ΣΥΡΙΖΑ

Μια κυβέρνηση διαφοροποιείται από τον αντίπαλο με θετικά παραδείγματα – Συνέντευξη με τον Γεράσιμο Μοσχονά

Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι καθηγητής στο τμήμα πολιτικής επιστήμης και ιστορίας του Παντείου.

Τη συνέντευξη πήρε ο Παύλος Κλαυδιανός

Ποιο είναι το μέλλον της ελληνικής κεντροαριστεράς;

Δεν υπάρχουν επαρκώς τεκμηριωμένες συγκριτικές μελέτες που να μας επιτρέπουν να πιθανολογήσουμε αν το ΠΑΣΟΚ θα ανακάμψει ή όχι. Συνήθως τα κόμματα που χάνουν α) την πολύ ισχυρή θέση τους στο κομματικό σύστημα, β) το κεντρικό τμήμα του πυρήνα της εκλογικής τους βάσης και γ) συνδέεται η πτώση τους με την πτώση ενός καθεστώτος δεν ανακάμπτουν σημαντικά. Είτε εξαφανίζονται είτε επιβιώνουν σε ένα πολύ κατώτερο του παλαιού επίπεδο επιρροής. Αλλά αυτό προκύπτει από παραδείγματα κομμάτων που προέρχονται από άλλες κομματικές οικογένειες, όχι από την σοσιαλδημοκρατική. Μόνο ένα σοσιαλιστικό κόμμα εξαφανίστηκε από τον χάρτη, το ιταλικό την περίοδο Κράξι. Με μια περίπτωση δεν μπορείς να έχεις θεωρία. Ωστόσο, το ότι σήμερα, εκτός της κατάρρευσης του ΠΑΣΟΚ, κινδυνεύουν ιστορικά κόμματα, όπως το Εργατικό στην Ολλανδία και το Σοσιαλιστικό στην Γαλλία, αποτελεί ισχυρή ένδειξη ότι μια σημαντική, ριζική ανάκαμψη του παλαιού Πασοκικού χώρου θα είναι δύσκολη.

Η Κεντροαριστερά δεν έχει πεθάνει

Πώς βλέπεις τις πολλές διεργασίες στο χώρο;

Η στρατηγική του ΠΑΣΟΚ υπό την κ. Γεννηματά, θα μπορούσε να συνοψιστεί ως εξής:  «κυριαρχία εντός της Κεντροαριστεράς δια της ισχύος». Η αδυναμία που επιδεικνύει το Ποτάμι και η αμηχανία του εκτός σημερινού ΠΑΣΟΚ στελεχικού δυναμικού της κεντροαριστεράς ενισχύει αυτή τη στρατηγική. Από τη σκοπιά του στενού κομματικού και εκλογικού συμφέροντος του υπάρχοντος ΠΑΣΟΚ δεν είναι εσφαλμένη ως στρατηγική. Ούτε έχει αποτύχει ακόμη, αν και υπέστη πλήγμα με τις τελευταίες εξελίξεις στην Κεντρική Επιτροπή. Εμπεριέχει όμως ένα κρίσιμο μειονέκτημα: στηρίζεται στην ενεργοποίηση των παλαιών δομών, ιδιαίτερα των υπολειμμάτων δομών και στελεχών στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και στο συνδικαλισμό. Αν η ηγεσία Γεννηματά επιτύχει, το ΠΑΣΟΚ, μέσω  της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, θα κυριαρχήσει εντός της κεντροαριστεράς – και σε ευνοϊκές συνθήκες θα μπορούσε να έλξει τμήμα από τους απογοητευμένους από την πολιτική ΣΥΡΙΖΑ.  Θα ήταν, όμως, ένα ΠΑΣΟΚ ποιοτικά πολύ χειρότερο από το παλαιό, διότι θα έτεινε να συγκεντρώσει στο εσωτερικό του ό,τι πιο συντηρητικό διέθετε από τον παλαιό του χώρο. Τα πιο εκσυγχρονιστικά και πιο μοντέρνα στελέχη, όσα είχαν πιο συνεκτική αντίληψη και είχαν συμμετάσχει λιγότερο, ή είχαν εκτεθεί λιγότερο, σ’ αυτό το τρομερό αλισβερίσι που εκπροσώπησε το ΠΑΣΟΚ, είτε ιδιωτεύουν είτε έχουν διασπαρεί στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Οι δυνάμει φορείς φρεσκάδας βρίσκονται στην πλειοψηφία τους εκτός της Δημοκρατικής Συμπαράταξης. Τα δε μοντέρνα λαϊκά στρώματα έφυγαν προς τον ΣΥΡΙΖΑ και δεν θα έλκονταν από ένα τέτοιο ΠΑΣΟΚ. Είτε θα παραμείνουν, διατηρώντας αποστάσεις, κοντά σε συριζαίϊκα δίκτυα, είτε θα διερευνήσουν άλλες επιλογές είτε θα προτιμήσουν την πλήρη ιδιώτευση. Η στρατηγική Γεννηματά, εάν επιτύχει, διασώζει το σύστημα «ΠΑΣΟΚ» αλλά περιορίζει την δυναμική επανεπέκτασης της κεντροαριστεράς.

