Macro

Η Γερμανία δεν είναι νησί

Οι γερμανικές εκλογές δείχνουν ότι η χώρα δεν είναι αποκομμένη από την Ευρώπη που βρίσκεται σε κρίση, αλλά αναπόσπαστο κομμάτι της.
Η Γερμανία ψήφισε, και αν και τα αποτελέσματα είναι ανησυχητικά, δεν προκαλούν ιδιαίτερη έκπληξη. Η Άνγκελα Μέρκελ θα συνεχίσει να ηγείται στην Ευρώπης και την ΕΕ, με καινούργια συμμαχία όμως.

Η ισχυρότερη κοινοβουλευτική αντιπολίτευση δεν είναι πλέον το αριστερό Die Linke αλλά το ακροδεξιό AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία). Το 12,6% του AfD είναι η πιο σημαντική είδηση των κυριακάτικων εκλογών και το καθιστά τρίτο μεγαλύτερο κόμμα και την πιο ορατή αντικαθεστωτική δύναμη στη χώρα. Η παρουσία ακροδεξιών, ακόμα και φασιστών βουλευτών στο γερμανικό κοινοβούλιο, σημειώνεται για πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία και δείχνει ότι η πόλωση που σαρώνει την Ευρώπη έχει ριζώσει και στον πυρήνα της.

Η άλλη μεγάλη είδηση και προϋπόθεση για την άνοδο του AfD είναι η συνεχιζόμενη διάβρωση του κέντρου. Η Γερμανία δεν έχει βιώσει ακόμα την εντυπωσιακή κατάρρευση της κεντροαριστεράς όπως η Γαλλία ή η Ελλάδα, όμως το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) πήρε στις τελευταίες εκλογές 20,5% που αποτελεί το χειρότερο ποσοστό του μεταπολεμικά και συνιστά ταπεινωτική ήττα για τον ανανεωτικό του υποψήφιο Μάρτιν Σουλτς.
Η Μέρκελ παραμένει στην κορυφή και θα κυβερνά τη χώρα για τα επόμενα τουλάχιστον τέσσερα χρόνια, όμως το 33% που πήρε το κόμμα της είναι ένα από τα χειρότερα ποσοστά του. Την ίδια στιγμή, τόσο το Die Linke όσο και οι Πράσινοι κατέγραψαν μικρά κέρδη, ενώ το FDP επέστρεψε με επιτυχία υπό τον Christian Lindner, αφού είχε πέσει κάτω από το κοινοβουλευτικό όριο του 5% το 2013.

Επιφανειακά, η Αριστερά κρατήθηκε στο 9,2% που είναι μια μικρή βελτίωση από το 2013. Παρόλο που δεν αποτελεί καταστροφή, δείχνει ότι το κόμμα απέτυχε να προσελκύσει ένα σοβαρό αριθμό δυσαρεστημένων ψηφοφόρων του SPD, ένα εκατομμύριο εκ των οποίων προτίμησε το AfD. Το κόμμα παρ’ όλα αυτά, κέρδισε τόσες ψήφους από το SPD όσες έχασε από το AfD.

Τοπικά, η Αριστερά τα πήγε σχετικά καλά στις αστικές περιοχές και στα δυτικά κρατίδια. Στην ανατολή όμως, που αποτελεί παραδοσιακό του προπύργιο, κατέγραψε μέτριες ως και σημαντικές απώλειες παντού, ενώ το AfD σάρωσε, εκλέγοντας τρεις βουλευτές στη Σαξονία και κερδίζοντας τις περισσότερες ψήφους του κρατιδίου.

Το αποτέλεσμα είναι ανησυχητικό και αντικατοπτρίζει την εξασθένιση της εκλογικής βάσης του κόμματος. Αν και εν μέρει σχετίζεται με δημογραφικά δεδομένα, αφού τα μέλη του κόμματος που προέρχονται από την ανατολή γερνούν, είναι σαφές ότι το AfD εκτόπισε το Die Linke ως βασικό κόμμα διαμαρτυρίας στην ανατολική Γερμανία. Το σημαντικότερο είναι πως καταδεικνύει ότι ένα μέρος της Γερμανικής εργατικής τάξης ενσωματώθηκε στο δεξιό λαϊκιστικό σχέδιο –γεγονός που υπογραμμίζεται περαιτέρω μιας και το 15% των μελών συνδικαλιστικών οργανώσεων ψήφισε επίσης το AfD.

