Συνέντευξη με τον Γιώργο Φουρτούνη, επίκουρο καθηγητή φιλοσοφίας στο Πάντειο.
Τη συνέντευξη πήραν οι Χαράλαμπος Γεωργούλας και Παύλος Κλαυδιανός.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε να αναμετρηθεί με την ευθύνη να αναλάβει την κυβερνητική εξουσία υπό εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες στην Ελλάδα και την ΕΕ. Να κάνουμε έναν πρώτο απολογισμό;
Ο απολογισμός δεν θα μπορούσε παρά να είναι αντιφατικός. Η όλη κατάσταση εμφανίζεται ως ένα πλέγμα αντιφάσεων. Η πρώτη αντίφαση συνοψίζεται ήδη στην πολυφορεμένη φράση ότι «η κυβέρνηση της Αριστεράς υλοποιεί το πρόγραμμα των αντιπάλων της», πρόγραμμα μνημονιακό, νεοφιλελεύθερο, σκληρό κτλ. Είναι μια αντίφαση, εδώ, όντως, αλλά με την έννοια ενός διπλού πρόσημου: από τη μια πλευρά, αυτό σηματοδοτεί μια ήττα, για προφανείς λόγους. Από την άλλη, όμως, είναι σε κάποιο βαθμό και νίκη, στο μέτρο που εξακολουθεί να ισχύει το πρώτο σκέλος αυτής της φράσης, «κυβέρνηση της Αριστεράς», δηλαδή στο μέτρο που ηττάται η στρατηγική της αριστερής παρένθεσης. Και νομίζω ότι η ίδια αντιφατικότητα υπάρχει και από την πλευρά των αντιπάλων. Όπως έχει επισημανθεί, αυτό το τόσο εμπροσθοβαρές πρόγραμμα, του οποίου παλεύουμε σήμερα να κλείσουμε την πιο δύσκολη φάση, είχε εξ αρχής διπλή στοχοθεσία. Από τη μία πλευρά, προφανώς, να υλοποιηθούν κάποια σκληρά μέτρα από το μόνο αξιόπιστο παίχτη αυτή την περίοδο, που είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά από την άλλη, και ταυτόχρονα, να φθείρουν αυτόν ακριβώς τον παίχτη και να τον βγάλουν εκτός παιχνιδιού, δηλαδή να κλείσει αργά ή γρήγορα η αριστερή παρένθεση. Αυτή είναι η δική τους αντίφαση, σύστοιχη με τη δική μας. Ακούγεται πολύ συχνά ότι η παραμονή της Αριστεράς στην κυβέρνηση δεν είναι αυτοσκοπός, και είναι σωστό αυτό. Όμως, από την άλλη πλευρά, πρέπει να σκεφτούμε ότι για το μπλοκ των αντιπάλων μας, κυρίως στο εσωτερικό, η πτώση της κυβέρνησης της Αριστεράς είναι απόλυτος αυτοσκοπός, με κάθε κόστος, δηλαδή ακόμη και με διακινδύνευση μέρους του ίδιου του προγράμματος, στο οποίο αυτοί πιστεύουν. Πράγμα που ενδεχομένως να δείχνει ότι έχουμε εδώ ένα κρίσιμο διακύβευμα. Το να μένει η Αριστερά στην κυβέρνηση έχει μια αυταξία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ελλοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος, ο προσδιορισμός Αριστερά να απομείνει «αδειανό πουκάμισο».