Η απλή αναλογική, δεν θα λειτουργήσει, δεν θα επηρεάσει τις εξελίξεις;

Αυτό που μπορώ να πω αυτή τη στιγμή είναι ότι η Κεντροαριστερά στην Ελλάδα, με δεδομένη την κρίση ταυτότητας του ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχει πεθάνει. Η ευκαιρία επιστροφής της στο παιγνίδι συνδέεται με  τις αδυναμίες του ΣΥΡΙΖΑ και με την καλή ποιότητα ενός τμήματος του σκόρπιου στελεχικού της δυναμικού. Δεν είναι πια τόσο δυσμενείς οι συνθήκες για την Κεντροαριστερά, δυσμενέστατη είναι η εσωτερική της συνθήκη. Επίσης, λείπει η σημαντική προσωπικότητα. Όταν οι «δομές» και οι ταυτίσεις υποχωρούν, ο ρόλος των πολιτικών ηγετών ενισχύεται. Να σημειώσω ότι ακόμη κι αυτή τη στιγμή, παρά τη φθορά της, στον χώρο της ευρείας Αριστεράς και Κεντροαριστεράς μια προσωπικότητα κυριαρχεί και λέγεται Αλέξης Τσίπρας. Τελεία. Είτε τον αγαπάς είτε τον μισείς είτε αμφιβάλλεις είναι η κεντρική φιγούρα πολιτικής αναφοράς σε αυτό τον ευρύ χώρο. Θα επιμείνω, ωστόσο, στο κεντρικό: δεν υπάρχουν επαρκώς τεκμηριωμένες μελέτες που να μας επιτρέπουν να πιθανολογήσουμε με σοβαρότητα αν η κεντροαριστερά θα ανακάμψει σημαντικά ή όχι. Και η αυτοκτονία και η θετική έκπληξη εμπεριέχονται ως δυνατότητες στη νέα κατάσταση.
 Η ηγεσία Μητσοτάκη δημιούργησε πολλές ελπίδες στο χώρο αυτό και γενικότερα στο λεγόμενο εκσυγχρονιστικό χώρο. Ωστόσο, η νέα ηγεσία φάνηκε κατώτερη των περιστάσεων. Φυσικά, δεν έχει παρουσιάσει ακόμη το πρόγραμμά της. Το κάνει συνειδητά, επικοινωνιακά δεν είναι εσφαλμένη ιδέα, διότι θέλει να διατηρήσει το πλεονέκτημα της έκπληξης πριν τις εκλογές, εφόσον τώρα έχει έτσι και αλλιώς προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις. Όμως, το διπλό μήνυμα που εκπέμπει αυτή τη στιγμή πάσχει. Στο πολιτικό του σκέλος, με το «είστε ψεύτες», ποντάρει στην απώλεια του ηθικού πλεονεκτήματος του ΣΥΡΙΖΑ. Το μήνυμα είναι αβαθές, ο κόσμος στον οποίο απευθύνεται η ΝΔ έχει πιο σύνθετες προσλαμβάνουσες από την απλοϊκή αυτή τακτική ή από την εξίσου απλοϊκή «εκλογές εδώ και τώρα». Διερωτώμαι αν πλήρωσαν συμβούλους για να καταλήξουν σε αυτά τα συνθήματα. Στο οικονομικό του σκέλος, το μήνυμα είναι εξίσου αβαθές. Αυτό που προτείνει η ΝΔ είναι μείωση των κρατικών δαπανών, με στόχο η εξοικονόμηση να μετατραπεί σε μείωση φόρων, η οποία θα διευκολύνει την οικονομική ανάκαμψη. Προφανώς γίνονται ακόμη σπατάλες αλλά το Δημόσιο αυτή τη στιγμή λειτουργεί με αναπνευστήρα. Εάν σε κάποιο τομέα θα μπορούσαν να περικοπούν δαπάνες θα έπρεπε την ίδια στιγμή η εξοικονόμηση δημόσιων πόρων να μεταφερθεί σε άλλο κρατικό τομέα – διότι το σύστημα είναι υπό κατάρρευση. Ο κόσμος γνωρίζει τα προηγούμενα. Δεν είναι πειστικά. Είναι, επίσης, βαθύτατα εσφαλμένα. Οι κυβερνήσεις, δεξιές, κεντρώες ή αριστερές, δεν έχουν δικαίωμα να  καταστρέψουν το μοναδικό μηχανισμό που έχει εφευρεθεί για τη διεύθυνση της κοινωνίας σε συνθήκες καπιταλισμού, το κράτος. Όλες οι χώρες που πέτυχαν οικονομικά στηρίχτηκαν σε ισχυρά κράτη, από τη Γερμανία μέχρι την Ιαπωνία και την Κίνα. Η σμίκρυνση του κράτους θεωρείται πλέον εσφαλμένη πολιτική και από τους σοβαρούς νεοφιλελεύθερους. Το capacity building του κράτους είναι η κρίσιμη παράμετρος για την οικονομική ανάπτυξη, όχι η σμίκρυνσή του κράτους ή η μείωση της παρεμβατικότητας του. Και το capacity building χρειάζεται ισχυρούς θεσμούς και πόρους, όχι μείωση των πόρων. Το αφήγημα της ΝΔ είναι, προς το παρόν, κατώτερο των προσδοκιών.

