γεωπολιτικά η θέση της Ευρώπης με αυτή τη συμφωνία. Δεν αναιρεί το ένα το άλλο;
Εκ πρώτης όψεως το ένα αντιβαίνει το άλλο. Όμως, υπάρχει περίπτωση να προσπαθεί με αυτό που κάνει ο Κ. Μητσοτάκης να ελιχθεί κατά των εθνικιστών που τον περιστοιχίζουν (Καραμανλής, Σαμαράς, που πρόσφατα πήραν και δημόσια θέση). Να προσπαθεί δηλαδή να εμφανιστεί ότι ακολουθεί το δικό τους δόγμα, την αποτροπή, αλλά ταυτόχρονα να εργάζεται διπλωματικά σε άλλη κατεύθυνση. Μακάρι. Αν αυτό ισχύει, πράγμα που δεν γνωρίζω, θα πρέπει τους Τούρκους να τους πείσει για τέσσερα πράγματα: (α) ο EastMed πάει περίπατο, (β) η Ελλάδα δεν διεκδικεί το Αιγαίο ως «ελληνική λίμνη», (γ) η Ελλάδα θέλει ειλικρινή διάλογο με την Τουρκία και (δ) τελική επίλυση των διαφορών με όρους αμοιβαίου συμφέροντος.
Για πρώτη φορά στην Βουλή δεν ειπώθηκε από τον πρωθυπουργό η λέξη «Χάγη». Ο δε υπουργός Εξωτερικών είπε ότι δεν μπορεί να γίνει διάλογος με casus belli. Έχει κάνει και επίσημα πια στροφή η κυβέρνηση;
Η ουσία βρίσκεται όχι στο ότι η Τουρκία είναι προκλητική -που είναι και θα συνεχίσει να είναι- αλλά στο ότι η θέση περί «απειλητικής Τουρκίας» είναι μια κατασκευή, ένα ελληνικό αφήγημα με διάφορες σκοπιμότητες. Το ερώτημα είναι όταν η ελληνική εξωτερική πολιτική ακολουθεί το δόγμα «σέρνουμε τα πόδια και δεν θέλουμε λύση» του Α. Παπανδρέου (πλην της εποχής Νταβός) και του Π. Μολυβιάτη (λύση στις ελληνικές καλένδες), προκειμένου να μείνει η κατάσταση ως έχει, γιατί το κάνει, τι φοβάται; Φοβάται ότι για να επιλυθεί η διένεξη του Αιγαίου, η Ελλάδα θα πρέπει να υποχωρήσει εκεί που είναι λάθος, όπως σε σχέση με τον εθνικό εναέριο χώρο (10 μίλια αντί 6 που έπρεπε να είναι). Καμία κυβέρνηση -και πάντως όχι μια κυβέρνηση της ΝΔ- δεν μπορεί (αυτό είναι το σκεπτικό Μολυβιάτη) να έχει το πολιτικό κόστος να αναγκαστεί να κάνει υποχωρήσεις στο Αιγαίο και ας κάνει υποχωρήσεις και η Τουρκία. Υπάρχει όμως και ένας άλλος λόγος που πολλοί Έλληνες δεν θέλουν την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών: πρόκειται για τη ανάγκη οι Τούρκοι να είναι απροσάρμοστοι, «βάρβαροι». Αυτός είναι ο βαθύτερος λόγος που δεν επιλύονται οι διαφορές, η ανάγκη των περισσότερων Ελλήνων να αντιπαθούν ή να μισούν τους Τούρκους ως «βάρβαρους», ανάγκη σχεδόν υπαρξιακή που έχει σχέση και με την κύρια αιτιολογία της Ελληνικής Επανάστασης.