Έχουμε ξανασυζητήσει για τις δυο χρονικότητες, δηλαδή το πώς συντονίζεις αυτή την περίοδο, που παίρνονται μέτρα επαχθή και απομακρύνουν κόσμο και τη μελλοντική, που ο ΣΥΡΙΖΑ -ελπίζει- να παράξει έργο με αριστερό αποτύπωμα, κατά την οποια ο κόσμος θα τον επαναπροσεγγίσει. Είναι αυτό εφικτό;
Αυτό έρχεται να συμπληρώσει την αντιφατικότητα της κατάστασης που περιγράψαμε. Η κυβέρνηση υλοποιεί πράγματι το πρόγραμμα που της επιβάλλουν, με σκληρές επιπτώσεις, αλλά βάζοντας κρίσιμους αστερίσκους στην πράξη, δηλαδή με εφαρμογή στοιχείων του λεγόμενου παράλληλου προγράμματος, κυρίως όσον αφορά τα στρώματα που έχουν γονατίσει από την ανεξέλεγκτη επέλαση των μνημονίων ως το 2015. Γι’ αυτό και, κατά τη γνώμη μου, δεν έχει επέλθει η κοινωνική καταστροφή που θα ερχόταν, εάν δεν είχε μεσολαβήσει η κυβερνητική αλλαγή. Οι κοινωνικές επιπτώσεις έχουν μετριασθεί. Η καμπύλη είναι καθοδική, αλλά όχι ελεύθερη πτώση. Επιβραδύνθηκε η καθοδική πορεία. Ως συνέπεια, έχουμε πολιτικό κόστος, σοβαρό πολιτικό κόστος, αλλά όχι πολιτική κατάρρευση, συνεπώς μπορούμε να σκεφτούμε ότι το πολιτικό κόστος είναι ανατάξιμο. Η επιτυχής διεκπεραίωση αυτής της κρίσιμης και επώδυνης φάσης του προγράμματος, η ολοκλήρωση του πολιτικού σχεδίου της κυβέρνησης γι’ αυτήν την περίοδο είναι, λοιπόν, κρίσιμη. Όσο για το αριστερό αποτύπωμα, είναι σημαντικό ότι η κυβέρνηση δεν περιμένει απλά το «δεύτερο χρόνο» της διακυβέρνησης της. Ενώ βρίσκεται εν μέσω όλων αυτών των δυσκολιών, και επιπλέον στριμωγμένη πολιτικά, εκτός και εντός, εκ δεξιών και εξ αριστερών, δοκιμάζοντας την αντοχή των κοινωνικών στηριγμάτων της, η κυβέρνηση δίνει επιπλέον μάχες με δική της πρωτοβουλία: επιλέγει να συγκρουστεί με το μπλοκ εξουσίας, σε όλες του τις εκφάνσεις και σε όλο του το εύρος και το βάθος. Οι συγκρούσεις αυτές είναι εξυγιαντικού χαρακτήρα, αντιμετωπίζουν «χρόνιες παθογένειες» (για να χρησιμοποιήσω ένα μάλλον ήπιο κλισέ), αλλά από τη σκοπιά της Αριστεράς, με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης και δημοκρατίας. Ένα πολύ σημαντικό, αλλά όχι τόσο περίοπτο παράδειγμα αυτήν την εποχή, είναι η επικείμενη σύγκρουση (που προβλέπεται λυσσαλέα), που δρομολογεί το νομοσχέδιο για τα μεταπτυχιακά, καθώς αντιμετωπίζει το «βαθύ πανεπιστήμιο» στο θέμα των διδάκτρων.
Έχει τεθεί το ερώτημα αν η εποχή που περνάμε είναι μεταβατική, ότι η εκδοχή του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού δεν ισορροπεί. Αυτό δυσκολεύει περαιτέρω την Αριστερά;
Ενώ αυτή η κατάσταση δημιουργεί πράγματι δυσκολίες στην Αριστερά, τα πράγματα γι’ αυτή θα ήταν ακόμη δυσκολότερα αν δεν υπήρχε αυτή η ανισορροπία. Αυτό δίνει ευκαιρίες στην Αριστερά να βρει ρωγμές, χώρους για πολιτικές κινήσεις, που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα μπορούσε να κάνει. Χρειάζεται, όμως, αυξημένη ικανότητα από την πλευρά του συλλογικού υποκειμένου της Αριστεράς, για να διαβλέψει τις παντελώς πρωτότυπες δυνατότητες και να κινηθεί αποτελεσματικά.