 

Ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση

Ποια η γνώμη σου για τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση;

Δεν νομίζω ότι μπορούμε να κατανοήσουμε τις ανεπάρκειες του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση αν δεν κατανοήσουμε τις ανεπάρκειες του ΣΥΡΙΖΑ, και γενικά της Αριστεράς, στην αντιπολίτευση. Ας υπενθυμίσουμε τι συνέβη στην Ελλάδα,  εξετάζοντας τα γεγονότα υπό το φως της σωρευμένης εμπειρίας της ευρωπαϊκής Αριστεράς και του εργατικού κινήματος.
 1) Στην Ελλάδα, ένα από τα πιο προοδευτικά συστήματα συλλογής φόρων στην Ευρώπη μετατράπηκε σε κεντρικό μηχανισμό φορολογικής ασυλίας για τη μεγάλη θάλασσα των αυτοαπασχολουμένων και για τον κόσμο της μεσαίας και μεγάλης επιχείρησης. Ως συνέπεια, ο ελληνικός δημόσιος τομέας απέκτησε εν μέρει σοσιαλδημοκρατικά χαρακτηριστικά με κριτήριο τις δαπάνες και την ενδυνάμωση των προνοιακών μηχανισμών, στα δε φορολογικά του έσοδα θα μπορούσε να κατηγοριοποιηθεί ως (νέο) φιλελεύθερος καθώς βρισκόταν πιο κοντά στον μέσο όρο χωρών που ανήκουν στο φιλελεύθερο μοντέλο καπιταλιστικής συγκρότησης (Μ. Βρετανία, Ιρλανδία, ΗΠΑ). Η απουσία ισορροπίας ήταν ακραία. Και καλύφτηκε με ψευτοαριστερούς βερμπαλισμούς. Ειδικότερα, το παράδειγμα της φορολογικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ, με τους μισθωτούς και συνταξιούχους να αναλαμβάνουν το μεγάλο βάρος των φόρων, σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα με σοσιαλδημοκρατική παράδοση και, γενικότερα, ισχυρή Αριστερά θα εθεωρείτο ένα σκάνδαλο κολοσιαίων διαστάσεων.
 2) Οι μεγάλες ανισότητες στις μισθολογικές απολαβές των εργαζομένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα (intra sector ανισότητες), οι ανισότητες μεταξύ μισθωτών του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα καθώς και οι ακραίου μεγέθους ανισότητες απολαβών μεταξύ του μεγαλύτερου τμήματος των μισθωτών (insiders) και των επιδομάτων των ανέργων (όποιος δεν ντρέπεται, διότι πρέπει να ντρεπόμαστε ως κοινωνία, ας συγκρίνει τα 454 ευρώ του επιδόματος ανεργίας πριν την κρίση, και για ένα έτος μόνο, με τις τότε μέσες μισθολογικές απολαβές στον ΟΛΠ, στην ΤΡΑΜ ΑΕ, στην ΔΕΗ, στον ΟΤΕ ή στον ΟΣΕ κλπ., μέσες απολαβές που, ανάλογα με την επιχείρηση, ξεπερνούσαν συνήθως τα 2000-2500 ευρώ). Οι ανισότητες αυτές αντιστρατεύονταν πλήρως τον πιο σκληρό πυρήνα της ιστορικής ιδεολογίας της αριστεράς και του εργατικού κινήματος. Το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα έχει επιδείξει σοκαριστική αναλγησία –  «αναλγησία» είναι η μόνη λέξη που ταιριάζει στην περίπτωση – απέναντι στους άνεργους και στους outsiders, δημιουργώντας φυσικά μεγάλα ρήγματα στο εσωτερικό των λαϊκών τάξεων. Επιπλέον, υποτιμάται ότι οι χαμένοι αυτού του μεταπολιτευτικού πολιτικού και συνδικαλιστικού μοντέλου υπήρξαν διπλά χαμένοι: είχαν χαμηλούς μισθούς και επιδόματα και ταυτόχρονα καλούνταν να πληρώσουν τις υψηλές τιμές προϊόντων και υπηρεσιών που οφείλονταν ταυτόχρονα στον πληθωρισμό κερδών (κεφάλαιο) και στον πληθωρισμό μισθών που προκαλούσαν οι προνομιούχοι μισθωτοί.
