Παραδοχή πρώτη: όποιος, παντοίοις τρόποις, με πράξεις ή παραλείψεις, λειτουργεί ώστε να ενισχύονται η ελεύθερη αγορά κι ο καπιταλισμός, αντί να αγωνίζεται να θέτει φραγμούς και χαλινούς στην αγριάδα τους, συντελεί στην αναπαραγωγή του συστήματος, του κεφαλαίου και των κοινωνικών ανισοτήτων. Όποιες κι αν είναι οι προθέσεις του.
Παραδοχή δεύτερη: στην από καιρό μεταλλαγμένη σε σκοτεινότατη ήπειρο Ευρώπη, οι πολιτικές συμπεριφορές των από κάτω, συχνά, συντηρούν την εξουσία των από πάνω, δημιουργώντας ένα συσχετισμό δυνάμεων τέτοιο, ώστε να ελαχιστοποιούνται οι πιθανότητες κοινωνικού μετασχηματισμού. Οι εκλογές στην Ισπανία αλλά και το δημοψήφισμα στη Βρετανία, με τα κινήματα να μην αποτυπώνονται στην κάλπη στην πρώτη περίπτωση και την ανάδειξη σε θέσεις πολιτικών πρωταγωνιστών πρόσωπα παντελώς αμφιλεγόμενα στη δεύτερη περίπτωση, καταδεικνύουν τα αδιέξοδα των λαών και της αριστεράς ταυτόχρονα.
Το ζήτημα –αναστοχαζόμενοι την κατάφαση του Λένιν (Τι να κάνουμε;)- πιθανόν να μπαίνει μόνον έτσι: είτε, δηλαδή, αστική είτε σοσιαλιστική – επαναστατική ιδεολογία, δίχως στρογγυλέματα και εκπτώσεις, αφού, «κάθε μείωση του ρόλου της σοσιαλιστικής ιδεολογίας, κάθε απομάκρυνση από αυτήν, σημαίνει ταυτόχρονα και δυνάμωμα της αστικής ιδεολογίας».
Τούτων δοθέντων, η μικρή ιστορία της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, με τις αλλεπάλληλες υπαναχωρήσεις, θα έπρεπε ίσως να καταγραφεί ως ένα αντιεπαναστατικό σφάλμα που περισσότερο εμποδίζει την κίνηση της ιστορίας για τη χειραφέτηση του ανθρώπου παρά την υποβοηθά.
Και θα ήταν όντως έτσι, εάν τα πάντα εξαντλούνταν στον οικονομισμό, στο «πού θα βρεις ζεστό χρήμα» δηλαδή για τον μετασχηματισμό, -ερώτημα το οποίο, τωόντι, ως δαμόκλειος σπάθη, επικρέμαται διαρκώς. Η όλη υπόθεση όμως υπερβαίνει τούτο το όριο. Ακόμη και η σμίκρυνση της πολιτικής εκπροσώπησης της Αριστεράς, αφού θεωρείται μοχλός υπεράσπισης των συμφερόντων των λαών, στη νεοφιλελεύθερη μεταδημοκρατία, είναι μεν σημαντικό, αλλά όχι το πρωτεύον. (Τούτο, έτσι κι αλλιώς, ήδη συμβαίνει, με τις αγορές κ.ο.κ. να λαμβάνουν τη θέση των θεσμών και τα πολιτικά πρόσωπα των παλαιών αστικών να μεταβάλλονται σε ανδράποδα του κεφαλαίου). Πρόταγμα είναι, κυρίως, η ιδεολογική συντριβή της Αριστεράς, που θα επέλθει με νικηφόρα προέλαση σε έναν ασταμάτητο πόλεμο δεκαετιών: με τη συντριπτική, δηλαδή, νίκη επί των λέξεων εκείνων που κατεξοχήν εκφράζουν ιδέες. Ώστε, στον αυτόματο μεταφραστή, το κράτος πρόνοιας, λόγου χάρη, να μεταβάλλεται αυτομάτως στο κακό δημόσιο με τις κάκιστες υπηρεσίες, η ιδιωτική πρωτοβουλία -βλέπε κεφάλαιο- στο μόνο υγιές κύτταρο της κοινωνίας κ.ο.κ., και με τις ιδεοληπτικές στρεβλώσεις να μην έχουν τελειωμό.
Με την πτώση του τείχους και τη συνακόλουθη δεξιά διολίσθηση της σοσιαλδημοκρατίας, η επικοινωνιακή προπαγάνδα για την κατασυκοφάντηση του προνοιακού κράτος -τάχατε υπεύθυνο για τα ελλείμματα, άρα και για τη λιτότητα- ήταν αυτή που άνοιξε το δρόμο για τη «συσσώρευση μέσω της αφαίρεσης πόρων από άλλον» (Χάρβεϊ). Έτσι, οι ιδιωτικοποιήσεις, με τις οποίες το κεφάλαιο ανακατέλαβε τη δημόσια – λαϊκή περιουσία, έγιναν το πλέον γνώριμο ιδίωμα του παγκόσμιου καπιταλισμού, ενίοτε με τις ευλογίες του κόσμου της εργασίας. Ταυτόχρονα, οι κορώνες για τη μη αναγκαιότητα της πολιτικής, αφού οι πολιτικοί είναι «διεφθαρμένοι» πολιτικοί και «οι τεχνοκράτες ξέρουν καλύτερα», οδηγεί τους λαούς στην αποχή και την αρχή της ανάθεσης –βλέπε Ισπανία.
