Μυτιλήνη, Φλεβάρης 2018. Ανοικτή συζήτηση για την ένταξη των προσφυγόπουλων στα σχολεία και την ευρύτερη κοινότητα. Ο Χάντι, ένας δεκαοχτάρης από το Αφγανιστάν, μας λέει, σε πολύ καλά ελληνικά, πώς ξεκίνησε πέρσι σχολείο στο νησί, για την προσπάθειά του να ενταχθεί, τον αγώνα του να βρει δουλειά. Η Σαμ, μια κοπέλα από το Μαρόκο, μιλώντας άψογα ελληνικά, μας λέει για τη δική της προσπάθεια στο ελληνικό σχολείο και πώς τα κατάφερε. Αναρωτιόμαστε: «Μα αυτή η κοπέλα δεν είναι Ελληνίδα; Μιλάει τόσο καλά τη γλώσσα, έχει τα δικά μας φερσίματα, τη γλώσσα του σώματος!». Φέτος ο Χάντι και η Σαμ έγιναν δεκαοχτώ χρονών. Το πρωί δουλεύουν και το βράδυ πάνε σχολείο στο εσπερινό. Όπως τους ακούμε, δακρύζουμε – κι αυτό χωρίς κάποιο από τα παιδιά να προσπαθήσει να μας εντυπωσιάσει ή να μας συγκινήσει· μας συνέβη αυθόρμητα, βλέποντας τη δύναμη, την επιμονή και τον αγώνα τους.
Θήβα, φθινόπωρο 2017. Πρώτες μέρες στο σχολείο, απογευματινές τάξεις, με μαθητές και μαθήτριες από την ανοιχτή δομή φιλοξενίας. Δεν θα ξεχάσω τον αγώνα που έδωσε ο περιφερειακός διευθυντής για να προετοιμάσει το έδαφος σε μια κοινωνία συντηρητική και το ζεστό καλωσόρισμα των προσφυγόπουλων από δασκάλες, δασκάλους και παιδιά με λουλούδια και ζωγραφιές, τη συγκίνηση όλων τους, τη χαρά των παιδιών που επιτέλους πάνε σχολείο!
Πολλές τέτοιες εικόνες, σε όλη την Ελλάδα. Επιτέλους, και στα νησιά, όπου για πρώτη φορά φέτος τα παιδιά που μένουν σε διαμερίσματα και ξενώνες πάνε σχολείο. Σπουδαίο, αλλά όχι αρκετό, καθώς τα παιδιά των ΚΥΤ (Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης) δεν πάνε σχολείο (αν εξαιρέσουμε τα νηπιαγωγεία που λειτουργούν μέσα στα Κέντρα). Πρέπει να βρεθεί τρόπος να πάνε κι αυτά τα παιδιά, έστω σε απογευματινές τάξεις, αφού οι δυσκολίες της ένταξής τους στην πρωινή ζώνη είναι μεγαλύτερες λόγω του μεγάλου αριθμού και της συνεχούς μετακίνησής τους.
