Macro

Η αυξανόμενη σημασία της Ασίας

Η θέση της στον 21ο αιώνα

Πολλοί αναλυτές εκτιμούν ότι, εάν ο 19ος αιώνας ανέδειξε την ευρωπαϊκή ήπειρο σε παγκόσμιο ρυθμιστή του διεθνούς συστήματος και ο 20ός αιώνας τη Βόρεια Αμερική, ο 21ος αιώνας θα ανήκει στην Ασία και πιο συγκεκριμένα στην ανατολική και νότια Ασία.

Πριν από περίπου εξήντα χρόνια, το σύνολο, σχεδόν, αυτής της περιοχής της υδρογείου βρισκόταν σε μεγάλη περιδίνηση.

Η Ιαπωνία κλονισμένη από την ήττα της στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε αποφασίσει να επουλώσει τις πληγές της ευθυγραμμιζόμενη πλήρως με την αμερικανική υπερδύναμη, και η ηπειρωτική Κίνα, εξερχόμενη από μακροχρόνιο εμφύλιο σπαραγμό, αποτελούσε μια χώρα αρκετά αδύναμη, μολονότι αυτό δεν την εμπόδισε να εμπλακεί στον κορεατικό πόλεμο.

Οι χώρες της νοτιο-ανατολικής Ασίας μάχονταν να αποτινάξουν τις αποικιακές δυνάμεις, ενώ η ινδική υποήπειρος, μετά τις οδυνηρές εμπειρίες του διαχωρισμού της σε Πακιστάν και Ινδία, επεδίωκε χωρίς μεγάλη επιτυχία να βρει τον βηματισμό της.

Παράλληλα, όλες σχεδόν οι χώρες βρέθηκαν να αποτελούν σημαντικό πεδίο διεξαγωγής του Ψυχρού Πολέμου και αντι-αποικιακής αναταραχής, όπως ο πόλεμος της Κορέας (1950-1953).

Ετσι, οι ασιατικές χώρες δεν ήταν σε θέση να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στον σχεδιασμό της θεσμικής οικονομικής αρχιτεκτονικής του παγκόσμιου συστήματος, ούτε να προσδιορίσουν την ημερήσια διάταξη της οικονομικής διακυβέρνησης.

Στις αρχές του 21ου αιώνα, ωστόσο, η εικόνα είναι τελείως διαφορετική. Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας έχει μεταβληθεί σε οικονομική υπερδύναμη και σημαντική στρατιωτική δύναμη της περιοχής.

Η Ιαπωνία, παρά τη στασιμότητα που η οικονομία της τα τελευταία χρόνια έχει επιδείξει, εξακολουθεί να είναι ένας οικονομικός γίγαντας.

Οι χώρες της νοτιο-ανατολικής Ασίας, με κύριο παράδειγμα την περίπτωση της Δημοκρατίας της Κορέας, ξεπέρασαν πάρα πολύ γρήγορα το σοκ από τη σοβαρή οικονομική κρίση του 1997-98.

Οι χρηματοοικονομικές αγορές αναπτύχθηκαν εκ νέου με ταχείς ρυθμούς και σημειώθηκαν υψηλοί ρυθμοί ετήσιας ανάπτυξης.

Τέλος, η Ινδία, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, έχει αυξήσει εντυπωσιακά τις οικονομικές επιδόσεις της και είναι σήμερα η πιο γρήγορα αναπτυσσόμενη μεγάλη οικονομία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το κέντρο της ισχύος του διεθνούς συστήματος έχει μεταβληθεί μέσα σε εξήντα χρόνια.

Μετακινήθηκε από τον ευρω-ατλαντικό χώρο στην περιοχή του Ειρηνικού, με την ανατολική και νοτιο-ανατολική Ασία –τουλάχιστον στην οικονομία– να έχει αποκτήσει εντυπωσιακό δυναμισμό, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να υπερτερούν σε στρατιωτική ισχύ. Αυτή η εξέλιξη δίνει την ευκαιρία στην Ασία να παίξει ακόμα σημαντικότερο ρόλο στη διαμόρφωση της οικονομικής διακυβέρνησης στο υπόλοιπο του 21ου αιώνα. Οι δυσκολίες, ωστόσο, δεν είναι λίγες.