 3) Το ελληνικό κράτος ως διαπλεκόμενο και  πελατειακό ήταν, και από άποψη δικαίου και από άποψη ταξική, μεροληπτικό: αλλοίμονο σε κάποιον που τύχαινε να μην έχει μόρφωση, αν ταυτόχρονα δεν είχε οικογενειακό δίκτυο ή πολιτικό δίκτυο να τον στηρίξει. Ειδικότερα, το ελληνικό κοινωνικό κράτος ήταν ταξικά μεροληπτικό (η μείωση της φτώχειας στην δεκαετία του 2000, μετά τον υπολογισμό της συμβολής των κοινωνικών δαπανών, ήταν στην Ελλάδα πολύ μικρότερη της αντίστοιχης μείωσης στις χώρες της ΕΕ). Ήταν, επίσης, αντιαναπτυξιακό, εξ ού και η έμφαση στις συντάξεις. Φυσικά, το ελληνικό κράτος δεν ήταν μεγάλο, όπως υποστηρίζει ένας νεοφιλελευθερισμός του συρμού. Χρεοκόπησε όχι λόγω υπερβολικών δαπανών, αλλά λόγω υστέρησης εσόδων. Χρεοκόπησε όμως και λόγω κακής κατανομής των δαπανών. Αναποτελεσματικό, κοινωνικά άδικο και αντιαναπτυξιακό, αυτά ήταν τα τρία χαρακτηριστικά του ελληνικού κράτους.
 Τι έκανε η εκτός ΠΑΣΟΚ Αριστερά για όλα αυτά; Φυσικά τα κατήγγειλε, Προπάντων όμως τα υποτίμησε. Η Αριστερά, επηρεασμένη από την επέλαση των νεοφιλελεύθερων ιδεών, οδηγήθηκε σε μια αμυντική στάση υπεράσπισης του κρατικού «κεκτημένου». Υποβάθμισε τις δημοσιονομικές στρεβλώσεις, την απουσία κουλτούρας δημοσίου συμφέροντος στο εσωτερικό της διοίκησης, ακόμη και τις ταξικές επιπτώσεις των αναποτελεσματικών και διεφθαρμένων φοροεισπρακτικών μηχανισμών. Σπανίως δε μίλησε για τις προκλητικές ανισότητες στις μισθολογικές απολαβές, οι οποίες τσάκιζαν την υλική και ψυχική ενότητα του κόσμου της εργασίας (κάτι που φάνηκε στην διάρκεια της κρίσης). Σπανίως, επίσης, μίλησε για την αντι-αναπτυξιακή δομή του κράτους πρόνοιας. Παραδόξως, με τις επιλογές, αμέλειες και παραλείψεις της η εκτός ΠΑΣΟΚ Αριστερά «κάλυψε» την μεταφορά εισοδήματος από τη μισθωτή εργασία στον κόσμο του κεφαλαίου (μεγάλου και μικρού) και των ελεύθερων επαγγελματιών που υλοποιούσε ο ελληνικός φορολογικός μηχανισμός και το διαπλεκόμενο και αναποτελεσματικό κράτος.
 Αναπόφευκτα, και δυστυχώς, οι ανεπάρκειες στην αντιπολίτευση επηρέασαν την κυβερνητική δράση. Όταν η τρόικα απέρριψε την οικονομική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα βρέθηκε χωρίς επεξεργασμένη συνολική πολιτική και χωρίς επεξεργασμένες τομεακές πολιτικές. Βρέθηκε στο κενό. Ας κατανοήσουμε ότι ήταν ιστορικά ένα κόμμα του 4% και ότι δεν είχε τα κίνητρα και τους καταναγκασμούς που θα του επέβαλαν να κινηθεί γρήγορα στην κατεύθυνση διαμόρφωσης συγκεκριμένων πολιτικών. Όσο όμως και αν είναι κανείς επιεικής, οφείλει να δει την ουσία. Δεν υπήρχε κουλτούρα ισχυρών και μη διαπραγματεύσιμων policy προτεραιοτήτων.