 

Τι συνέβη;

Αν και οι γερμανικές εκλογές μπορεί να δείχνουν «φυσιλογικές» στο σύγχρονο ευρωπαϊκό πλαίσιο, ένα δεύτερο περίεργο δεδομένο ξεχωρίζει ανάμεσα στις στατιστικές των exit poll: 84% των ψηφοφόρων περιέγραψαν την οικονομική κατάσταση στη Γερμανία ως καλή –το υψηλότερο ποσοστό εδώ και δεκαετίες. Κάτι τέτοιο είναι σύμφωνο με τη μικρή αλλά σταθερή οικονομική ανάπτυξη και την ανεργία που παρουσιάζει πτώση, ιδιαίτερα σε σχέση με τις συνθήκες που επικρατούν αλλού στην Ευρώπη. Αν και οι μισθοί έχουν μείνει στάσιμοι εδώ και δεκαετίες και οι νέες θέσεις εργασίας είναι κυρίως επισφαλείς και χαμηλά αμειβόμενες, στα μάτια των Γερμανών ψηφοφόρων η χώρα και η οικονομία τους φαντάζουν ως ένα νησί σχετικής σταθερότητας, πράγμα που καθιστά κατανοητό το γιατί τόσοι πολλοί είναι πρόθυμοι «να κάνουν τους ικανοποιημένους και να βγάλουν το σκασμό», όπως το έθεσε ο Oliver Nachtwey.

Αυτό σημαίνει ότι η οικονομική ανασφάλεια δεν έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επέλαση της Δεξιάς; Είναι σαφές ότι ένα μεγάλο ποσοστό από τα έξι εκατομμύρια που ψήφισαν το AfD, ταυτίζονται με τις ρατσιστικές πολιτικές του. Δεν μπορούμε όμως να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι τα καλύτερα ποσοστά του AfD καταγράφηκαν σε περιοχές που δεν ωφελήθηκαν από την τρέχουσα νεοφιλελεύθερη ανάπτυξη -όπως η αποβιομηχανοποιημένη ανατολή- και ανάμεσα σε ομάδες της παραδοσιακής εργατικής τάξης που νιώθουν απειλή από την προς τα κάτω ταξική κινητικότητα. Πράγματι, τα exit polls υποδεικνύουν ότι το βασικό κίνητρο για την επιλογή του 60% των ψηφοφόρων του AfD ήταν η «απογοήτευση» και όχι η «πεποίθηση».

Αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, αφού το AfD είναι ένα παζλ που αποτελούν βαθιά συντηρητικοί πρώην ψηφοφόροι του CDU τους οποίους έδιωξε από το κόμμα η μετατόπιση της Μέρκελ προς το κέντρο σε πολλά κοινωνικά ζητήματα, δυσαρεστημένοι ψηφοφόροι της εργατικής τάξης και άνεργοι για τους οποίους τα οικονομικά και κοινωνικά άγχη μπερδεύονται με ρατσιστικά και σοβινιστικά συναισθήματα σε ένα συνονθύλευμα αντικαθεστωτικής πόζας. Αυτές οι ομάδες, μαζί με άλλα μέρη του πληθυσμού που ψήφισαν το AfD, ενώνονται στην κάλπη κάτω από μια σημαία ξενοφοβίας και προστατευτισμού, παρά το γεγονός ότι το οικονομικό πρόγραμμα του AfD θα ήταν καταστροφικό για πολλούς από τους φτωχούς υποστηρικτές του, αν εφαρμοζόταν ποτέ.

 

Η άνοδος της Νέας Δεξιάς

Το AfD κατάφερε να εκμεταλλευτεί την δυσαρέσκεια προς το πολιτικό κατεστημένο, το οικονομικό άγχος και το ισλαμοφοβικό και αντιπροσφυγικό συναίσθημα διάχυτο σε διάφορα κομμάτια της κοινωνίας και τα έδεσε μεταξύ τους με ένα νήμα δεξιών ξενοφοβικών πολιτικών που προηγουμένως φιλοξενούσε η δεξιά πτέρυγα του CDU. Μετατοπισμένη έξω από το CDU τα τελευταία δώδεκα χρόνια αυτή η συντηρητική μερίδα ενώθηκε με άλλους ακροδεξιούς σχηματισμούς και μπόρεσε να οδηγήσει το πνεύμα του δεξιού λαϊκισμού που σαρώνει την Ευρώπη πιο αποτελεσματικά από άλλους ανταγωνιστές.

