Η Ένωση δικαστικών λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας κωδικοποίησε τα βασικά σημεία της 2649/2017 απόφασης της Ολομέλειας του ΣτΕ «προκειμένου να διευκολύνει την άσκηση καλοπροαίρετης κριτικής» στις κρίσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου για το πόθεν έσχες. Πρόκειται για μια ευπρόσδεκτη πρωτοβουλία, καθώς η Ένωση υπενθυμίζει το αυτονόητο σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, ότι δηλαδή οι δικαστικές αποφάσεις αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα αντικείμενα του δημόσιου διαλόγου: τα δικαστήρια, όντας επιφορτισμένα με την προστασία των δικαιωμάτων και των έννομων συμφερόντων των πολιτών, οφείλουν να εξασφαλίζουν το σεβασμό των νόμων, να συμβάλλουν στην εφαρμογή των θεμελιωδών αρχών της έννομης τάξης, να αποτρέπουν ή έστω να περιορίζουν την αυθαιρεσία και τον αυταρχισμό.
Διακύβευμα πολιτικής αντιπαράθεσης
Με δυο λόγια, οι δικαστικές αποφάσεις συνιστούν –συχνά μείζονες- παρεμβάσεις στα πεδία της προσωπικής και συλλογικής αυτονομίας και δεν μπορεί παρά να αποτελούν διακύβευμα της πολιτικής αντιπαράθεσης. Της πολιτικής και όχι βέβαια της κομματικής αντιπαράθεσης: η κριτική στις δικαστικές αποφάσεις δεν επιτρέπεται να στηρίζεται σε επιχειρήματα που υπηρετούν τις στοχεύσεις μιας παράταξης, αλλά πρέπει να διενεργείται σε αναφορά με τον τρόπο που η απόφαση ερμήνευσε και εφάρμοσε τους κρίσιμους κανόνες, με τις σταθμίσεις που αυτή ενσωματώνει, με το δίκαιο ή μη χαρακτήρα της εξισορρόπησης των συγκρουόμενων ελευθεριών και δικαιωμάτων στην οποία καταλήγει. Παράλληλα, η λειτουργία της δικαιοσύνης σύμφωνα με τις συνταγματικές αρχές που διέπουν την οργάνωσή της και την εκπλήρωση της αποστολής της συνιστά ένα σπουδαίο δημόσιο συμφέρον, που δικαιολογεί το ενδιαφέρον καθενός να παρακολουθεί τα δικαστικά πράγματα, να διαπιστώνει κριτικά τις δυσλειτουργίες και να διατυπώνει προτάσεις για αλλαγές ή βελτιώσεις.
Το ενδιαφέρον όλων των μελών του κοινωνικού συνόλου για την άσκηση κριτικής στις δικαστικές αποφάσεις και στον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης έχει διπλό νομικοπολιτικό θεμέλιο: τα δικαστήρια είναι το τελευταίο καταφύγιο των πολιτών, όταν αυτοί στερούνται κάποιο δικαίωμα ή θίγονται στα συμφέροντά τους, αλλά και εκείνα τα όργανα που με την κρίση περί αντισυνταγματικότητας, μπορούν να ματαιώσουν τη βούλησή τους, ακυρώνοντας βασικές επιλογές για τις οποίες η κυβέρνηση και η κοινοβουλευτική πλειοψηφία έχουν λάβει εντολή από το εκλογικό σώμα. Δεν θα ήταν, επομένως, υπερβολικό να υποστηρίξει κανείς, ότι η συνταγματικά οργανωμένη διαδικασία «φραγμών και ανασχέσεων» που δίνει στα δικαστήρια την εξουσία να αποτρέπουν την εφαρμογή κανόνων με δημοκρατική καταγωγή και στη λαϊκή αντιπροσωπεία την ευχέρεια να επανέλθει μετά τη δικαστική κρίση, ρυθμίζοντας ξανά την ίδια κοινωνική ύλη, επιβάλλει τη διενέργεια μιας καλόπιστης δημόσιας συζήτησης και μεταξύ των οργάνων, προκειμένου η διαφωνία να μην καταλήγει σε προσωπικές αντιπαραθέσεις ή σε θεσμικούς εγωισμούς.