 

Η προστιθέμενη αξία

Ποιες προτεραιότητες, με δεδομένη την πίεση των ξένων, θα έπρεπε να έχει ο ΣΥΡΙΖΑ; Πες μου ένα δύο παραδείγματα ανεπάρκειας.

Η πίεση της εποπτείας είναι ασφυκτική. Ιδιαίτερα για ένα αριστερό κόμμα. Ωστόσο, κάποιες μεγάλες και μικρές μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να φέρουν τη σφραγίδα ΣΥΡΙΖΑ.  Πρώτη σε προτεραιότητα θα όφειλε να είναι μια μεγάλη μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος και της φορολογικής διοίκησης. Εάν αυτό το κεντρικό θέμα δεν το επιλύσει ο ΣΥΡΙΖΑ, ποιος θα το λύσει;  Η επίλυσή του όμως δεν είναι απλώς τεχνοκρατικό πρόβλημα, διότι συνεπάγεται συγκρούσεις με κοινωνικές ομάδες, ιδιαίτερα σε περίοδο μεγάλης κρίσης. Οι ελεύθεροι  επαγγελματίες, το μικρό και μεγάλο κεφάλαιο είναι οι πρωταθλητές της φοροδιαφυγής, οι αγρότες και το εφοπλιστικό κεφάλαιο οι πρωταθλητές της νόμιμης φοροαποφυγής – την οποία συμπληρώνουν και με μια ισχυρή δόση φοροδιαφυγής. Τους φόρους πληρώνουν οι μισθωτοί του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και ένα τμήμα του επιχειρηματικού κόσμου που δεν μπορεί εύκολα να ξεφύγει. Ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως και οι προηγούμενες κυβερνήσεις της κρίσης, έκαναν προσπάθειες σε αυτή την κατεύθυνση. Ιδιαίτερα στον τομέα της μηχανοργάνωσης. Η σημερινή κυβέρνηση, ωστόσο, δεν οργάνωσε ένα μεγάλο κοινωνικό διάλογο, με κοινωνικούς φορείς, τεχνοκράτες, λογιστές και τα κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης με σκοπό την διαμόρφωση ενός νέου σταθερού φορολογικού συστήματος μετά 1-2 χρόνια από την έναρξη του διαλόγου. Οι θεσμοί με μακρά διάρκεια δεν χτίζονται αλλιώς. Δεν χτίζονται με πόλωση. Επίσης, η στελέχωση της φορολογικής διοίκησης φαίνεται να παραμένει απολύτως ανεπαρκής.
 Η κοινωνία έχει ανάγκη από θετικά παραδείγματα. Έχει ανάγκη να αλλάξει ο ψίθυρος, να αλλάξει το κλίμα. Αντί να λέμε «ο τάδε δεν μου έδωσε απόδειξη», θα έπρεπε να λέμε «τουλάχιστον με τον ΣΥΡΙΖΑ σχεδόν όλοι δίνουν αποδείξεις!». Το «κάτι αλλάζει», το «κάτι άλλαξε» είναι που μετράει. Αυτή θα έπρεπε να είναι η προστιθέμενη αξία του ΣΥΡΙΖΑ.  Αλήθεια, το υπουργείο Παιδείας, που νομοθετεί απαλλαγή διδάκτρων για τα μεταπτυχιακά των φτωχών φοιτητών, πως θα το υλοποιήσει; Με κριτήριο τη φορολογική δήλωση; Ο Θεός να μας φυλάει. Δεν υποστηρίζω ότι δεν υπήρχε πρόοδος στα φορολογικά επί ΣΥΡΙΖΑ. Υποστηρίζω ότι για ένα αριστερό κόμμα η πρόοδος είναι ανεπαρκής. Και αν μου επιτρέπεται να αναφερθώ στην εκλογική διάσταση, ο ΣΥΡΙΖΑ, αν δεν παραμείνει «ιδιοκτήτης» του θέματος κοινωνική δικαιοσύνη, δεν θα πάει μακριά.