Η άνοδός του συνεπώς είναι έκφραση της συνεχιζόμενης πόλωσης στο γερμανικό πολιτικό σύστημα, της οποίας προηγήθηκε η ίδρυση του Die Linke και η σύντομη άνοδος (και θεαματική κατάρρευση) του Πειρατικού Κόμματος. Παρεμπιπτόντως, αντικατοπτρίζει επίσης τον εκσυγχρονισμό της πολιτικής ζωής της Γερμανίας, που δεν ανέχεται πια τις οπισθοδρομικές ιδέες που δε θα χαρακτηρίζονταν ως αμφιλεγόμενες πριν από τρεις ή τέσσερις δεκαετίες. Απαγκιστρωμένος από το κέντρο, αυτός ο σκληρά δεξιός συντηρητισμός, άρχισε να φλερτάρει με την άκρα δεξιά μάλλον για οπορτουνιστικούς λόγους, αλλά σ’αυτόν προσχωρούν όλο και πιο πολλά ακραία στοιχεία όσο περνάει ο καιρός.

Ως χωνευτήρι διάφορων ακροδεξιών και εθνικο-συντηρητικών ρευμάτων, πρόκειται περισσότερο για γάμο συμφέροντος, παρά για πραγματικό κόμμα από πολλές απόψεις. Η δήλωση της προέδρου Frauke Petry την επομένη των εκλογών ότι δε θα είναι με το AfD στο κοινοβούλιο, με τη δικαιολογία ότι η ηγεσία του έχει ξεφύγει στα δεξιά, υπενθύμισε τέτοιου είδους διαχωρισμούς ανάμεσα στις διάφορες φατρίες.

Για την ώρα η ηγεσία δείχνει να έχει παγιωθεί γύρω από τον Alexander Gauland, που έχει ισχυροποιηθεί λόγω του εκλογικού αποτελέσματος, η πρόσφατη όμως ιστορία μας διδάσκει ότι περαιτέρω ενδοκομματικές εχθροπραξίες δε θα αργήσουν. Είναι δυνατό (αν και απίθανο) το κόμμα να διαλυθεί μέχρι τις επόμενες εκλογές, όπως έγινε με το σαφώς πιο ακροδεξιό Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα σε διάφορα κρατίδια.

Σε κάθε περίπτωση, η άνοδος του AfD αποτελεί σημείο καμπής για τη μεταπολεμική γερμανική πολιτική σκηνή και προειδοποίηση για το τι μπορεί να φέρει το μέλλον. Η Γερμανία δεν είναι ένα νησί μέσα σε μια Ευρώπη που βρίσκεται σε κρίση, αλλά αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της κρίσης. Η φυγόκεντρη φύση της μπορεί να έχει προστατεύσει τη χώρα από τα πιο καταστροφικά της αποτελέσματα και τις πιο δραματικές μεταβολές μέχρι τώρα, όμως όπως έδειξαν οι εκλογές, κανένα μέρος της Ευρώπης δεν έχει ανοσία στην απειλή του δεξιού λαϊκισμού σήμερα. Αν συνεχιστούν οι σημερινές τάσεις, μια ριζοσπαστική δεξιά δύναμη θα σταθεροποιηθεί και θα εδραιωθεί ως μόνιμη παρουσία στη γερμανική πολιτική -είτε με τη μορφή του AfD είτε με άλλο, ενδεχομένως και πιο ριζοσπαστικό, σχηματισμό.

Το AfD έχει επιτρέψει να ανθίσει μια ανοιχτά ρατσιστική γλώσσα, που αν και δεν είναι καινούργια στη γερμανική κοινωνία, μέχρι πρότινος βρισκόταν κατά κύριο λόγο στο περιθώριο της επίσημης πολιτικής ζωής. Οι σκηνές εξαγριωμένων δεξιών όχλων στις στάσεις της προεκλογικής περιοδείας της Μέρκελ που κυκλοφόρησαν τα ΜΜΕ αυτό το καλοκαίρι, έμοιαζαν με τη βιτριολική εικόνα που παρουσίαζαν οι οπαδοί του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ, απόδειξη του θυμού που βράζει κάτω από την επιφάνεια της γερμανικής κοινωνίας και του σημείου στο οποίο κάποιες ομάδες είναι διατεθειμένες να υποστηρίξουν ρατσιστικές, αντιδραστικές λύσεις στα προβλήματά τους.

Μπορεί το 12% απέχει πολύ από το να πάρουν την εξουσία, όμως οι Γερμανοί περισσότερο από όποιους άλλους, θα έπρεπε να ξέρουν πόσο απειλητικές είναι αυτές οι πολιτικές για μια δημοκρατική κοινωνία. Η επιτυχία του AfD ανοίγει τα όρια του αποδεκτού διαλόγου στην κοινωνία και δίνει σε αυτές τις πολιτικές μια πλατφόρμα που η χώρα δεν έχει δει από το 1945.

