Micro

Εκρηκτικό μείγμα λαϊκισμού – νεοφιλελευθερισμού

Μια ερμηνεία των επιλογών της ηγεσίας της ΝΔ

Στην παρθενική του ομιλία, ως νέος πρόεδρος της ΝΔ, ο κ. Μητσοτάκης είχε υποσχεθεί μια νέα φιλοσοφία αντιπολίτευσης, μοντέρνα, απαλλαγμένη από τη λογική των παροχών και του λαϊκισμού, αλλά κυρίως συνοδευόμενη πάντοτε από τις αναλυτικές αντιπροτάσεις του κόμματός του σε κάθε νομοθετική ή άλλη πρωτοβουλία της κυβέρνησης. Επειδή, μάλιστα, ήταν τότε προ των θυρών η κατάθεση του ασφαλιστικού νομοσχεδίου, είχε τονίσει ότι, κατά τη συζήτησή του στη βουλή, η ΝΔ θα εμφανιστεί με το δικό της αντι-νομοσχέδιο.

Όλοι γνωρίζουμε ότι η υπόσχεση αυτή δεν τηρήθηκε ούτε σε γενικές γραμμές, ούτε στη συγκεκριμένη εξειδίκευσή της για τα ασφαλιστικά. Ο οριστικός ενταφιασμός της, ωστόσο, φαίνεται ότι ετοιμάζεται εν όψει της εμφάνισης του κ. Μητσοτάκη στη ΔΕΘ. Εκεί, σύμφωνα με το συνήθως καλά ενημερωμένο ρεπορτάζ τής φιλικότατης προς τη ΝΔ «Καθημερινής» (28 Αυγούστου), είναι απόλυτα βέβαιο ότι ο πρόεδρος και το επιτελείο της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχουν καταλήξει ότι «δεν θα υποκύψουν στις πιέσεις της βάσης του κόμματος να παρουσιαστεί το αναλυτικό πρόγραμμα της ΝΔ». Η δικαιολογία, μάλιστα, που προβάλλουν, είναι ότι το κάνουν «για να μην παρουσιαστεί τώρα το πρόγραμμα και “καεί”»…

Τι συνέβη αυτούς τους μήνες που μεσολάβησαν μεταξύ της ανανεωτικής εμφάνισης του νέου προέδρου της ΝΔ και της ουσιαστικής άρνησης των «προγραμματικών δηλώσεών» του; Το ερώτημα δεν είναι θεωρητικού χαρακτήρα, καθώς κατά το διάστημα αυτό η αντιπολιτευτική τακτική της ΝΔ κυριαρχήθηκε από έναν πρωτοφανή για τα δεδομένα της μεταπολίτευσης αντιδραστικό λαϊκισμό, που ξεπερνάει κατά πολύ τις αντιδράσεις της δεξιάς μπροστά στην άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην κυβερνητική εξουσία προ τριακονταετίας. Από ένα λαϊκισμό με δύο εξίσου απεχθή και απωθητικά σκέλη: ένα τρομολαγνικό, νεοφιλελεύθερο, που αποσκοπεί στην κατατρομοκράτηση των λαϊκών στρωμάτων, διογκώνοντας με προβληματική αληθοφάνεια τις προβλέψεις για τις συνέπειες της εφαρμογής της κυβερνητικής πολιτικής, και ένα τύπου «Εσπρέσο» ή «Μακελειού», που στηρίζεται στην τερατολογία (με τη βοήθεια πάντοτε μιντιαρχών), η οποία αποβλέπει στο να συντηρεί και να διογκώνει τεχνητά ανύπαρκτα ζητήματα, όπως, για παράδειγμα, η μυθοπλασία γύρω από το δυστύχημα της Αίγινας, όπου υποτίθεται ότι το φονικό ταχύπλοο οδηγούσε υπουργός της κυβέρνησης!