Ένα άλλο παράδειγμα;

Επίτρεψε μου να δώσω ένα παράδειγμα μικρής μεταρρύθμισης. Η ΕΡΤ έπρεπε να λειτουργεί ως πρότυπο δημόσιας και ανοικτής τηλεόρασης. Και θα ήταν πολύ εύκολο αυτό, με δεδομένη την αυτοαπαξίωση, και στον τομέα της πολιτικής ενημέρωσης και στον τομέα του πολιτισμού, των ιδιωτικών καναλιών. Αυτό δεν έγινε. Μια κυβέρνηση συγκροτεί την διαφοροποίηση της από τον αντίπαλο, τον όποιο αντίπαλο, με θετικά παραδείγματα. Όχι μόνο με αναφορές στο παρελθόν και με καταγγελίες.  Συγκροτεί την ταυτότητα της με την δημιουργία θεσμών μακράς διάρκειας – τους οποίους στο τέλος και οι αντίπαλοί της θα αποδεχθούν εκόντες, άκοντες, άλλως θα τους τιμωρήσει το εκλογικό σώμα.

 

Το τέλος ενός μικρού ονείρου

Η γνώμη σου για το παράλληλο πρόγραμμα;

Το παράλληλο πρόγραμμα είναι πράγματι ένα παράδειγμα «θετικής» κοινωνικής πολιτικής. Η πρόσβαση των ανασφάλιστων στο σύστημα υγείας και το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα είναι δύο μέτρα-φάροι που έχουν μεγάλη σημασία. Δεν έχουν αναδειχτεί αρκετά, ούτε με αρκετή τεκμηρίωση. Βέβαια, η εκλογική αξία του  παράλληλου προγράμματος θα είναι μικρή, διότι δεν ανατρέπει τις περικοπές στο κυρίως κοινωνικό κράτος που υλοποιούνται μέχρι και σήμερα. Καλύπτει όμως επείγουσες ανάγκες. Με 35,6% του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, αυτό είναι σημαντικό.

Κατά τη γνώμη σου, η δημοσκοπική πτώση του ΣΥΡΙΖΑ τι καταγράφει; Έχει περιθώρια ανάκαμψης;