 

Τι θα συμβεί στη συνέχεια;

Ένας συνασπισμός «Τζαμάικα» ανάμεσα στα CDU, FDP, και στους Πράσινους, δείχνει να είναι η πιο πιθανή επιλογή της Μέρκελ αυτή τη στιγμή. Μέρος της ανόδου του FDP οφείλεται σε ψηφοφόρους του CDU που ήλπιζαν να θέσουν εκτός εξουσίας τον μεγάλο συνασπισμό, και το κόμμα μάλλον δεν μπορεί να απορρίψει τη Μέρκελ. Οι Πράσινοι μπορεί να είναι πιο επιφυλακτικοί επιφανειακά, όμως πολλές συμμαχίες μεταξύ των CDU και Πρασίνων κυβερνούν σε τοπικό επίπεδο, και η ηγεσία του κόμματος έχει ήδη διακηρύξει ότι είναι ανοιχτό για διαπραγματεύσεις.

Αν και το FDP θα έφερνε έναν αέρα νεοφιλελεύθερης ανανέωσης στην κυβέρνηση, είναι αμφίβολο το κατά πόσο η Μέρκελ θα προέβαινε σε αντιδημοφιλείς περικοπές μετά από τέτοιο εκλογικό μαύρισμα. Τουλάχιστον αρχικά, ο συνασπισμός Τζαμάικα θα συνέχιζε στα βήματα της προηγούμενης κυβέρνησης, όσο παραμένουν ψηλά τα φορολογικά έσοδα και οι εξαγωγές συνεχίζουν να αυξάνονται, προσπαθώντας να διατηρήσει την πολιτική σταθερότητα πάνω απ’ όλα.

Μεσομακροπρόθεσμα όμως; Εδώ το μέλλον είναι πιο αβέβαιο. Η νέα γερμανική βουλή θα έχει 94 βουλευτές του AfD που έχουν υποσχεθεί ότι, όπως το έθεσε ο αρχηγός του κόμματος Gauland, «θα κυνηγήσουμε την κυρία Μέρκελ, και θα πάρουμε πίσω τη χώρα για το λαό μας».

Αυτό σημαίνει καινούργια πίεση στην κυβέρνηση από τα δεξιά για να περιοριστεί η μετανάστευση, να επιταχυνθούν οι απελάσεις, και να στρατιωτικοποιηθούν περισσότερο τα σύνορα του Φρουρίου Ευρώπη για να μείνουν απέξω οι πρόσφυγες. Σημαίνει επίσης εξάπλωση της ανοιχτά ρατσιστικής και βίαιης ρητορικής στη Γερμανική πολιτική ζωή, και πίεση στην κυβέρνηση Μέρκελ να γίνει πιο αυστηρή.

Στο κάτω-κάτω, αν και το AfD κέρδισε ψήφους από όλο το φάσμα, η βάση του είναι πρώην υποστηρικτές του CDU, ενώ η Μέρκελ — όχι το Die Linke ή το SPD — συνεχίζει να είναι ο βασικός στόχος των επιθέσεών του.

Το τι θα σημάνει αυτή η πίεση με όρους πολιτικής θα το δούμε, οι παραχωρήσεις προς τη Δεξιά όμως είναι κάτι παραπάνω από πιθανές. Ο Horst Seehofer, ηγέτης του αδελφού κόμματος του CDU από τη Βαυαρία, του CSU, άρχισε ήδη να μετακινείται στα δεξιά, υποσχόμενος στους ψηφοφόρους σε μια συνέντευξη Τύπου, ότι το κόμμα έχει «καταλάβει» τα αποτελέσματα των εκλογών, και κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για σχηματισμό κυβέρνησης θα πολεμήσει να τεθεί όριο στον αριθμό των προσφύγων που θα δεχόταν η χώρα.