 

Οι λόγοι της μεταστροφής

Αυτό που συνέβη, ήταν ότι ο κ. Μητσοτάκης βρέθηκε αντιμέτωπος με τις συνέπειες των συμμαχιών, στις οποίες προχώρησε κατά το δεύτερο γύρο των εσωκομματικών εκλογών, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον ισχυρό διεκδικητή της θέσης τού προέδρου της ΝΔ, τον κ. Μεϊμαράκη. Αφενός, η δική του υπαρκτή νεοφιλελεύθερη διάθεση ενισχύθηκε από τις υποδείξεις -και απαιτήσεις- των μιντιακών και επιχειρηματικών συμφερόντων, που του πρόσφεραν αφειδώς στήριξη πριν και μετά την εκλογή του. Με αποτέλεσμα το διαφαινόμενο υπό επεξεργασία πρόγραμμα της ΝΔ, με την καθοδήγηση του πιο νεοφιλελεύθερου από τους νεοφιλελεύθερους, του κ. Κ. Χατζηδάκη, να προδιαγράφεται ως εμπεριέχον τον κίνδυνο να «καεί», μόλις δοθεί στη δημοσιότητα.
Αφετέρου, δυνάμεις της συμμαχίας που του χάρισε την εσωκομματική επικράτηση, οι οποίες διεκδίκησαν και πήραν μερίδιο της ηγετικής ευθύνης, έριξαν το βάρος τους σ’ αυτό που ήξεραν πάντα να κάνουν με τον καλύτερο τρόπο: να εφαρμόζουν την γκεμπελική συνταγή για το εξόφθαλμο ψέμα, που με την επανάληψη μπορεί να μετατραπεί σε προπαγανδιστική «αλήθεια». Με αποτέλεσμα να ζήσουμε ένα καλοκαίρι, όπου η πολιτική στη στάση της ΝΔ μάλλον απουσίασε, ενώ η παραπολιτική και η προπαγάνδα εγκαταστάθηκαν στο κέντρο της τακτικής της. Θυμίζοντάς μας για μια φορά ακόμη ότι οι πιο φοβεροί, φαινομενικά, πολέμιοι του λαϊκισμού είναι πολύ εύκολο να αποδειχθούν οι καλύτεροι οπαδοί του.

Οι άμεσες συνέπειες αυτής της κατάστασης έχουν αρχίσει, ήδη, να γίνονται αισθητές τόσο στο κοινωνικό πεδίο, όσο και στις εσωκομματικές ισορροπίες. Ο δικαιολογημένος δισταγμός της ηγεσίας της ΝΔ να εμφανίσει με πολύ συγκεκριμένο τρόπο το αναλυτικό νεοφιλελεύθερο σχέδιό της για τη δική της κυβερνητική πολιτική, σε συνδυασμό με την προβληματική ακόμη και για συντηρητικά στρώματα ροπή της στη λαϊκιστική υπερβολή, στην παραπολιτική και τη μη επιβεβαιούμενη καταστροφολογική προπαγάνδα, (όπως, για παράδειγμα, για την αύξηση του ΕΝΦΙΑ), εμπεδώνουν την εικόνα ενός παλαιού τύπου κόμματος, που, πίσω από τη λέξη «μεταρρύθμιση», προσπαθεί να κρύψει την υποχρέωσή του να αναπαράγει τις παλιές και κατεστημένες σχέσεις εξουσίας που μόνο τις ευρύτερες τάξεις δεν ευνοούν. Η στάση της ιδιαίτερα στο ζήτημα του διαγωνισμού για την αδειοδότηση των τηλεοπτικών σταθμών ανέδειξε και τόνισε ακόμη περισσότερο αυτή την έφεσή της.

 

Άλλο η διάσταση και άλλο το διαζύγιο

Από την άλλη, οι παραμερισμένοι από την επικράτηση των νέων συσχετισμών εντός της ΝΔ βρίσκουν με τις εξελίξεις αυτές την αναγκαία πολιτική βάση για να διαφοροποιηθούν: διαβλέπουν ότι με την πολιτική τής ηγεσίας είναι ενδεχόμενο να διεκδικηθεί από τη ΝΔ η επιρροή σε περιορισμένα αριθμητικά και δυναμικά μεσοστρώματα, που κρίνουν ότι θίγονται από την κυβερνητική πολιτική, αλλά δεν εξασφαλίζεται και η ευρύτατη απήχηση στο σύνολο του κοινωνικού σώματος, που είναι σε θέση να δώσει την πλειοψηφία στις εκλογές.