Καταγράφει μια μεγάλη απογοήτευση, το τέλος ενός μικρού ονείρου. Καταγράφει, επίσης, την αίσθηση της κοινωνίας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ανεπαρκής διαχειριστικά αλλά και ότι η ηγεσία του δεν είπε όλη την αλήθεια για το τι γίνεται.
 Η ηγεσία του δείλιασε να ενισχύσει την ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού που ήταν, και αυτό το θεωρώ φυσιολογικό, ανεπαρκές. Δεν αντιλήφθηκε γρήγορα ότι είχε μπροστά της έναν πολύ μικρό διάδρομο, τον οποίο έπρεπε να εκμεταλλευτεί, να τον κάνει μικρό δρόμο και μετά μεγαλύτερο. Οι εσωκομματικές ισορροπίες του 2015 εμπόδισαν ανοίγματα σε ανθρώπους με ισχυρή τεχνογνωσία – και τότε, το 2015, όταν το κύρος του ΣΥΡΙΖΑ ήταν πολύ υψηλό, τα ανοίγματα αυτά ήταν εύκολα.  Αν δίνω τόσο έμφαση στην τεχνογνωσία είναι ακριβώς γιατί τα περιθώρια που αφήνει το σύστημα της ΕΕ στα περιφερειακά κράτη είναι υπερβολικά μικρά. Οι κανόνες έχουν διατυπωθεί από τους ισχυρούς, το κανονιστικό και τεχνικό πλαίσιο είναι αυστηρό και νοσηρά περίπλοκο και χρόνος εκμάθησης, ιδιαίτερα αν εκπροσωπείς μια μικρή, χρεοκοπημένη και υπό εποπτεία χώρα, δεν υπάρχει. Εκεί που χρειαζόταν μεγάλη γνώση και ισχυρή πολιτική βούληση, αλλά και θεσμική μνήμη, ο ΣΥΡΙΖΑ πήγε με την βούληση αλλά χωρίς την γνώση και την θεσμική μνήμη. Επίσης, η μεγάλη κίνηση του πρωθυπουργού, η επιλογή Βαρουφάκη, δεν λειτούργησε, γεγονός που χάλασε την όποια διάταξη δυνάμεων.
 Μετά τις πρώτες αποτυχίες, η κυβέρνηση προσπάθησε να ωραιοποιήσει τα πράγματα. Και ταυτόχρονα κατέφυγε σε κινήσεις ελέγχου της πολιτικής ατζέντας αλλά και ενίσχυσης των συγκρουσιακών μοτίβων απέναντι στην αντιπολίτευση. Ωστόσο το ελληνικό εκλογικό σώμα είναι και εκλεπτυσμένο και πραγματιστικό. Γνωρίζει το παιγνίδι ελέγχου της ατζέντας πολύ καλά (έχει αποτυπωθεί πολλές φορές δημοσκοπικά αυτό). Έχει την εμπειρία της κατάχρησης επικοινωνιακών στερεοτύπων από το παλαιό ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ. Έχει εκπαιδευτεί. Επίσης, έχει εκπαιδευτεί στην πόλωση. Ας μου συγχωρέσετε την διατύπωση, αλλά το ελληνικό εκλογικό σώμα είναι πολύ σοφιστικέ για να «τσιμπήσει». Ο πολωτικός λόγος που δεν στηρίζεται σε ένα διαφορετικό οικονομικό σχέδιο και στην ικανότητα να υλοποιείς διαφορετικές πολιτικές από ένα σημείο και πέρα όχι μόνο αυτοακυρώνεται αλλά γίνεται μπούμερανγκ, διότι ο κόσμος θεωρεί ότι παίζεις ένα πολύ παλιό παιγνίδι. Χάνεις τη φερεγγυότητά σου. Άλλο η πόλωση που στηρίζεται στην απόσταση πολιτικών μεταξύ δύο κομμάτων (τέτοια ήταν η πόλωση το 2014 και 2015) και άλλο η ρητορική ή ψυχολογική πόλωση. Το πολωτικό μοντέλο – δεν θα πω λαϊκίστικο, διότι ο όρος παραπέμπει σε κάτι πιο σύνθετο – απομακρύνει ψυχολογικά από ένα κόμμα τα πιο μορφωμένα στρώματα αλλά και αυτό που θα ονόμαζα «μοντέρνα λαϊκά στρώματα». Τα «μοντέρνα λαϊκά στρώματα» ήταν η αιχμή του δόρατος της ισχύος του ΣΥΡΙΖΑ. Απομακρύνει αυτές τις δύο ομάδες, που κάθε άλλο παρά προνομιούχες είναι, χωρίς να συγκρατεί τα παραδοσιακά λαϊκά στρώματα, λόγω της λιτότητας. Το μεγαλύτερο μέρος του εκλογικού σώματος του ΣΥΡΙΖΑ θα κατανοούσε την μεγάλη στροφή (άλλωστε επιβλήθηκε από την εποπτεία) αν συνοδευόταν από διαχειριστική επάρκεια, ειλικρίνεια και απουσία πολλών τακτικισμών.