Ένας αγώνας που γίνεται άθλος
Πέρσι έγινε η αρχή με τις απογευματινές τάξεις που φτιάχτηκαν για τα προσφυγόπουλα τις λεγόμενες ΔΥΕΠ (δομές υποδοχής και εκπαίδευσης προσφύγων για τα νεοεισερχόμενα προσφυγόπουλα των κέντρων και δομών φιλοξενίας). Φέτος έγινε ένα ακόμα βήμα, καθώς τα προσφυγόπουλα που μένουν σε ξενώνες και διαμερίσματα, σε όλη την Ελλάδα, πηγαίνουν στο πρωινό δημόσιο σχολείο μαζί με τα ελληνόπουλα, στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση με τη στήριξη των «Τάξεων Υποδοχής», (οι ΤΥ, 648 σε όλη την Ελλάδα, απευθύνονται σε όλους τους μαθητές και μαθήτριες που δεν έχουν την απαιτούμενη γνώση της ελληνικής γλώσσας, Ρομά, αλλοδαπούς, παλλινοστούντες, πρόσφυγες, ευάλωτες κοινωνικές ομάδες). Είναι ένα αποφασιστικό βήμα, σε επίπεδο κατεύθυνσης, πολιτικής και διαδικασίας, παρότι υπάρχουν αρκετά προβλήματα, με κυριότερα το ότι δεν έχει εγγραφεί το σύνολο των παιδιών και η έλλειψη επαρκών τάξεων υποδοχής, κυρίως στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Για να γίνουν όλα αυτά, χρειάστηκε, βέβαια, η συνεργασία πολλών παραγόντων – από την απόφαση του υπουργείου μέχρι τη συμμετοχή του εκπαιδευτικού μηχανισμού και κοινότητας, τη στήριξη από τοπικούς φορείς και αλληλέγγυους κ.ά. Θα σταθώ σε έναν μόνο, που κατά τη γνώμη μου είναι ίσως ο πιο καθοριστικός και σίγουρα ο πιο συγκινητικός: την ενεργοποίηση, την αφοσίωση, την αγάπη, τον αγώνα, τις δεξιότητες (που πολλοί τις κατέκτησαν στην πράξη) των δασκάλων και των καθηγητών – που τα έδωσαν και τα δίνουν όλα, και μάλιστα χωρίς επαρκή στήριξη και επιμόρφωση. Ένας αγώνας που γίνεται άθλος, στις αντίξοες εργασιακές συνθήκες στις οποίες δουλεύουν πολλοί από αυτούς, αναπληρωτές μειωμένου ωραρίου.
Σε όλα αυτά, πολύ σημαντικός είναι ο ρόλος των ΣΕΠ (Συντονιστές Εκπαίδευσης Προσφύγων): αυτοί οι εκπαιδευτικοί, 62 σε όλη την Ελλάδα, αποτελούν τη γέφυρα και συντονίζουν τις σχέσεις της κοινότητας του δημόσιου σχολείου με τα προσφυγόπουλα και τους γονείς τους, με τις δομές όπου μένουν, καθώς και τη γειτονιά και την τοπική κοινωνία.
Οι δασκάλες και οι καθηγήτριες φτιάχνουν, άλλοτε από έμπνευση και άλλοτε από ανάγκη, οι ίδιες το μονοπάτι, καθώς το περπατούν· δημιουργούν μοντέλα για πώς δουλεύεις με έναν προσφυγικό πληθυσμό που συνεχώς μετακινείται, σε συνθήκες που αλλάζουν. Κάποιες μου είπαν ότι μέσα από τη δουλειά τους με τα προσφυγόπουλα, ξαναθυμήθηκαν γιατί έγιναν δασκάλες, ήρθαν ξανά σε επαφή με το νόημα που έχει η δουλειά τους και ζεστάθηκε η ψυχή τους με τα χαμόγελα, την αγάπη, την ευγνωμοσύνη των παιδιών. Και ταυτόχρονα, οι ίδιοι άνθρωποι μου έλεγαν ότι ένιωθαν αγωνία και φόβο: Πώς να διδάξω αυτά τα παιδιά, δεν ξέρω τι να κάνω ακριβώς, μου λείπουν τα εφόδια, η στήριξη και η επιμόρφωση.
Στα δημοτικά τα πράγματα πάνε καλύτερα, στα γυμνάσια και την πρώτη λυκείου όμως η σχολική διαρροή είναι το μεγάλο πρόβλημα. Εδώ, η σχολική ύλη είναι πιο απαιτητική, τα παιδιά βρίσκονται σε ηλικία που μπορούν να αυτονομηθούν πιο εύκολα, ενώ η άγνοια των ελληνικών, που στο δημοτικό μπορεί να αντιμετωπιστεί πιο εύκολα, ορθώνει τείχη. Το γεγονός ότι οι Τάξεις Υποδοχής δεν είναι αρκετές, εντείνει τη δυσκολία, ενώ η ανάγκη επιμόρφωσης και στήριξης των εκπαιδευτικών είναι ακόμα πιο επιτακτική.