Το πόσο σοβαρό μπορεί να αποδειχθεί το πρόβλημα αυτό, διαφαίνεται από μια παρέμβαση τυπικά δημοσιογραφική, ουσιαστικά πολιτική, όπου φαινομενικά νουθετείται ο Κ. Καραμανλής, ώστε να συμβάλει στην ενότητα της ΝΔ, ουσιαστικά υποδεικνύεται το σοβαρό εσωκομματικό πρόβλημα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Στο παρεμβατικό αυτό άρθρο («Η ενότητα της ΝΔ», 30 Αυγούστου, «Καθημερινή») εκτιμάται ότι «ο Κ. Καραμανλής έχει αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση με την κοινωνία, κάτι που δεν κατάφερε ο Α. Σαμαράς και δεν έχει πετύχει ακόμα ο Κ. Μητσοτάκης». Παρουσιάζεται, μάλιστα, ως «εγγυητής της ενότητας» σε μια ΝΔ που «βιώνει διχαστικές τάσεις». Καταλήγει, δε, σε μια αναίρεση της διαβεβαίωσης του κ. Κουμουτσάκου ότι «δεν υπάρχουν καραμανλικοί και μητσοτακικοί» με τη λακωνική διαπίστωση του γνώστη αρθρογράφου: «Αυτό δεν ισχύει».

Εν τω μεταξύ, οι επί μέρους πολιτικές μάχες, στις οποίες η ΝΔ υποτίθεται ότι θα μπορούσε να τονίσει τις διαφορές της και να κερδίσει πόντους, είτε χάνονται είτε δεν δίνονται καθόλου. Η διαδικασία αδειοδότησης των καναλιών βαδίζει προς τη λήξη της, παρά τη λυσσώδη συμπαράταξη αντιπολίτευσης και μιντιακών κατεστημένων, το νομοσχέδιο για την εκπαίδευση γίνεται νόμος, χωρίς ουσιαστικά εμπόδια από την πλευρά της ΝΔ, ενώ στη βουλή προωθούνται, και άλλα τέσσερα νομοσχέδια (για την κοινωνική αλληλέγγυα οικονομία, τη λαθρεμπορία καυσίμων, τη στήριξη των αδυνάμων στην πρόσβασή τους στη δικαστική εξουσία και την απλούστευση της αδειοδότησης των επιχειρήσεων), για τα οποία η ΝΔ δεν φαίνεται να μπορεί να αρθρώσει διακριτή, διαφορετική πρόταση, ελκυστική για τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα.

 

Απρόσφορη η τακτική του σάπιου φρούτου

Θα ήταν, βέβαια, επικίνδυνη αφέλεια να πιστέψουμε ότι οι εγγενείς δυσκολίες της ΝΔ επιτρέπουν στην κυβέρνηση να δρέψει αυτόματα πολιτικούς καρπούς. Η επιβάρυνση των λαϊκών στρωμάτων από την εφαρμογή των μνημονίων είναι μεγάλη, λειτουργεί σωρευτικά και χρειάζεται επίπονη προσπάθεια για να αισθανθούν οποιαδήποτε ελάφρυνση ή ελπίδα ανακοπής της χειροτέρευσης. Αν η ΝΔ έχει το δύσκολο έργο να απευθυνθεί και να πείσει τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα με ένα λόγο νεοφιλελεύθερο και μάλλον αφερέγγυο -όχι μόνο λόγω παρελθόντος- η κυβέρνηση έχει το ακόμα δυσκολότερο έργο να αποδείξει στην καθημερινή εμπειρία των λαϊκών μαζών ότι είναι σε θέση, παρότι εφαρμόζει σκληρό μνημόνιο, να ασκήσει παράλληλη πολιτική προστασίας των πιο αδύνατων στρωμάτων, αλλά και οικονομικής ανάκαμψης με μείωση της ανεργίας. Και η επιτυχία σ’ αυτό το σχεδόν τιτάνιο έργο δεν μπορεί να στηριχθεί στην ελπίδα ότι η ΝΔ θα τα πάει ακόμα χειρότερα. Πρέπει η κυβέρνηση να πείθει σε κάθε της βήμα ότι διαφέρει και μπορεί να τηρήσει τις περισσότερες τουλάχιστον υποσχέσεις της.

Χαράλαμπος Γεωργούλας

Πηγή: Εποχή