Ο έλεγχος της περιουσιακής κατάστασης των δικαστών
Η υπόθεση του πόθεν έσχες των δικαστικών λειτουργών είναι μια τέτοια περίπτωση. Οι ρυθμίσεις για τη δήλωση περιουσιακής κατάστασης εξειδικεύουν τις εγγυήσεις της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστών, που δεν απειλούνται μόνον, ορθότερα δεν απειλούνται κυρίως από τα όργανα των άλλων δυο εξουσιών. Οι πιέσεις που μπορούν να ασκήσουν ορισμένοι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες είναι τόσο ισχυρές, ώστε ο κίνδυνος να αναπτυχθούν εξαρτήσεις που επηρεάζουν το δικαιοδοτικό έργο, είναι ενεστώς. Τούτο γίνεται αποδεκτό από τη συντριπτική πλειοψηφία των δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι εδώ και είκοσι χρόνια υποβάλλουν δήλωση πόθεν έσχες, συμβάλλοντας στο να διαφυλαχθεί η επαγγελματική τους αξιοπρέπεια και το κύρος της δικαιοσύνης.
Έτσι, η πρόσφατη νομολογιακή εξέλιξη ξενίζει. Το ΣτΕ επιβεβαίωσε την υποχρέωση των δικαστών και των εισαγγελέων να υποβάλλουν δηλώσεις «πόθεν έσχες», έκρινε όμως ότι αυτές πρέπει να ελέγχονται «από όργανο που αποτελείται κατά πλειοψηφία από δικαστικούς λειτουργούς και όχι από υπαλλήλους που υπάγονται στον εκάστοτε υπουργό, ώστε να διασφαλίζεται η δικαστική ανεξαρτησία». Η κρίση αυτή του Ανώτατου Ακυρωτικού δείχνει να παραμελεί το περιεχόμενο της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστών και να ξεχνά ότι το ελληνικό πολίτευμα στηρίζει την λειτουργία του στην ήπια διάκριση των εξουσιών.
Πραγματικά, ο έλεγχος της περιουσιακής κατάστασης των δικαστών δεν μεταβάλλει ούτε θα μπορούσε με οποιοδήποτε τρόπο να επηρεάσει το προσωπικό καθεστώς τους, π.χ. το βαθμό που κατέχουν, την προοπτική εξέλιξής τους ή τον τόπο που υπηρετούν. Όπως είναι γνωστό, τούτα προσδιορίζονται από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, χωρίς την ανάμειξη εκπροσώπου άλλης αρχής. Εξίσου αδύνατον είναι η διαδικασία αυτή να αναπτύξει συνέπειες στο δικαιοδοτικό έργο, δεδομένου ότι τα όργανα που την υλοποιούν δεν αποκτούν την ευχέρεια να ποδηγετήσουν τη δικαστική κρίση: η αρμοδιότητά τους περιορίζεται στην εξέταση της νομιμότητας της απόκτησης των περιουσιακών στοιχείων, είναι δηλαδή αμιγώς εκτελεστική και σαφώς οριοθετημένη.
Απαίτηση αυτοελέγχου
Τέλος, η «δικαστική ανεξαρτησία» δεν μπορεί να εννοιολογηθεί ανεξάρτητα από το σύστημα της ήπιας διάκρισης των εξουσιών, που στηρίζει τη λειτουργία της δημοκρατίας σύμφωνα με το ισχύον Σύνταγμα. Στο σύστημα αυτό, η ευεργετική για την προσωπική και πολιτική ελευθερία κατανομή της κρατικής ισχύος, πραγματώνεται με μηχανισμούς που εξασφαλίζουν αφενός την αλληλεπίδραση και αλληλεξάρτηση των εξουσιών, αφετέρου την διασταύρωσή τους. Η απαίτηση, λοιπόν, η δικαστική εξουσία να αυτοελέγχεται νοθεύει την αρχή της ήπιας διάκρισης των εξουσιών. Η δικαστική εξουσία, αρνούμενη κάθε αλληλεπίδραση, τείνει να αυτονομηθεί, οι θεσμικές ισορροπίες κλονίζονται, το ενδεχόμενο της αυθαιρεσίας ενισχύεται. Μια μορφή συντεχνιακής οργάνωσης του κράτους διεκδικεί συνταγματικά ερείσματα και η επίκληση της δικαστικής ανεξαρτησίας λειτουργεί ως εμπόδιο και όχι ως όχημα σεβασμού της δημοκρατικής αρχής.
Η Ιφιγένεια Καμτσίδου είναι συνταγματολόγος, αναπληρώτρια καθηγήτρια της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ και πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης.
Πηγή: Η Εποχή