Η σημασία και η ανάγκη της επιμόρφωσης
Στο πλαίσιο αυτό, το αίτημα της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών, για το πώς θα εντάξουν και θα δουλέψουν με τα προσφυγόπουλα, αναδεικνύεται επιτακτικό. Και η επιμόρφωση χρειάζεται όχι μόνο στην αρχή της σχολικής χρονιάς, αλλά σε όλη τη διάρκειά της, καθώς και συνεχής στήριξη των εκπαιδευτικών σε πολλαπλά επίπεδα: μαθησιακό, επιστημονικό, ψυχολογικό.
Αλλιώς θα μεγαλώνουν οι πιθανότητες να χάνουμε τα παιδιά από το σχολείο, να έχουμε εφήβους που, εκτός σχολείου, θα μένουν στο περιθώριο, αλλά και εκπαιδευτικούς που θα νιώθουν ματαιωμένοι και απαξιωμένοι. Δεν βρίσκω τις λέξεις για να αποδώσω την απογοήτευση των δασκάλων και καθηγητών, τη δυσκολία αλλά και τον θυμό τους για την έλλειψη επιμόρφωσης (καθώς και των κατάλληλων βιβλίων και βοηθημάτων, τα οποία θα ανταποκρίνονται στις σημερινές ανάγκες), που θα έπρεπε η πολιτεία να παρέχει, αφού η βούλησή της είναι η ένταξη των προσφυγόπουλων.
Όσον αφορά τους εκπαιδευτικούς, η επιμόρφωσή τους και η εξασφάλιση κανονικών συνθηκών εργασίας (το οποίο συνεπάγεται, τουλάχιστον, ότι οι εκπαιδευτικοί θα δουλεύουν και θα αμείβονται με πλήρες ωράριο) είναι, κατά τη γνώμη μου, δύο μεγάλα ζητήματα που έχουμε μπροστά μας. Εκτός αυτών, είναι ζητούμενο η εμπειρία και η γνώση που έχουν αποκτήσει τα προηγούμενα χρόνια –είτε με ειδικές σπουδές είτε στην πράξη– να μην πάει χαμένη. Συζητώντας ιδίως το ποιοι, ποιες θα αναλάβουν κρίσιμους ρόλους στον τομέα αυτό, όπως ΣΕΠ (συντονιστής, συντονίστρια εκπαίδευσης) ή εκπαιδευτικός σε τάξεις υποδοχής ή ΔΥΕΠ, πρέπει να συνυπολογίσουμε και τη γνώση αυτή. Για παράδειγμα: μια δασκάλα ή καθηγήτρια που έχει δουλέψει χρόνια με παιδιά μεταναστών και προσφύγων ή σε διαπολιτισμικά σχολεία, σε Τάξεις Υποδοχής, σε ΔΥΕΠ, σε θέση ΣΕΠ σε κέντρα ή δομές φιλοξενίας· επίσης, κάποιος ή κάποια άλλη που έχει ειδικές σπουδές είτε επιμόρφωση στον τομέα της διαπολιτισμικής εκπαίδευση ή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή της διδασκαλίας της ελληνικής ως δεύτερης ή ως ξένης γλώσσας.
Το πώς θα γίνει κάτι τέτοιο δεν μπορεί ασφαλώς να το πει ένα άρθρο· απαιτεί το άνοιγμα της συζήτησης και προτάσεις, από όλους όσους εμπλέκονται. Αν συμφωνούμε ωστόσο στη γενική κατεύθυνση, θα μπορέσουμε να βρούμε και τους τρόπους. Και, όπως λέει το τραγούδι, «το πρώτο βήμα δύσκολο, το δεύτερο αλαφραίνει, στο τρίτο φύγαμε κι ο δρόμος μας πηγαίνει».
Η Βασιλική Κατριβάνου είναι ψυχοθεραπεύτρια, εκπαιδεύτρια στην επίλυση συγκρούσεων και πρώην βουλεύτρια.
Πηγή: Η Εποχή