«Οπως δεν κρίνουμε ένα άτομο απ’ ό,τι το ίδιο σκέφτεται για τον εαυτό του, δεν μπορούμε να κρίνουμε και μια [ιστορική] περίοδο […] από τη συνείδησή της», έγραφε ο Μαρξ το 1859, στον περίφημο Πρόλογο του έργου του «Για την κριτική της πολιτικής οικονομίας». Η φράση αυτή, μαζί με άλλες λίγες αράδες πιο πάνω και πιο κάτω, αποτελεί τη μαρξική βάση για την κριτική της ιδεολογίας – για τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο αντιμετώπιζε ο μαρξισμός τους λόγους και τις θεωρίες που χρησιμοποιούσε ο καπιταλισμός για να νομιμοποιεί τον εαυτό του, συγκαλύπτοντας τις κραυγαλέες ανισότητες που συνόδευαν την κυριαρχία του.
«Δεν τρέφω αυταπάτες για μια κοινωνία χωρίς ανισότητες, κάτι τέτοιο είναι αντίθετο στην ανθρώπινη φύση, όσοι το επιχείρησαν καταστρατήγησαν τελικά την ίδια τη δημοκρατία και τα ατομικά δικαιώματα», δήλωσε στη ΔΕΘ πρόσφατα ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, Κυριάκος Μητσοτάκης.
Η συγκεκριμένη διατύπωση, όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσε -δικαιολογημένα, βέβαια, με μία έννοια- πολλά καυστικά σχόλια, κυρίως από την πλευρά της Αριστεράς. Μήπως θα έπρεπε ωστόσο να εκτιμήσουμε την -κυνική, έστω- ειλικρίνεια του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τουλάχιστον ως προς το πρώτο σκέλος της διατύπωσής του; Πόσο συνηθισμένο είναι για ένα στέλεχος αστικού κόμματος, για μια πολιτική προσωπικότητα δηλαδή που τάσσεται υπέρ του καπιταλιστικού συστήματος, να παραδέχεται πως το εν λόγω σύστημα ούτε πραγματώνει αλλά ούτε και επαγγέλλεται μια κοινωνία χωρίς ανισότητες;
Είναι αλήθεια ότι, κατά τους πρώτους δύο αιώνες περίπου της κυριαρχίας του, οι πολιτικοί εκπρόσωποι του καπιταλισμού ήταν υποχρεωμένοι να προσφεύγουν στα προτάγματα του Διαφωτισμού προκειμένου να δικαιολογούν τις επιλογές τους. Σε πείσμα της αριστερής -μαρξιστικής κυρίως- ιδεολογικής κριτικής που αενάως αποκάλυπτε την αληθινή τους λειτουργία, οι κοινωνικο-πολιτικές και επικοινωνιακές δυνάμεις που συντάσσονταν με τον καπιταλισμό διαρκώς προσπαθούσαν να πείσουν πως ο τελευταίος όντως αποτελεί την καλύτερη δυνατή πραγμάτωση των ιδανικών της ελευθερίας, της ισότητας και της αλληλεγγύης, έστω δίνοντας αναπόφευκτα περισσότερη έμφαση στο πρώτο και λιγότερη στα άλλα δύο.
Ηταν η εποχή που ακόμη η αστική τάξη είχε αγαστές σχέσεις με τον πολιτικό φιλελευθερισμό, τον οποίο και προέβαλλε ως «επίσημη», ούτως ειπείν, ιδεολογία της – κάτι που είχε αρχίσει από την εποχή των αστικών επαναστάσεων εναντίον της απολυταρχίας. Και μάλιστα, περίπου από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τα τέλη του 20ού, η σύμπραξη του αστικού καθεστώτος με την ιδεολογία του πολιτικού φιλελευθερισμού και των αξιών της ισότητας και της αλληλεγγύης δεν περιοριζόταν στα λόγια, αλλά στήριζε την πειστικότητα των επιχειρημάτων της, και κατά συνέπεια την επίτευξη ηγεμονίας, στις πρακτικές που συνόδευσαν την άνθηση και ενίσχυση του κοινωνικού κράτους κατά την ίδια ιστορική περίοδο.
Το καπιταλιστικό καθεστώς, όμως, εδώ και κάποιες δεκαετίες, τελεί εν διαστάσει με τα πολιτικά προτάγματα του Διαφωτισμού. Χωρίς να το έχει δηλώσει ρητά, οι νεοφιλελεύθερες θεωρίες που τώρα αποτελούν το ιδεολογικό του οπλοστάσιο έχουν συγκροτήσει ένα αναπαραστασιακό και αξιακό σύμπαν το οποίο ελάχιστη συνάφεια διατηρεί με εκείνο των αστικών επαναστάσεων. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, με την περιβόητη αποστροφή του λόγου του, δεν περιήλθε σε μια στιγμιαία κρίση ειλικρίνειας, η οποία, οσοδήποτε κυνική, θα αποτελούσε όντως μια παράτολμη ενέργεια και αξιέπαινη ως τέτοια. Ο αρχηγός της ελληνικής αξιωματικής αντιπολίτευσης, με αυτή τη δήλωσή του, απλώς ευθυγραμμίστηκε με την ήδη εδώ και δεκαετίες διεθνώς επικρατούσα καθεστωτική άποψη σχετικά με τις κοινωνικές ανισότητες.
Το ζήτημα, με άλλα λόγια, σε όλη αυτή την υπόθεση δεν συνίσταται στο θράσος του ηγέτη της ελληνικής Δεξιάς να παραδέχεται ότι «δεν τρέφει αυταπάτες» για τις ανισότητες. Αλλά στο ότι τούτη η «παραδοχή» δεν είναι παρά εγγενές στοιχείο του κυρίαρχου παγκοσμίως πολιτικού λόγου του σύγχρονου καπιταλισμού. Αλλωστε, τα άλλα δύο σκέλη της δήλωσης εμπεριέχουν και τη σχετική θεωρία: οι ανισότητες αναπόφευκτα θα υπάρχουν (κι όποιος το παραγνωρίζει οδηγείται σε καταστρατήγηση της δημοκρατίας και των ατομικών δικαιωμάτων), διότι είναι αναπόσπαστο γνώρισμα της ανθρώπινης φύσης.
Σε άλλες, λιγότερο χυδαίες εκδοχές του νεοφιλελευθερισμού, που φέρνουν δηλαδή λιγότερο προς τον κοινωνικό δαρβινισμό, οι ανισότητες δεν προκύπτουν άμεσα από τη (βιολογική) φύση του ανθρώπου, αλλά ως συνέπεια ενός ευκταίου θεμιτού ανταγωνισμού κατά τον οποίο εξέχουν και επικρατούν οι αξιότεροι και ικανότεροι.
Ιδού το πρόβλημα λοιπόν για την Αριστερά: Οχι τόσο η «αποκοτιά» του «Κούλη», όσο το ότι αυτές οι θεωρίες έχουν πλέον γίνει αποδεκτές σε παγκόσμιο επίπεδο και από πάρα πολύ κόσμο.
Ο Κύρκος Δοξιάδης καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών