Η δημοκρατία προϋποθέτει την πολιτική αντιπαράθεση. Μόνο μέσα από τη σύγκρουση διαφορετικών προτάσεων, διαφορετικών αξιακών συστημάτων -σε τελική ανάλυση, διαφορετικών ιδεολογιών– μπορεί να λειτουργήσει. Στον αντίποδα της πολιτικής, η διαχειριστική τεχνοκρατία. Μια προσέγγιση που έγινε δημοφιλής μέσα από τη νεοφιλελεύθερη μυθολογία περί του «τέλους της Ιστορίας» και που αποτυπώνεται σήμερα στο σύνθημα περί του «τέλους των ιδεολογιών» και της «πολιτικής πέρα και έξω από τα κόμματα». Κυρίαρχο αφήγημά της : «αφού η Ιστορία έχει τελειώσει, μαζί της έχει τελειώσει και η πολιτική και, συνεπώς, το μόνο που μένει είναι να οριστούν – με μια κατ’ επίφαση δημοκρατική διαδικασία – οι καλύτεροι διαχειριστές της μοναδικής νεοφιλελεύθερης αλήθειας, αυτοί που θα προχωρήσουν γρηγορότερα τις «μεταρρυθμίσεις», οι άριστοι που γνωρίζουν το καλό του λαού, έστω κι αν δεν μπαίνουν στον κόπο να ρωτήσουν τον λαό αν συμφωνεί». Μάλιστα, όσο πιο «ανεξάρτητοι» είναι αυτοί οι διαχειριστές, με άλλα λόγια όσο περισσότερο αποκομμένοι από την πολιτική και την κοινωνία, όσο καλύτερα θωρακισμένοι πίσω από το κέλυφος της ψυχρής τεχνοκρατίας, τόσο το καλύτερο. Αυτό, στη νεοφιλελεύθερη πράξη παίρνει τη μορφή όλο και περισσότερων συμβουλίων, κέντρων και παράλληλων θεσμών που δεν λογοδοτούν σε κανέναν, ή μάλλον σε κανένα εκλεγμένο από το λαό όργανο. Η περίπτωση της οικονομικής διακυβέρνησης της ευρωζώνης – μέσω του «άτυπου» Eurogroup και του ακόμα πιο τεχνοκρατικού Euro Working Group – είναι εξόχως χαρακτηριστική αυτής της τάσης.
Στη χώρα μας, η μνημονιακή περίοδος ήταν το όχημα εξοβελισμού της πολιτικής και ιδεολογικής συζήτησης, τουλάχιστον μέχρι να αρχίσει να διαφαίνεται ως μια ρεαλιστική προοπτική, η ανάληψη της διακυβέρνησης από την Αριστερά. Ο δημόσιος πολιτικός διάλογος, ιδίως στα ΜΜΕ, περιορίστηκε σε μια αέναη επανάληψη της ρητορικής του τύπου «μαζί τα φάγαμε», σε συνδυασμό με μια τεχνοκρατική ανάλυση των διαφόρων «προαπαιτούμενων» για την επόμενη δόση, καρυκευμένη με γερές δόσεις τρομοκρατίας για την καταστροφική χρεοκοπία που περίμενε τη χώρα, αν δεν συμμορφωνόταν με τις υποδείξεις των δανειστών. Μια παράσταση σχεδιασμένη, ώστε να φιμώσει – εν τη γενέσει της -οποιαδήποτε φωνή αντίρρησης και οποιαδήποτε εναλλακτική. Η Ιστορία, όμως, φαίνεται πως είναι πεισματάρα και δεν έχει καμία πρόθεση να σταματήσει να κινείται, μόνο και μόνο για να βολέψει τη νεοφιλελεύθερη αφήγηση. Η νίκη της Αριστεράς στην Ελλάδα και τα δραματικά γεγονότα του καλοκαιριού του 2015, έθεσαν σε κίνηση νέες πολιτικές δυνάμεις και ρεύματα σκέψης, όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά πανευρωπαϊκά. Η προοπτική λήξης της ιδιόμορφης κατάστασης έκτακτης ανάγκης που επιβλήθηκε στην Ελλάδα το 2010, και της εξωτερικής επιτροπείας που τη συνόδευε, επαναφέρει στο προσκήνιο τα θεμελιώδη πολιτικά διλήμματα. Και σε αυτό το πλαίσιο, οι δύο αντίθετοι πόλοι που διαμορφώνονται στο πολιτικό στερέωμα είναι ευκρινείς. Όπως ευκρινείς είναι και οι μεταξύ τους θεμελιώδεις διαφορές.