Η τούρκικη πλευρά προχωρά σε ενέργειες διπλωματικής φύσης, προσφεύγοντας και στα Ηνωμένα Έθνη για τις γκρίζες ζώνες και την αποστρατιωκοποίηση νησιών. Πώς τις χαρακτηρίζεις;
Τα επιχειρήματα της Τουρκίας για αποστρατιωτικοποίηση νησιών και γκρίζες ζώνες δεν είναι έωλα. Ειδικά η αιγιαλίτιδα ζώνη από την εκβολή του Έβρου, μέχρι βόρεια από το Αγαθονήσι (το βορειότερο νησί των Δωδεκανήσων) δεν έχει οριστεί διμερώς (αντίθετα από τα Δωδεκάνησα). Η Τουρκία του Ερντογάν είναι πεπεισμένη ότι η Ελλάδα θέλει να βλάψει κατάφορα τα ζωτικά εθνικά της συμφέροντα. Αν εμείς έχουμε το «στρατιωτικό φόβο» της Τουρκίας, η Τουρκία έχει τον «διπλωματικό φόβο» της Ελλάδας, η οποία είναι στην ΕΕ και έχει και τη στήριξη του νέου προέδρου των ΗΠΑ (το γνωστό τουρκικό αφήγημα για την Ελλάδα ως «το αγαπημένο παιδί της Ευρώπης»). Για την Τουρκία, επομένως, είναι απαραίτητο να χρησιμοποιήσει όλα τα διπλωματικά όπλα που έχει. Αν μπει κανείς στα σάιτ του υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας και της Τουρκίας θα δει πόσο πιο επιθετικό στη διατύπωσή του και απόλυτο είναι το ελληνικό σε σχέση με το τουρκικό. Η Ελλάδα κατά καιρούς φλερτάρει με την επέκταση χωρικών υδάτων στα 12 μίλια και τη μονομερή ανακήρυξη ΑΟΖ. Το διεθνές δίκαιο απαγορεύει ρητά το δεύτερο. Τόσο με την υφαλοκρηπίδα όσο και με την ΑΟΖ οφείλεις να τα βρεις με το γείτονά σου είτε στη Χάγη είτε με διαπραγματεύσεις. Από την άλλη, η επέκταση των χωρικών υδάτων επιτρέπεται, αλλά δεν συνιστάται με βάση τις αρχές της καλής γειτονίας, δηλαδή είναι ανήκουστο να επεκταθείς και έτσι συνειδητά να βλάψεις τον γείτονα σου.
Ο Μεσούτ Χακί Τζασίν, σύμβουλος του Ερντογάν σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, δήλωσε πως ο υπερεξοπλισμός των νησιών είναι αιτία πολέμου (casus belli). Από την άλλη, ο Τσαβούσογλου προειδοποιεί για μονομερή ανακήρυξη ΑΟΖ στην Ανατολογική Μεσόγειο. Αυτές οι κινήσεις δεν τορπιλίζουν αντίστοιχα το κλίμα;
Η ανακήρυξη της ΑΟΖ δεν θα γίνει μονομερώς, αλλά σε συνεννόηση με την «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου», όπως έγινε με την υφαλοκρηπίδα τους. Ο όρος casus belli χρησιμοποιείται σαν τουρκικό επιχείρημα από το 1987, όταν το είπε ο Οζάλ πριν από το Νταβός. Χρησιμοποιήθηκε ξανά ακόμη πιο εμφατικά το 1996, όταν κύρωσε η Ελλάδα τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, όπου επιφυλάχθηκε για την επέκταση στα 12 μίλια σε μελλοντικό χρόνο. Δεν πρόκειται για πραγματική απειλή χρήσης ένοπλης βίας από πλευράς Τουρκίας αλλά, κατά την τουρκική οπτική, για το ύστατο όπλο που διαθέτουν για να αποτρέψουν την «επεκτατική Ελλάδα» να επεκταθεί στα 12 μίλια. Με άλλα λόγια είναι πεπεισμένοι ότι χωρίς να επικρέμεται αυτή η απειλή οι Έλληνες, που στόχο έχουν να τους βλάψουν, δεν θα διστάσουν και θα επεκταθούν μονομερώς.
Αυτή τη στιγμή είμαστε μπροστά σε δύο μεγάλα αδιέξοδα. Από τη μία το τέλμα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και από την άλλη η αποτυχία επίλυσης του Κυπριακού. Πώς μπορεί να χαραχθεί πολιτική στη Μεσόγειο και τα Βαλκάνια με βαλτωμένες σχέσεις;
Το αδιέξοδο-τέλμα είναι σε βάρος των ελληνικών συμφερόντων. Για το Κυπριακό το αρχικό και κύριο μερίδιο ευθύνης ανήκει στον Πρόεδρο Αναστασιάδη. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην ΕΕ που έχει τις μεγαλύτερες εξοπλιστικές δαπάνες, σαν να απειλείται, ενώ η Ελλάδα στρατιωτικά δεν απειλείται από καμία χώρα. Πριν δέκα περίπου χρόνια, ο Ερντογάν είχε πει ότι οι Έλληνες χρεοκόπησαν γιατί τους έχει καρφώθηκε η ιδέα ότι εμείς τους απειλούμε και έτσι κατέστρεψαν τη χώρα τους, παίρνοντας οπλικά συστήματα που τους είναι παντελώς άχρηστα, αφού εμείς δεν τους απειλούμε.

Ιωάννα Δρόσου, Παύλος Κλαυδιανός

Πηγή: Η Εποχή