Λόγου χάρη, θα πρέπει οι ασιατικές χώρες να υιοθετήσουν με ζήλο τη διεξαγωγή του δίκαιου και αλληλέγγυου εμπορίου (fair trade).

Επίσης, το ζήτημα της ασφάλειας και ο έντονος ανταγωνισμός, που εξελίσσεται στη νότια Κινεζική Θάλασσα, αποτελούν σοβαρό παράγοντα αστάθειας. Λίγο πιο βόρεια, το ζήτημα της Βόρειας Κίνας εγκυμονεί κινδύνους για ανεξέλεγκτες καταστάσεις.

Συμπερασματικά, η αυξανόμενη σημασία της ανατολικής και νότιας Ασίας στην παγκόσμια αρχιτεκτονική θα εξαρτηθεί από τους εξής παράγοντες: πρώτον, από τη συνεργασία που θα υπάρξει με τους παγκόσμιους θεσμούς, όπως ο ΟΗΕ και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ)· δεύτερον, από την εξέλιξη των σχέσεων Κίνας – Ιαπωνίας, Κίνας – Ινδίας και Ινδίας – Πακιστάν, ως διδύμων περιφερειακών ανταγωνιστικών σχέσεων· τρίτον, από την εκτόνωση της έντασης στη Χερσόνησο της Κορέας· τέταρτον, από την αύξηση της οικονομικής αλληλεξάρτησης μεταξύ των χωρών της περιοχής και τον βαθμό προόδου που θα υπάρξει στο πεδίο της περιφερειακής συνεργασίας· πέμπτον, από την ενίσχυση της χρηστής διακυβέρνησης και δημοκρατικής ανέλιξης· έκτον, από τη διασύνδεση της οικονομικής ανάπτυξης με την προστασία του περιβάλλοντος· και, τέλος, από την εξισορρόπηση συμφερόντων ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ε.Ε. σχετικά με τα ζητήματα εμπορίου και ασφάλειας στην ανατολική Ασία.

 

Ο Χαράλαμπος Τσαρδανίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου και διευθυντής στο Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων


Κίνα και Παγκοσμιοποίηση

Στο πολύκροτο βιβλίο του για την «παγίδα του Θουκυδίδη», ο καθηγητής Graham Allison αναλύει τη στρατηγική πρόκληση που αποτελεί η Κίνα για τις Ηνωμένες Πολιτείες – στους ρόλους της Αθήνας και της Σπάρτης, αντίστοιχα.

Μπορεί να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει κανείς με την παρομοίωση του σύγχρονου κόσμου με τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, αλλά ουδείς πλέον αμφιβάλλει ότι το Πεκίνο απειλεί ευθέως την πρωτοκαθεδρία της Ουάσινγκτον και επιφέρει σημαντικές αλλαγές στην παγκόσμια τάξη πραγμάτων.

Η Κίνα έχει σημειώσει εντυπωσιακή πρόοδο σε όλους τους τομείς μετά το 1980. Εκείνη την εποχή το κινεζικό ΑΕΠ αντιστοιχούσε στο πενιχρό 10% του αμερικανικού, ενώ αναμένεται σε λίγα χρόνια από τώρα ο ασιατικός γίγας να καταστεί η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο.

Πέρυσι το κινεζικό ρενμινμπί καθιερώθηκε στο ΔΝΤ ως ένα από τα πέντε διεθνή αποθεματικά νομίσματα. Εδώ και τέσσερα χρόνια, η Κίνα προωθεί τη φιλόδοξη πρωτοβουλία για τον Νέο Δρόμο του Μεταξιού, που προβλέπει την κατασκευή και αναβάθμιση υποδομών σε μεγάλα τμήματα της Ευρασίας και της Αφρικής. Από το 2003 είναι πλέον η τρίτη δύναμη στο Διάστημα, μαζί με τις ΗΠΑ και τη Ρωσία.