Η υγειονομική ζώνη της αντιπολίτευσης
Έχουμε μια κυβέρνηση σε έναν πραγματικό κλοιό. Αυτό υπερβαίνει την κλασική σχέση αντιπαλότητας αντιπολίτευσης – κυβέρνησης. Τι υποδηλώνει αυτή η τακτική;
Είναι μια πρωτόγνωρη εμπειρία, που μας βοηθάει να κατανοήσουμε το διακύβευμα της αριστερής διακυβέρνησης. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσε κανείς να φανταστεί, σε μια χώρα της δημοκρατικής Ευρώπης, τέτοια αλλοίωση της δημοκρατικής διαδικασίας με στόχο την υπονόμευση μιας αριστερής κυβέρνησης. Επιχειρείται η ασφυκτική πολιορκία της κυβέρνησης, η περικύκλωσή της με μια υγειονομική ζώνη: το μπλοκ εξουσίας, σε κάθε όψη και έκφανσή του, έχει επιστρατεύσει όλα του τα αντισώματα απέναντι σε ένα κόμμα και μια κυβέρνηση, την οποία δεν αντιμετωπίζει ως αντίπαλο στο πλαίσιο του δημοκρατικού παιγνιδιού, αλλά ως έναν «ιό», ένα ξένο και μολυσματικό σώμα που πρέπει να εκμηδενιστεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ και η κυβέρνησή του αντιμετωπίζονται ως το απόλυτο κακό, ο εσωτερικός εχθρός -πράγμα που παραπέμπει σε μετεμφυλιακά, τοξικά στερεότυπα: ο κ. Μητσοτάκης, πράγματι, στη Βουλή υπαινίχθηκε απέναντι στην αριστερά ως και τον εμφύλιο και την έκβασή του (δεν θυμάμαι κάτι ανάλογο). Σύμπτωμα αυτής της κατάστασης, πιστεύω, είναι η ακραία συμπεριφορά του, που υπερβαίνει τα εσκαμμένα ακόμα και του στοιχειώδους κοινοβουλευτικού ήθους, με προσωπικούς χαρακτηρισμούς όπως «ανίκανος», «απατεώνας», «ψεύτης». Αυτό νομίζω ότι λέει πολλά για την απόφασή μας να μην εγκαταλείψουμε την κυβέρνηση. Και σηματοδοτεί ένα βαρύ έλλειμμα πολιτικής στην εξ αριστερών εχθρότητα προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Θα ήθελα να ακούσω κάποτε μια απάντηση στο πώς γίνεται, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ μεταλλάχτηκε σε μια μνημονιακή δύναμη, αφού αποτελεί συστημική επιλογή, να δέχεται την ολομέτωπη και άνευ όρων επίθεση του συστήματος; Δεν λέω ότι δεν υπάρχει ο κίνδυνος της αφομοίωσης από τον αντίπαλο, πάντοτε υπάρχει και για όλους. Αλλά προς το παρόν βλέπουμε το κόψιμο κάθε γέφυρας. Για τον αντίπαλο ισχύει το «νυν υπέρ πάντων ο αγών».
Με την ευκαιρία, υπάρχει η άποψη ότι η κυβέρνηση υπερεκτιμά το κύρος της εκκλησίας γι’ αυτό και διστάζει σε διάφορα μέτρα. Ποια η δική σου άποψη;
Ενδεχομένως ένα πρόβλημα εδώ, να είναι ότι η κυβέρνηση δίνει μάχες που αποσκοπούν στο να συντηρήσουν τη συμμαχία της με τα λαϊκά στρώματα, στα ίδια ακριβώς στρώματα στα οποία η εκκλησία έχει μεγάλη διαπερατότητα. Αν πράγματι υπάρχει ο δισταγμός που λες, δεν μπορώ να το εκτιμήσω πλήρως, αυτό μπορεί να ισχύει από τον φόβο να μην διεμβολίσει η εκκλησία, ως ισχυρή καθεστωτική δύναμη, τις λαϊκές δυνάμεις που αποτελούν τα στηρίγματα του ΣΥΡΙΖΑ και εξακολουθούν να τον εμπιστεύονται σε αυτήν την τόσο κρίσιμη συγκυρία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ να ανακτήσει την αυτοεκτίμησή του
Υπάρχει μια «άπνοια» στα κινήματα, για μια μακρά περίοδο. Αλλά πώς μπορούν να παρθούν μέτρα, που εμπεριέχουν συγκρούσεις, χωρίς κίνημα; Πρώτο παράδειγμα το Πανεπιστήμιο που ανέφερες ήδη τη σύγκρουση για τα μεταπτυχιακά. Πού είναι το φοιτητικό κίνημα;