Η νέα «κανονικότητα» που έχει επιβληθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο κυριαρχείται από τον νεοφιλελευθερισμό. Αυτός είναι ο ένας – αρνητικός, κατ΄εμάς – πόλος. Συνδυάζει την ασφυκτική δημοσιονομική λιτότητα με τις περίφημες «μεταρρυθμίσεις» που στοχεύουν στην ολική αποδόμηση του κοινωνικού κράτους, στην απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων υπέρ της εργοδοσίας και στη μαζική μεταφορά πλούτου από τα μεσαία και κατώτερα κοινωνικά στρώματα σε μια οικονομική ολιγαρχία που αντιμετωπίζει ολόκληρα κράτη ως προσωπική της ιδιοκτησία. Η πολιτική γίνεται ανεκτή μόνο στο βαθμό που δεν αμφισβητεί τα βασικά δόγματα της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας, τα οποία οι αρχιερείς της υπερασπίζονται με τον φανατισμό που αρμόζει σε μέλη παραθρησκευτικής σέχτας. Οι πλέον θεμελιώδεις κατακτήσεις της ανθρωπότητας τους τελευταίους τρεις αιώνες, αμφισβητούνται ανοιχτά και χωρίς να τηρούνται τα προσχήματα: οι άνθρωποι δεν γεννιούνται ίσοι, η ισότητα είναι αντίθετη με την ανθρώπινη φύση. Ο ρόλος του κράτους οφείλει να περιοριστεί στην προστασία της «ελευθερίας» των ιδιωτών επιχειρηματιών, στην οποία, άλλωστε, συμπεριλαμβάνεται και η ασυλία τους από οποιαδήποτε διερεύνηση ή ποινική δίωξη για τυχόν εγκληματικές πράξεις. Έννοιες όπως κοινωνική δικαιοσύνη, αλληλεγγύη και δίκαιη αναδιανομή πλούτου είναι ταυτόσημες με τον σταλινισμό. Ο κοινωνικός δαρβινισμός είναι η «φυσική» κατάσταση του ανθρώπου, η κοινωνία είναι μια ψευδαίσθηση: υπάρχει μόνο το άτομο. Η εικόνα ολοκληρώνεται με έναν ακραίο συντηρητισμό ακροδεξιάς κοπής. Έτσι, ο κύκλος κλείνει και ο νεοφιλελευθερισμός οδηγείται στην φυσική του κατάληξη: τον φασισμό.
Ο άλλος πόλος, ο θετικός, είναι η Αριστερά, ο σοσιαλισμός. Όχι η σοσιαλδημοκρατία, η οποία ευτελίστηκε μέσω της ταύτισής της με τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα και που -στην Ευρώπη, τουλάχιστον- φαίνεται πως αρχίζει να αντιλαμβάνεται πόσο διαβρωτική υπήρξε για την ίδια αυτή η συνύπαρξη με τον νεοφιλελευθερισμό και πως ο μόνος τρόπος να αναβαπτιστεί και να έχει κάποιον ρόλο είναι να στραφεί προς την Αριστερά. Και σίγουρα όχι εφήμερες κομματικές κατασκευές που επιδιώκουν να καλύψουν την ουσιαστική τους ταύτιση με τον νεοφιλελευθερισμό πίσω από θολές ιδεολογικές έννοιες, όπως «κεντροαριστερά». Οι πολιτικές δυνάμεις που τοποθετούνται στον χώρο της σοσιαλδημοκρατίας έχουν να κάνουν τη δική τους επιλογή: ή θα συστρατευθούν με την αριστερά ή με τη νεοφιλελεύθερη δεξιά.