Ταυτόχρονα, η θέση του Πεκίνου ενισχύεται συνεχώς και με πολιτικούς και στρατιωτικούς όρους. Εκτός από την έδρα μόνιμου μέλους που κατέχει στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, η Κίνα κατοχυρώνει το ειδικό της βάρος και μέσω των εισφορών της στον προϋπολογισμό του διεθνούς οργανισμού, όπου υπολείπεται μόνο των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας.

Το 2016 οι αμυντικές δαπάνες της ανήλθαν, κατ’ εκτίμηση, στα 226 δισ. δολάρια, έναντι 606 δισ. των ΗΠΑ, που παραμένουν η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη στον κόσμο.

Παράλληλα με την άνοδο της Κίνας, χρόνια τώρα είναι εμφανής η κόπωση των ΗΠΑ ως στυλοβάτη της μεταψυχροπολεμικής παγκόσμιας τάξης.

Εάν ο προηγούμενος πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα επένδυσε σε μια πιο στοχευμένη ιεράρχηση των αμερικανικών προτεραιοτήτων, ο Ντόναλντ Τραμπ προσανατολίζεται στον απομονωτισμό των ΗΠΑ και στην αθέτηση σημαντικών διεθνών υποχρεώσεών τους.

Το Πεκίνο δείχνει να μη φοβάται να επωμιστεί ευθύνες έναντι της διεθνούς κοινότητας και είναι πράγματι εντυπωσιακή η προσήλωση της Κίνας στις υποχρεώσεις που αναλογούν στην ανερχόμενη υπερδύναμη.

Αξίζει να σημειωθεί η συχνότητα με την οποία τόσο ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ όσο και άλλοι Κινέζοι αξιωματούχοι αναφέρουν και υπερασπίζονται την έννοια quanqiuhua (παγκοσμιοποίηση) σε όλες τις ομιλίες τους.

Φαίνεται πως η Κίνα δεν επιθυμεί να ανατρέψει την υφιστάμενη τάξη πραγμάτων παρά μόνο να τη (συν)διαμορφώσει αναλόγως των εθνικών της συμφερόντων.

Το Πεκίνο έχει μελετήσει προσεκτικά την εμπειρία των ΗΠΑ μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και αντιλαμβάνεται το πολύ υψηλό κόστος που κατέβαλε ο τότε «παγκόσμιος χωροφύλαξ».

Αντ’ αυτού του ηγετικού ρόλου, το Πεκίνο επιδιώκει να επιβάλει στην παγκόσμια ατζέντα δικές του προτεραιότητες – τρόπον τινά, να εμφυσήσει «κινεζικά χαρακτηριστικά» στη διεθνή πολιτική και οικονομική σκηνή.

Αλλά ακόμη και αν ήθελε η Κίνα να αναλάβει τον ρόλο της μοναδικής υπερδύναμης, υπάρχουν πολλοί ανασταλτικοί παράγοντες για την επίτευξη ενός τέτοιου στόχου.

Στην υπό διαμόρφωση νέα τάξη πραγμάτων, σύμφωνα με την κινεζική θεώρηση, συγκαταλέγονται:

◼ Η σταθερότητα και η ασφάλεια ως απόλυτες προτεραιότητες, ακόμη κι αν αυτό φέρει σε δεύτερη μοίρα τη δημοκρατία και τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έτσι όπως ορίζει αυτές τις έννοιες η Δύση.

◼ Οι υψηλοί ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης, αν και με όλο και μεγαλύτερη προσοχή στην προστασία του περιβάλλοντος. Αλλωστε, η ίδια η Κίνα ήδη βιώνει τις πολλαπλές παρενέργειες της αλματώδους ανάπτυξής της τις τελευταίες δεκαετίες.

◼ Η προώθηση υπερσύγχρονων τεχνολογιών που σχετίζονται με τη λεγόμενη «τέταρτη βιομηχανική επανάσταση».

Μένει να δούμε κατά πόσο η διεθνής κοινότητα θα αποδεχθεί όλα αυτά τα νέα στοιχεία, αλλά είναι σίγουρο ότι το Πεκίνο ήδη ετοιμάζεται για τον ρόλο του σημαιοφόρου της «παγκοσμιοποίησης με κινεζικά χαρακτηριστικά».