Το διακύβευμα για τον ΣΥΡΙΖΑ

Ήδη γίνεται κριτική, ότι η εφαρμογή μιας τέτοιας πολιτικής μπορεί να οδηγήσει σε μια ιδεολογική μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ. Πώς το προσεγγίζεις αυτό;

Ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει με άνθρωπο που έχει χτυπηθεί από αυτοκίνητο. Είναι ο ίδιος, αλλά δεν έχει πνευματική, ψυχολογική και σωματική ισορροπία,  δεν μπορεί να κάνει αυτά που θέλει. Ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ και ο σχηματισμός ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν βρει τη νέα ισορροπία. Αυτό που διακυβεύεται για τον ΣΥΡΙΖΑ, με δεδομένους τους υπάρχοντες καταναγκασμούς και την σκληρή Επιτροπεία, με δεδομένα τα χαρακτηριστικά του ανθρώπινου δυναμικού που συγκροτεί την οργάνωσή του, το εκλογικό σώμα που τον στήριξε ή τον στηρίζει ακόμη, αυτό που διακυβεύεται είναι να προσπαθήσει, σταδιακά, αυτό τον μικρό διάδρομο να τον διευρύνει και να διαμορφώσει μια Αριστερά που θα προσπαθήσει να συνδυάσει τα λαϊκά συμφέροντα με το δημόσιο συμφέρον σε συνθήκες ισχυρών διεθνών καταναγκασμών. Δύσκολη ισορροπία. Εάν συνεχίσει να υλοποιεί πολιτικές λιτότητας, κάτι για το οποίο έχει δεσμευτεί, χωρίς ισχυρά αντισταθμίσματα, τότε δεν θα την βρει.  Χρειάζεται θετικές πολιτικές για να παραμείνει ιδιοκτήτης των θεματικών «κοινωνική δικαιοσύνη», «νέο versus παλαιό», «εντιμότητα versus διαπλοκή και διαφθορά». Αν παίξει, κάτω από την μεγάλη πίεση, παιγνίδια με επιχειρηματικούς ομίλους και εκδότες θα τείνει να μοιάσει πολύ στα παλαιά κόμματα. Εφόσον δεν κατάφερε να ανατρέψει την πολιτική των μνημονίων, η επόμενη – και μόνη υπαρκτή – κόκκινη γραμμή είναι το «νέο» και η «έντιμη και με κανόνες» διαχείριση. Αν δεν γίνει σεβαστή αυτή η απόλυτη κόκκινη γραμμή, θα επέλθει το χάος.
 Παρά την εγκατάλειψη των στόχων του, οι μεταρρυθμίσεις (οι σοβαρές, όχι αυτές που πουλούν «αριστεροσύνη»), η οικονομική ανάπτυξη, η βελτίωση της διαχειριστικής επάρκειας θα μπορούσαν να σταθεροποιήσουν την επιρροή του και να του επιτρέψουν να διατηρήσει την κυρίαρχη θέση του στο εσωτερικό της ευρείας Αριστεράς. Στο πλαίσιο αυτό, η σχέση ανάμεσα σε λεκτική πόλωση και διαβούλευση πρέπει να τροποποιηθεί υπέρ της δεύτερης.
 Η άλλη τακτική να προσφύγει σε εκλογές με κάποιο πρόσχημα που θα δημιουργηθεί («να πέσουμε στα αριστερά»), η καλλιέργεια της ακραίας «κενής πόλωσης» ή η επαναφορά, από ορισμένους υπουργούς, συχνά με χυδαίο τρόπο, του αντιδεξιού συνδρόμου (ας μην υποτιμάται ότι τα κόμματα της αριστεράς είναι πολιτισμικές συλλογικότητες όχι απλώς εκλογικές μηχανές) θα ήταν κατά την άποψή μου εσφαλμένη. Η κοινωνία σε έχει εκλέξει και σου έχει δώσει εντολή να κυβερνήσεις. Όταν πεις φεύγω, δεν κυβερνώ, ο κόσμος δεν το συγχωρεί. Ακόμη και σήμερα, εξάλλου, γνωρίζοντας τι συμβαίνει, το 60% του πληθυσμού δεν θέλει εκλογές. Μια ποδοσφαιρική ομάδα που κατεβαίνει στο γήπεδο μόνο για να χάσει, απαξιώνεται απόλυτα. Η μαγεία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στηρίζεται στον κανόνα ότι ένα μεγάλο κόμμα κατεβαίνει στην αρένα για να κερδίσει. Είναι κρίσιμο στοιχείο στην λειτουργία του δημοκρατικού συστήματος η εντιμότητα στην διεκδίκηση της νίκης.

Πηγή: Η Εποχή