Ένας λόγος για αυτήν την άπνοια είναι η αποτυχημένη προσπάθεια της Αριστεράς πέραν του ΣΥΡΙΖΑ να στήσει κινήματα καταγγελίας (και όχι διαμαρτυρίας) προς την κυβέρνηση, βάζοντας μπροστά την παραδοσιακή «τεχνογνωσία» της, που ωστόσο είναι απολύτως ανεπαρκής για τις τωρινές συνθήκες. Δεν πείθει γιατί μιλά και τοποθετεί τον εαυτό της σε μια εικονική πραγματικότητα, γνωστή και οικεία, που δεν θέτει καινούρια προβλήματα και στην οποία ο προσανατολισμός είναι εύκολος. Business as usual… Σε αυτήν την πραγματικότητα, η κυβέρνηση πρέπει να είναι υπέρ του κεφαλαίου, υπέρ της αγοράς, υπέρ της καταστολής, κοινωνικά ανάλγητη, ακόμα και ρατσιστική (υπάρχουν σχετικές καταγγελίες για το προσφυγικό). Τα παραδείγματα είναι πολλά: μου έρχονται στο νου, από τα πολύ πρόσφατα, η στάση συλλογικοτήτων απέναντι στο προσφυγικό, στους πλειστηριασμούς, αλλά και -όπως εύστοχα παρατήρησες, στο πανεπιστήμιο: ενώ η κυβέρνηση βάζει χέρι στο απίστευτο τοπίο των μεταπτυχιακών, ανοίγοντας μέτωπο με το εκτεταμένο, ευρέως συνενοχικό και διαρκές σκάνδαλο των διδάκτρων, η εύκολη εξ αριστερών απάντηση είναι ότι προσχηματικά θεσμοθετεί δίδακτρα! Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι οι καταγγελίες αυτές μιλάν για μια άλλη πραγματικότητα, την οποία ο κόσμος δεν αναγνωρίζει, αλλά κυρίως ότι αστοχούν ως προς τις πραγματικές κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις. Εκεί που επέρχεται σύγκρουση με το επιχειρηματικό πανεπιστήμιο, οι δυνάμεις αυτές καταγγέλλουν την κυβέρνηση για εμπέδωση της επιχειρηματικής αντίληψης στο πανεπιστήμιο. Εκεί που μαίνεται η σύγκρουση με το ρατσισμό για τα προσφυγόπουλα, η κυβέρνηση καταγγέλλεται για ρατσισμό και γκετοποίηση. Το αποτέλεσμα είναι δυνάμεις της Αριστεράς να τίθενται απλούστατα εκτός σύγκρουσης. Από την άλλη πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ δυσκολεύεται να βγει προς τον κόσμο από ένα είδος ενοχοποίησης: αυτολογοκρίνεται να πει ότι στηρίζει κριτικά την κυβέρνηση και να αναζητήσει συλλογικά και στην πράξη το περιεχόμενο αυτής της στάσης. Έχει παράλληλα να αντιμετωπίσει μια πολιτική επιλογή εκδίωξης του ΣΥΡΙΖΑ από όλες τις κινηματικές διαδικασίες με διάφορους τρόπους, που συμπεριλαμβάνουν και μορφές bullying (ιδίως στους χώρους της νεολαίας). Είναι πάρα πολύ σημαντικό να ανακτήσουμε την αυτοεκτίμησή μας και να σπάσουμε αυτή την απομόνωση με πολύ συστηματικό τρόπο, με αυτοπεποίθηση και αν χρειασθεί με δυναμική αντίσταση στους ποικίλους εκφοβισμούς, διεκδικώντας τη θέση μας στους ιστορικούς χώρους μας.
Τα πανάσχημα Ωραιόκαστρα της Ευρώπης
Σε μια συνέντευξή του, που φιλοξενήσαμε στην ΕΠΟΧΗ, ο Μπάουμαν, μιλώντας για το προσφυγικό, θα παρατηρήσει, ότι η ξενοφοβία, για βαθύτερους λόγους, που τους παραθέτει, «είναι ένας πειρασμός στον οποίο λίγοι πολιτικοί θα μπορούσαν να αντισταθούν». Αυτό, ήδη, συμβαίνει στην Ευρώπη. Εμείς στην Ελλάδα το αποφύγαμε, τουλάχιστον προς το παρόν. Πώς τα καταφέραμε;
Είναι άκρως ανησυχητικό ότι, με αιχμή το προσφυγικό, αναβιώνουν στην Ευρώπη τάσεις «καθαρότητας», εθνικής, πολιτισμικής, θρησκευτικής κλπ. Σαν να επαναλαμβάνεται, κατά αντίστροφη φορά, η ιστορία των εθνοκαθάρσεων, με μια περισσότερο συγκαλυμμένη βία και προς το παρόν με λιγότερο αίμα (που ωστόσο δεν λείπει). Πλέον η βία και το αίμα δεν αποσκοπούν στην αποκατάσταση μιας φαντασιακής καθαρότητας, αλλά στη διατήρησή της, στην αποτροπή της «πρόσμιξης». Αντί να θέλουμε να εκδιώξουμε ή να εξαλείψουμε τον «άλλο», προσπαθούμε να μην τον αφήσουμε να μπει μέσα. Το ανατριχιαστικό είναι ότι, για άλλη μια φορά, ο «άλλος» προσδιορίζεται ταυτόχρονα θρησκευτικά και φυλετικά: ως μουσουλμάνος και ως Άραβας, Ασιάτης, μη-Ευρωπαίος κλπ. Σε συνδυασμό με αυτό, ο πολιτικός λόγος που εκφέρει αυτές τις τάσεις ενισχύεται, γίνεται μαζικός, και ταυτόχρονα όλο και πιο ανερυθρίαστος και -ακόμη χειρότερο- όλο και περισσότερο απενοχοποιημένος για την αναφορά στον φασισμό και στον ναζισμό. Όσο για την Ελλάδα, ο χειρισμός (τόσο σε πρακτικό όσο και σε ιδεολογικό επίπεδο) του προσφυγικού, παροξυμμένου και σε συνθήκες τεράστιας κρίσης, είναι ένας από τους ισχυρούς λόγους που προσωπικά αισθάνομαι περήφανος για την κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ. Η χώρα μας εν προκειμένω αποτελεί την εξαίρεση, το σημείο αναφοράς της άλλης Ευρώπης, και αυτό οφείλεται στα ιδεολογικά και αξιακά αποθέματα της Αριστεράς. Όσο για το εάν αυτή η στάση θα περάσει και θα εδραιωθεί στην κοινωνία, είμαστε αναμφίβολα σε κρίσιμο σημείο. Όπως όλοι μας, φοβήθηκα τις προηγούμενες ημέρες με τα προσφυγόπουλα στα σχολεία, με τα πανάσχημα Ωραιόκαστρα, κλπ., αλλά βλέπω ότι υπάρχουν και ισχυρές αντίρροπες φωνές. Η εικόνα των παιδιών να χειροκροτούν τα προσφυγόπουλα στο σχολείο τους είναι μια πολύ δυνατή εικόνα, και πιστεύω ότι έχει ήδη αποτυπωθεί στο συλλογικό φαντασιακό.
Το κεντρικό ερώτημα του συνεδρίου
Πώς μπορούμε να ορίσουμε την ορθή σχέση κόμματος – κυβέρνησης; Πώς τίθεται ιδιαίτερα σε συνθήκες κρίσης και υλοποίησης ενός προγράμματος που δεν είναι δικό τους;
Πρόκειται προφανώς για το κεντρικό πρόβλημα του 2ου συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ. Θα το διατύπωνα ως εξής (καθόλου πρωτότυπα): πώς μπορεί ένα αριστερό κόμμα να είναι κυβερνητικό κόμμα (και, θα συμπλήρωνα, με τρόπο που να παραμένουν αριστερά τόσο το κόμμα όσο και η κυβέρνηση); Ή, με άλλη διατύπωση, να βρούμε τι σημαίνει «κριτική υποστήριξη» στην κυβέρνηση. Το πρόβλημα θα ήταν ούτως ή άλλως πολύ δύσκολο και υπό κανονικές συνθήκες, αλλά γίνεται ακόμα δυσκολότερο σε συνθήκες κρίσης, μνημονίου και επιτροπείας, όπου τα πολιτικά εργαλεία της κυβέρνησης ελαχιστοποιούνται. Ωστόσο, σκέφτομαι, αυτό το τελευταίο μπορεί να είναι υποβοηθητικό ως προς μια όψη τουλάχιστον του ερωτήματος της «κριτικής υποστήριξης»: το κόμμα μπορεί να βοηθάει (ή να πιέζει, το ίδιο είναι) την κυβέρνηση να αποποιείται την ιδιοκτησία του προγράμματος που της έχει επιβληθεί και υλοποιείται υπό επιτροπεία. Το επισημαίνει στην προηγούμενη «Εποχή» και ο Κύρκος Δοξιάδης. Διότι υπάρχουν τάσεις αφήγησης στοιχείων success story από την κυβέρνηση. Πέρσι το καλοκαίρι, ο Τσίπρας, είπε μια φράση απολύτως ιστορική, από τα χείλη ενός πρωθυπουργού της χώρας: υπογράψαμε «με το πιστόλι στον κρόταφο». Αυτό