 

Ο Πλάμεν Τόντσεφ είναι Επικεφαλής Προγράμματος Ασιατικών Σπουδών στο Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ)


Η Κορέα και οι συγκρούσεις

Κατά τους τελευταίους μήνες η παγκόσμια ασφάλεια έχει φανεί να απειλείται κατά τρόπο οξύ λόγω των εξελίξεων με τη Βόρεια Κορέα και την αντιπαράθεσή της –κατά πρώτο λόγο– με τις ΗΠΑ, υπό το πρίσμα της προσπάθειας της πρώτης να αναπτύξει πυρηνικά όπλα και βαλλιστικές δυνατότητες ικανές να φέρουν πλήγμα ακόμα και έως τα ηπειρωτικά αμερικανικά εδάφη.

Αναντίρρητα, η συμπεριφορά της Πιονγιάνγκ έχει βρεθεί στη διεθνή επικαιρότητα. Παρ’ ότι, όμως, το βορειοκορεατικό ζήτημα είναι υψίστης σημασίας για τη διεθνή ασφάλεια και με άμεσες επιπτώσεις σε Νότια Κορέα και Ιαπωνία αλλά και δευτερευόντως σε ΗΠΑ και Κίνα, δεν αποτελεί παρά ένα από τα διάφορα ζητήματα ασφαλείας της περιοχή της ανατολικής Ασίας.

Εν αντιθέσει, υπάρχουν διάσπαρτες σε όλη την Ασία πολλές διαφορετικές καταστάσεις οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε εντάσεις, ακόμα και εχθροπραξίες, ανάμεσα σε γειτονικά κράτη.

Στον πυρήνα αυτών τοποθετείται η παρουσία της Κίνας, η άνοδος της οποίας έχει σηματοδοτήσει μια καθοριστικής σημασίας αλλαγή στα ζητήματα ασφαλείας στην περιοχή. Για παράδειγμα, η περιοχή της Θάλασσας της Νότιας Κίνας δικαίως χαρακτηρίζεται «πυριτιδαποθήκη της Ασίας» καθώς σχεδόν όλα τα γειτονικά κράτη διεκδικούν κομμάτι της και μερικά εξ αυτών έχουν εκφράσει την πρόθεσή τους να υπερασπιστούν την «ιδιοκτησία» τους ακόμα και με καταφυγή σε πολεμικά μέσα.

Αν και υπάρχουν διακηρύξεις για την ειρηνική επίλυση των όποιων διαφορών, από τη μια πλευρά έχουμε κατά το παρελθόν αψιμαχίες, ενώ από την άλλη η πρόσφατη απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου, υπέρ των Φιλιππίνων στην αντιπαράθεσή τους με την Κίνα για σχετικές εδαφικές διεκδικήσεις, δεν έχει οδηγήσει σε κάποια ουσιαστική αναδίπλωση των κινεζικών διεκδικήσεων επί της περιοχής.

Αντίστοιχα, οι κατά περιόδους (λεκτικές) διαμάχες Κίνας – Ιαπωνίας για αντίστοιχα εδαφικές διεκδικήσεις –και υπό το πρίσμα της αντίληψης του Πεκίνου ότι η Ιαπωνία δεν έχει ποτέ ζητήσει επίσημα συγγνώμη για τις atrocities προς κινεζικούς πληθυσμούς κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο– έχουν οδηγήσει συχνά σε ψύχρανση μεταξύ των δυο ισχυρών γειτόνων, με την πλέον πρόσφατη (2015) να έχει καταγραφεί ως από τις πιο σοβαρές.

Η κατάσταση δεν είναι πολύ διαφορετική, αν και φαινομενικά πιο ήσυχη, προς τα δυτικά σύνορα της Κίνας. Αν και στα περισσότερα δυτικά μέσα ενημέρωσης δεν εντοπίζονται σχετικές αναφορές, κατά τους τελευταίους μήνες έχουν καταγραφεί μικροεντάσεις στα σύνορα Κίνας – Ινδίας, με την πρώτη να κατηγορεί τη δεύτερη ότι στρατιώτες της παραβίασαν τα σύνορα και παρενόχλησαν εργασίες κατασκευής ενός δρόμου πολύ κοντά στα σύνορα των δύο κρατών, σε ένα σημείο μάλιστα το οποίο διεκδικείται και από το Μπουτάν.

Μάλιστα, μέχρι τη σύνοδο των κρατών BRICS στις αρχές του Σεπτεμβρίου η κατάσταση παρέμενε σχετικώς τεταμένη, με στρατιώτες και των δύο πλευρών να βρίσκονται εκατέρωθεν του σημείου. Η διπλωματία φαίνεται ότι νίκησε για άλλη μια φορά.

Αναντίρρητα, όλες οι ανωτέρω καταστάσεις έχουν κοινό παρονομαστή δύο στοιχεία: από τη μια πλευρά τις δραστηριότητες της Κίνας και από την άλλη μια σειρά από συνοριακές διαφορές, οι οποίες παραμένουν άλυτες για πολλές δεκαετίες και οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σύγκρουση κάποια στιγμή στο μέλλον.

Προς το παρόν, η προσήλωση της Κίνας στην πολιτική της «ειρηνικής ανόδου», σε συνδυασμό με την πρακτική στην περιοχή τα προβλήματα «να κρύβονται κάτω από το χαλί», φαίνεται ότι δημιουργεί τις συνθήκες εκείνες διατήρησης ενός ήρεμου κλίματος, για πόσο όμως αυτό θα μπορεί να διατηρείται υπό το πρίσμα της μη επίλυσης των τελευταίων αποτελεί ένα από τα στοιχήματα των αναλυτών που ασχολούνται με ζητήματα ασφάλειας.

 

Ο Σωτήρης Πετρόπουλος είναι Επίκουρος καθηγητής (υπό διορισμό), Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.


Ο νέος «δρόμος του μεταξιού»

Από το 2013, υπό την προεδρία του Σι Ζινπίνγκ, η Κίνα αναπτύσσει σταδιακά επενδυτική στρατηγική που ονομάστηκε «Belt and Road Initiative».

Η πρωτοβουλία αυτή εκτείνεται σε διάφορες ηπείρους με επίκεντρο επενδύσεις σε τομείς όπως λιμενικές υποδομές, εξαγορά συγκεκριμένων επιχειρήσεων εξειδικευμένης τεχνολογίας και εξασφάλιση σημαντικών παρόχων ενέργειας.

Το υψηλό προφίλ πολλών από αυτές τις κινεζικές προσκτήσεις στη Γερμανία, τη Βρετανία, τη Γαλλία και την Ιταλία προκάλεσε αντιπαραθέσεις σε διάφορες χώρες.

Οι κινεζικές εταιρείες –οι περισσότερες εκ των οποίων είναι κρατικές– αφήνουν, όμως, το αποτύπωμά τους συστηματικά και στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Η Κίνα εμπλέκεται στην περιοχή μέσω επενδύσεων μεγάλης κλίμακας σε υποδομές και δανειακών συμφωνιών με χώρες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, όπως η Ελλάδα, η Σερβία, η ΠΓΔΜ και η Βοσνία-Ερζεγοβίνη.

Ο όγκος των σχετικών επενδύσεων έχει πλέον ξεπεράσει τα 6 δισ. ευρώ, ενώ οι διμερείς εμπορικές σχέσεις μεταξύ Πεκίνου αφενός και Αθήνας, Βελιγραδίου, Σκοπίων και Σαράγεβο αφετέρου αυξάνονται.

Στον αναδυόμενο αυτό σύγχρονο δρόμο του μεταξιού, η Ελλάδα αποτελεί πύλη εισόδου στην Ευρώπη, όπως είπε το 2014 ο Κινέζος πρωθυπουργός Li Keqiang προκειμένου να αναδείξει τη στρατηγική σημασία της Ελλάδας για την Κίνα. Επιπλέον, όμως, τα ωραία λόγια συνοδεύτηκαν από συγκεκριμένες ενέργειες.

Τον Αύγουστο του 2016, η COSCO απέκτησε την πλειοψηφία των μετοχών στον Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς (ΟΛΠ), προσφέροντας περισσότερα από 280 εκατομμύρια ευρώ.