Για την Αριστερά, τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι και χειρότερα. Αν και το κόμμα απέτυχε να καταγράψει σημαντικά κέρδη κι έχασε το στόχο του 10%, έπιασε διψήφια ποσοστά σε πολλές πόλεις και πέτυχε αναπάντεχα καλά αποτελέσματα σε δυτικά κρατίδια, συμπεριλαμβανομένης της παραδοσιακά συντηρητικής Βαυαρίας. Οι απώλειες στην ανατολή όμως δεν μπορούν να υποτιμηθούν, και είναι ένα ζήτημα που θα πρέπει να αντιμετωπίσει το κόμμα τους επόμενους μήνες και χρόνια. Μια περαιτέρω υποχώρηση του Die Linke στην ανατολή σχεδόν σίγουρα θα ωφελούσε το AfD, κι ως εκ τούτου δεν είναι μόνο πρόβλημα για το κόμμα, αλλά και για τη Γερμανία γενικότερα. Το να μπορέσει να χτίσει πάνω στα αισιόδοξα μηνύματα των εκλογών όμως, θα είναι μια πρόκληση. Μετά από δώδεκα χρόνια στο κοινοβούλιο το κόμμα δείχνει να έχει πιάσει ταβάνι, με τη στήριξή του να φτάνει στο 10% του εκλογικού σώματος. Αυτό από μόνο του είναι αξιοσημείωτο επίτευγμα –καλύτερα ένα κοινοβούλιο και με άκρα δεξιά και με άκρα αριστερά, παρά μόνο με άκρα δεξιά- με το SPD όμως τώρα στην αντιπολίτευση, το Die Linke δε θα είναι πια το μόνο κόμμα που θα ασκεί κριτική στη Μέρκελ στο κοινοβούλιο από τα αριστερά.

Το κόμμα θα πρέπει να σκεφτεί πιο σοβαρά το να εντοπίσει ζητήματα στρατηγικής γύρω από τα οποία θα μπορέσει να πολώσει τις συζητήσεις υπέρ του και να διαχωρίζεται από το SPD, για να μην αναφέρω το να κόψει τη φόρα της άκρας δεξιάς. Αυτό που λειτουργεί υπέρ του είναι η διάχυτη πεποίθηση στη γερμανική κοινωνία ότι η χώρα αναπτύσσεται υπερβολικά άνισα και το γεγονός ότι πολλές από τις πολιτικές θέσεις του Die Linke είναι στην πραγματικότητα πολύ δημοφιλείς, το να μεταφραστούν όμως σε κάτι παραπάνω από περιστασιακά μόνο κέρδη στην κάλπη δεν είναι εύκολο.

Η Αριστερά θα πρέπει επίσης απαραιτήτως να αντιμετωπίσει την άνοδο του AfD και στη βουλή και στην κοινωνία γενικότερα. Το AfD τρέφεται από το άγχος και την απελπισία, χρησιμοποιεί υπαρκτές προκαταλήψεις και διαχωρισμούς στην κοινωνία για να πουλήσει υπεραπλουστευμένες, ρατσιστικές λύσεις για σύνθετα κοινωνικά προβλήματα. Το να βρει την προέλευση αυτής της απελπισίας και να δημιουργήσει ένα πιστευτό πολιτικό αφήγημα που θα μπορεί με τον καιρό να ενώσει ξεχωριστές κοινωνικές ομάδες αντί να τις χωρίσει, είναι τελικά ο μόνος τρόπος για να αποστραγγίσει το βάλτο στον οποίο ευδοκιμεί το AfD.

Πέρα από τις οικονομικές ανησυχίες, η εκλογική δυσαρέσκεια οδηγείται από μια διευρυμένη αντίληψη ότι το πολιτικό κατεστημένο έχει αποξενωθεί και δεν ενδιαφέρεται για την κοινή γνώμη. Το να βρεθούν τρόποι πώς το Die Linke και η Γερμανική αριστερά γενικότερα θα μπορέσουν να λειτουργήσουν ως πιο ελκυστικοί χώροι για πολιτική εκπαίδευση και οργάνωση πέρα από τις τυπικές συνήθειες των εκλογικών αναμετρήσεων και τον αναισθητοποιητικό ατομικισμό της καθημερινότητας θα είναι ένα σημαντικό κομμάτι οποιασδήποτε επιτυχημένης στρατηγικής τόσο για να αναπτυχθεί η αριστερά όσο και για να χτυπηθεί η δεξιά.

Το πολιτικό κέντρο της Γερμανίας κρατάει για την ώρα, όμως οι ρωγμές στα θεμέλιά του γίνεται όλο και πιο δύσκολο να αγνοηθούν. Η πολιτική και οικονομική κρίση για την οποία η πολιτική τάξη της Γερμανίας φέρει μεγάλη ευθύνη, έχει τώρα αρχίσει να την πλήττει απονεκρώνοντας ιδεολογικά το πολιτικό κέντρο και αποθρασύνοντας τη ριζοσπαστική δεξιά, και το διακύβευμα για τη δικιά μας πλευρά δε θα μπορούσε να είναι σημαντικότερο.

Ο Loren Balhorn ζει στο Βερολίνο, γράφει για το Jacobin και είναι μέλος του Die Linke.

Μετάφραση – Επιμέλεια: Βασίλης ΡόγγαςΚώστας Ψιούρης

Πηγή: Jacobin