το πιστόλι δεν πρέπει ποτέ να το κρύβουμε ή να το ξεχνάμε, ακόμα και όταν έχουμε «διαχειριστικές» επιτυχίες στο πρόγραμμα, που μας φέρουν κοντύτερα στους δικούς μας στόχους, ακόμα και όταν το κάνουμε με τις εξισορροπήσεις του παράλληλου προγράμματος. Βέβαια, ούτε και αυτό είναι εύκολο. Έχουμε εδώ ξανά μια πρωτόγνωρη και αντιφατική κατάσταση: η κυβέρνηση ανέλαβε την πολιτική ευθύνη να υλοποιήσει ένα αλλότριο πρόγραμμα, η απόφαση αυτή επικυρώθηκε δημοκρατικά, και καλείται να επιτύχει σε αυτό. Ωστόσο, η επιτυχία της, αναμφισβήτητη επιτυχία, θα είναι ταυτόχρονα και μια «αποτυχία» του ευρύτερου σχεδίου της. Μιλώντας γενικότερα, το κόμμα μπορεί να βοηθήσει με την κριτική του την κυβέρνηση να βρει το σωστό τόνο στον απολογισμό της προς την κοινωνία, ξεπερνώντας τα αυθόρμητα αντανακλαστικά κάθε κυβέρνησης για έναν απολογητικό εξωραϊσμό των πεπραγμένων της – δηλαδή να θυμίζει διαρκώς τη διαφορά ανάμεσα στον απολογισμό και την απολογία. Επί παραδείγματι, πρέπει να λέμε πάντοτε δύο πράγματα, που βρίσκονται σε ένταση μεταξύ τους. Πρέπει να λέμε ότι τον Αύγουστο του 2015 είχαμε μια τακτική ήττα και αναδίπλωση, συνεπώς εφαρμόζουμε ένα πρόγραμμα που τραυματίζει την ταυτότητά μας, ότι χάσαμε μια μεγάλη μάχη αλλά συνεχίζουμε τον πόλεμο. Αλλά επίσης πρέπει να λέμε και ότι πετύχαμε μια συμφωνία πολύ καλύτερη του αναμενόμενου, και αυτό πιστώνεται στην κυβέρνηση. Αυτό το τελευταίο είναι απολύτως απαραίτητο, γιατί δικαιώνει την επτάμηνη διαπραγμάτευση και κυρίως το δημοψήφισμα. Είναι αναμφίβολα ένα σύνθετο επιχείρημα, που λειτουργεί με δυσκολία πολιτικά, καθώς ο δημόσιος πολιτικός λόγος ευνοεί τα εύληπτα και ευσύνοπτα σκεπτικά, χωρίς αποχρώσεις -συνεπώς ο κυβερνητικός λόγος τείνει συχνά να το απλοποιήσει. Νομίζω ότι το κόμμα έχει σημαντικό κριτικό ρόλο στη διαρκή επεξεργασία και προβολή αυτού του αφηγήματος, και άλλων ανάλογων.
Είσαι και εσύ σύνεδρος σ’ αυτό το Συνέδριο. Θέλουμε να μας αναπτύξεις λοιπόν μ’ αυτή σου την ιδιότητα, τι προσδοκάς από τις εργασίες του και τις αποφάσεις του;
Θα ήθελα το συνέδριο να θέσει, και θα περιμένω δημιουργικές απόπειρες απάντησης, στο ερώτημα που έλεγα πιο πριν: τι σημαίνει να είμαστε κυβερνητικό κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, και ειδικά στις δεδομένες πρωτόγνωρες συνθήκες. Πώς μπορούμε να στηρίζουμε κριτικά την κυβέρνηση (και με τα δυο σκέλη ενεργά, και την κριτική και την υποστήριξη); Και επιπλέον, θα ήθελα το κόμμα όχι μόνο να βρει τον τρόπο, αλλά και να μπορέσει να στρατεύσει κόσμο σε αυτό το εγχείρημα της κριτικής στήριξης -όχι μόνο τις δικές μας δυνάμεις, αλλά και να φτιάξει σύμμαχες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις. Πάντοτε τα κόμματα της Αριστεράς, στα μεγάλα διακυβεύματά τους, έβρισκαν τρόπο να κινητοποιούν κόσμο. Γνωρίζω εκ πείρας ότι τα κομματικά μέλη βιώνουν συχνά την απογοήτευση να μην τους παρέχει το κόμμα καμία διαδικασία συμμετοχής στο μεγάλο εγχείρημά του. Στις σημερινές συνθήκες, το να ψάξουμε απαντήσεις σε αυτό, σημαίνει να θέσουμε ξανά το διαρκές μέλημα κάθε αριστερού κόμματος να γίνει συλλογικός μάχιμος διανοούμενος.
Πηγή: Η Εποχή