Η μορφή της αλλοτρίωσης που επέφερε η συστημική ρητορεία αποτέλεσε, και αποτελεί, τη σημαντικότερη πολιτική νίκη των από πάνω.
«Να αγωνιστούμε για τις λέξεις, για τις σωστές λέξεις, από τις πιο σοφές (έννοια, διαλεκτική, αλλοτρίωση κ.ο.κ.) μέχρι τις πιο απλές (λαός, άνθρωπος, μάζες, ταξική πάλη)» έλεγε ο Αλτουσέρ. «Να αγωνιστούμε πάνω στις αποχρώσεις»: αυτόν τον αγώνα, που επί της ουσίας ταυτίζεται με τον αγώνα ενάντια στην καπιταλιστική ολοκλήρωση, καλούνται να δώσουν σήμερα η κυβέρνηση και το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Η επανάκτηση της ιδεολογικής πρωτοπορίας της Αριστεράς βαραίνει, περισσότερο από τα αδελφά κόμματα στην Ευρώπη, τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ, ως μόνο κυβερνόν αριστερό κόμμα, άρα και τον πρωθυπουργό και τα μέλη της κυβέρνησης, εφόσον τυγχάνουν μέλη του κόμματος. Απαιτείται, λοιπόν, η δημόσια, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, επανατοποθέτηση στο εργασιακό – ασφαλιστικό ζήτημα, θέτοντας το ζήτημα της μείωσης των ωρών εργασίας δίχως περικοπές μισθών, μαζί με την κατάδειξη – καταγγελία της πολιτικής επιλογής του νεοφιλελευθερισμού να συντηρεί –και να διαφυλάττει ως κόρην οφθαλμού– υψηλή ανεργία και χαμηλές συντάξεις, ως δομικά στοιχεία του συστήματος. Ακόμη και αν, στις ζοφερές ευρωπαϊκές, η επαγγελία μιας τέτοιας πολιτικής μοιάζει ακραίος βολονταρισμός, να ανοίξει εκ νέου το εργασιακό ζήτημα σε ένα άλλο επίπεδο αποτελεί επαναστατικού τύπου πολιτική πράξη.
Αν η ευρωπαϊκή αριστερά χάνει τις λαϊκές μάζες, οι οποίες διαρκώς μετατοπίζονται όλο και δεξιότερα, είναι διότι εξέλιπε η σαφήνεια: εάν η εν Ελλάδι κυβερνώσα φαίνεται να ενσωματώνει εν πολλοίς τον μνημονιακό λόγο (χαρακτηριστικότερα παραδείγματα Κατρούγκαλος και… ασφαλιστική μεταρρύθμιση ή η ανάπτυξη που έρχεται ), τα θραύσματα της ευρωπαϊκής Αριστεράς αδυνατούν να συγκροτήσουν ηγεμονικό πολιτικοϊδεολογικό λόγο, παρασυρμένα από σοσιαλδημοκρατικές ή άλλες, σεχταριστικές, επιλογές. Εκείνο που τα κινήματα, οι δράσεις δηλαδή των μαζών, –βλέπε Γαλλία για τα εργασιακά- βάζουν στο τραπέζι, δεν πιστώνονται πάντοτε στ’ αριστερά, αφού, χωρίς σαφείς διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στις σωστές και τις λαθεμένες ιδέες (πολιτικές, αισθητικές, ηθικές κ.ο.κ.) ενδυναμώνεις τελικά τη θέση του ταξικού αντιπάλου. Που ξεκινά έτσι κι αλλιώς από θέση ισχύος.
Όχι, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν δύναται, από μόνη της, να κατατροπώσει τον καπιταλισμό. Και ναι, στη μοναξιά της, επιτρέπεται, κατά περίσταση, να συνομιλεί και με την εξαχρειωμένη ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Αλλά, με ιδεολογική παρρησία, να επιμένει στις διαχωριστικές γραμμές και, με ταξική μεροληψία, να κρατιέται σε κάθε περίπτωση πίσω από αυτές.
«Η θεωρία είναι μια πρακτική», έλεγε επίσης ο Αλτουσέρ. Να αναδεικνύει ο σύντροφος πρωθυπουργός την ιδεολογική καταγωγή του, καθώς και τους λόγους που αφίσταται πλέον από τη μήτρα του, είναι πολιτική πράξη με βαρύνουσα σημασία. Ίσως από εκείνες που θα φέρουν την κυβέρνηση σε τέτοια σύγκρουση όση και εάν παραβείς προαπαιτούμενο μέτρο.
Αλλά, από την άλλη, να οπισθοχωρείς διαρκώς αμυνόμενος, λόγοις και έργοις, συνιστά όχι πια τακτικό ελιγμό αλλά εκ προοιμίου εκχώρηση των δικαιωμάτων του λαού για τα οποία υποτίθεται πως αγωνίζεσαι. Ακόμα κι αν πρόκειται μοναχά για μια χούφτα «λέξεις». Ίσως κυρίως τότε.
Η Κατέ Καζάντη είναι δημοσιογράφος