Πώς όμως θα μπορέσει η Αριστερά, και ο ΣΥΡΙΖΑ, ειδικότερα, να προσφέρει ένα ρεαλιστικό και βιώσιμο εναλλακτικό όραμα, απέναντι στη νεοφιλελεύθερη δυστοπία; Η πρώτη και κύρια προϋπόθεση είναι να απευθυνθεί στους πολίτες με ειλικρίνεια και έχοντας εμπιστοσύνη στο πολιτικό αισθητήριο του λαού. Να μιλήσει για το τι προσπάθησε να κάνει, πού πέτυχε και πού απέτυχε. Για τις νίκες, αλλά και τις ήττες της και πού οφείλονται αυτές. Να περιγράψει με ακρίβεια και καθαρότητα το υπάρχον δυσμενές -για την ίδια και τις αρχές της – πολιτικό περιβάλλον, εντός του οποίου είναι αναγκασμένη να ελίσσεται. Η δεύτερη και σημαντικότερη είναι να επεξεργαστεί και να διαμορφώσει, μαζί με την κοινωνία και τον λαό, ένα μοντέλο εμπέδωσης και εμβάθυνσης της δημοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης για το σήμερα και το αύριο. Να καταστρώσει έναν οδικό χάρτη για τη χώρα, μετά την κρίση. Να ξαναδώσει νόημα και ουσία σε έννοιες όπως κρατική και λαϊκή κυριαρχία, συνταγματισμός, συμμετοχική δημοκρατία. Να αντιπαραβάλει, στο απάνθρωπο πρόσωπο του νεοφιλελευθερισμού, το δικό της όραμα για μια δικαιότερη κοινωνία, θεμελιωμένη στον ανθρωπισμό και την αλληλεγγύη. Να διεκδικήσει δυναμικά και με παρρησία την περαιτέρω εξέλιξη και ενίσχυση του πλαισίου προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των δικαιωμάτων των προσφύγων και των μεταναστών, των μειονοτήτων, των θυμάτων κάθε είδους διακρίσεων και κοινωνικών αποκλεισμών. Να περιγράψει τη δική της πρόταση για την Ευρώπη του αύριο με ισονομία μεταξύ των κρατών-μελών της, διεκδικώντας τον δικό της ευρωπαϊσμό, σε ευθεία αντίθεση με την καρικατούρα που σήμερα οδηγεί την Ευρώπη σε μια πορεία παρακμής και αποσύνθεσης, η οποία δεν μπορεί πλέον να κρυφτεί πίσω από τις εκάστοτε Λευκές Βίβλους της ΕΕ ή τη ρητορική περί «ευρωπαϊκής ανάκαμψης».
Ο νεοφιλελευθερισμός θέλει να γυρίσει τον κόσμο σε έναν δυστοπικό Μεσαίωνα, όπου θα κυριαρχεί ο νόμος της ζούγκλας και η μόνη ελευθερία που θα αναγνωρίζεται θα είναι αυτή των καταπιεστών έναντι των καταπιεζομένων. Η Αριστερά είναι αυτή που μπορεί – και οφείλει – να τον οδηγήσει στο μέλλον. Όχι μόνο προασπίζοντας τις κατακτήσεις του Διαφωτισμού και των μεγάλων κοινωνικών κινημάτων και πολιτικών επαναστάσεων του 18ου, του 19ου και του 20ου αιώνα, αλλά παίρνοντας το νήμα και προχωρώντας στον 21ο αιώνα. Μπορεί για τον εγχώριο εκφραστή του νεοφιλελευθερισμού και αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, η ισότητα να είναι αντίθετη στην ανθρώπινη φύση, η Αριστερά όμως οφείλει να απαντήσει με λόγο και έργο ότι, αντιθέτως, σύμφυτη με την ανθρώπινη φύση είναι η διαρκής αναζήτηση της κοινωνικής δικαιοσύνης, η πάλη ενάντια στην αδικία, ο διαρκής αγώνας για πρόοδο και ένα καλύτερο αύριο. Για όλους, όχι μόνο για τους ολίγους και εκλεκτούς. Οι διαχωριστικές γραμμές είναι ξεκάθαρες και όλοι οφείλουν να πάρουν θέση, ενώπιον του τελικού κριτή που θα είναι ο λαός.