Είναι αλήθεια ότι στην Ελλάδα, όπως και παντού σχεδόν στον κόσμο, ζούμε την κορύφωση της νεοφιλελεύθερης λιτότητας. Ωστόσο, αυτή είναι η μισή αλήθεια και βρίσκει εφαρμογή στο πεδίο της οικονομίας. Παράλληλα, στο χώρο της πολιτικής και ιδιαίτερα στο επίπεδο της κεντρικής σκηνής, διαδραματίζονται κατακλυσμιαίες μεταβολές που διαμορφώνουν ένα ελιτίστικο πολιτικό σκηνικό. Η συνύπαρξη μιας ορολογίας που κυριαρχείται από λέξεις όπως καλές πρακτικές, ευγενείς συμπεριφορές, αριστεία κ.ά., ανεξάρτητες δομές όπως οι μη κυβερνητικές οργανώσεις, άλλες αυτόνομες οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, ανεξάρτητες αρχές, ανεπίσημες δομές έξω από κάθε έλεγχο, όπως η Τράπεζα της Ελλάδος, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το Υπερταμείο κ.ά. διαμορφώνουν ένα σκηνικό παλαιορεπουμπλικανικής δημοκρατίας, όπου κυριαρχούν οι ελίτ των αρίστων.
Η δημιουργία του υβριδίου οικονομικός νεοφιλελευθερισμός-πολιτικός ρεπουμπλικανισμός αυτονομημένων ελίτ έχει ως σημαντική συνέπεια τη μεγέθυνση της σημασίας του πολιτικού σε βάρος της σημασίας του κοινωνικού στοιχείου. Αυτό ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές της Δεξιάς, όπου οι αντιθέσεις γίνονται αντικείμενο διαπραγμάτευσης και επιλύονται στη μεγάλη κλίμακα της κεντρικής πολιτικής και πρωτίστως στο επίπεδο της κεντρικής κυβέρνησης (όλα είναι πολιτικά, για όλα έχει λόγο η κυβέρνηση και χαρά σ’ εκείνον που ‘χει μπάρμπα στο γκουβέρνο), δεν συνάδει όμως με τις ιδέες της Αριστεράς. Πράγματι, για την Αριστερά, και ιδιαίτερα τη ριζοσπαστική, οι αγώνες είναι πρωτίστως κοινωνικοί αγώνες, οι κοινωνικές ωσμώσεις, οι κοινωνικές συμμαχίες και τελικά οι ηγεμονίες οργανώνονται στο τοπικό μικροεπίπεδο όπου απλώνεται η δραστηριότητα της οργάνωσης βάσης. Η οργάνωση βάσης και η δραστηριότητά της είναι το DNA της ριζοσπαστικής Αριστεράς, ενώ η κινητήρια δύναμή της συμπυκνώνεται στην έννοια της κοινωνικής ανυπακοής.
Βεβαίως, η Αριστερά είναι στην κυβέρνηση και συνεπώς η ανυπακοή διαθέτει διαφορετικά ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά από την πολιτική ανυπακοή έναντι των κυβερνήσεων της Δεξιάς· σε κάθε περίπτωση όμως, η ανυπακοή διαθέτει μια διάθεση για εξέγερση και αντίσταση, ένα πνεύμα για αυτοδιάθεση, κρατάει το κόμμα και τα μέλη του σε διαρκή κατάσταση συναγερμού απέναντι σε… Είναι αυτό το πνεύμα που κινητοποιεί τους 21 κυβερνητικούς βουλευτές και υποβάλλουν ερώτηση για την άθλια μεταχείριση μεταναστών στο ΑΤ Ομόνοιας, είναι εκείνη η διάθεση που απέναντι στον ψεκασμό διαδηλωτών δημιουργεί αναβρασμό σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόμματος, είναι αυτός ο συναγερμός που ξεσηκώνει τις κομματικές οργανώσεις κόντρα στις διαθέσεις του Καμμένου για τα στρατόπεδα της Θεσσαλονίκης. Και είναι αυτό το ίδιο πνεύμα της αντίστασης που συμπαραστέκεται στον Φίλη στην κόντρα του με το συντηρητισμό της Εκκλησίας. Τέλος, είναι αυτή η διάθεση για εξέγερση που συντηρεί την καρτερία απέναντι στην κακουχία και την ίδια στιγμή παλεύει να δημιουργήσει και καιροφυλακτεί να αδράξει την ευκαιρία εξόδου από την επιτροπεία.
Το συμπέρασμα από τα παραπάνω είναι ότι σε άλλο πράγμα αναφέρεται το κόμμα και σε άλλο η κυβέρνηση. Είναι λοιπόν σφάλμα η ταύτιση του κόμματος με την κυβέρνηση, και είναι επίσης σφάλμα η αποδυνάμωση της κομματικής τοπικότητας υπέρ των περιφερειακών δομών με το αιτιολογικό ότι αυτό ανταποκρίνεται καλύτερα στη σύγχρονη οργάνωση του κράτους. Στην πράξη, αυτές οι ιδέες αναπαράγουν άθελά τους τον ελιτισμό του οικονομικού και πολιτικού υβριδίου που περιέγραψα πιο πάνω, αποδυναμώνουν τον κοινωνικό χαρακτήρα των αγώνων και παραχωρούν την πρωτοκαθεδρία στο πολιτικό στοιχείο. Οι συνέπειες, νομίζω, αναμενόμενες: το κόμμα χάνει γρήγορα τη δυναμική του και υποκαθίσταται από συνωστισμούς στα πολιτικά γραφεία υπουργών, βουλευτών, πολιτευτών. Το γνωστό ελιτίστικο μοντέλο της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ απέναντι στο οποίο πολεμήσαμε τόσα χρόνια.
Ο Γιώργος Στάμου είναι πανεπιστημιακός και μέλος της Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ Α΄Θεσσαλονίκης.