Η επένδυση αυτή ήταν καταλύτης για την προσέλκυση και άλλων κινεζικών εξαγορών. Στον ενεργειακό τομέα, η κινεζική κρατική Εταιρεία Ηλεκτρισμού απέκτησε τον Δεκέμβριο του 2016 ένα μειοψηφικό μερίδιο μετοχών της τάξεως του 24% του ΑΔΜΗΕ.

Επιπλέον, προκειμένου να διευκολύνει τις πολλαπλασιαζόμενες εμπορικές αντιπροσωπείες και τους τουρίστες που καταφθάνουν στην Ελλάδα, στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2017 εγκαινιάστηκαν απευθείας πτήσεις μεταξύ Πεκίνου και Αθήνας.

Σε αντίθεση με την Ελλάδα, η γειτονική ΠΓΔΜ ή χώρες που βρίσκονται βορειότερα, όπως η Σερβία και η Βοσνία-Ερζεγοβίνη δεν έχουν να προσφέρουν στην Κίνα πρόσβαση σε λιμάνια.

Σε αυτές τις γεωγραφικά περίκλειστες χώρες, η Κίνα επιχειρεί να χαράξει τον δρόμο του μεταξιού, εστιάζοντας σε μεγάλης κλίμακας έργα υποδομών. Επίσης, από το 2012, πραγματοποιούνται ετήσιες συναντήσεις κορυφής μεταξύ της Κίνας και 16 χωρών της Ανατολικής, Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Η αυξανόμενη εμπλοκή της Κίνας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη συνιστά πρόκληση για τους διεθνείς παίκτες που συμμετέχουν στη διαδικασία μετασχηματισμού της περιοχής εδώ και πάνω από δύο δεκαετίες.

Στην πρόσφατη ομιλία του, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ αναφέρθηκε για πρώτη φορά στην ανάγκη «φιλτραρίσματος των επενδύσεων». Αν και δεν προσδιόρισε ειδικά την Κίνα, οι τομείς τους οποίους αφορά ο έλεγχος αυτός έκαναν σαφές στο ακροατήριο ποιον κατά κύριο λόγο εννοούσε.

Σύμφωνα με τις προτάσεις του, επενδύσεις σε τομείς όπως λιμάνια, ενεργειακές υποδομές και αμυντική τεχνολογία θα πρέπει μελλοντικά να υποβληθούν από τις Βρυξέλλες σε μεγαλύτερο επίσημο έλεγχο.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, η Επιτροπή κοιτάζει και προς τη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Κινεζικές τράπεζες συμμετέχουν στην κατασκευή σιδηροδρομικών συνδέσεων υψηλής ταχύτητας μεταξύ Βελιγραδίου και Βουδαπέστης.

Το έργο κοστίζει περισσότερο από 2,4 δισ. ευρώ αλλά, μέχρι σήμερα, δεν έχει υπάρξει διαδικασία δημόσιου διαγωνισμού. Αυτή η παράλειψη οδήγησε την Επιτροπή να ξεκινήσει διαδικασία έρευνας κατά της Ουγγαρίας.

Η κατασκευή ενός σύγχρονου κινεζικού «δρόμου του μεταξιού» στη Νοτιοανατολική Ευρώπη παίρνει όλο και περισσότερο σάρκα και οστά. Επιχειρήσεις, τράπεζες και τουρίστες από το Πεκίνο, τη Σανγκάη και το Χονγκ Κονγκ έχουν πλέον αισθητή παρουσία στην περιοχή.

Η Αθήνα, το Βελιγράδι ή το Σαράγεβο βλέπουν αυτή την εξέλιξη ως ευκαιρία εξεύρεσης νέων πηγών χρηματοδότησης από την Απω Ανατολή για τα έργα υποδομής τους.

Για την Κίνα, η Νοτιοανατολική Ευρώπη αποτελεί πρόσφορο έδαφος δοκιμής όσον αφορά την υλοποίηση της πρωτοβουλίας «Belt and Road Initiative», αφού της επιτρέπει να δημιουργήσει πύλες εισόδου στην ευρωπαϊκή ήπειρο.

Ο Jens Bastian γεννήθηκε στη Γερμανία. Από το 1998 ζει στην Αθήνα. Είναι ανεξάρτητος οικονομικός σύμβουλος.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών