Μετά το κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης, η κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με τον καινούργιο εαυτό της, όπως αυτός έχει διαμορφωθεί από την πολύμηνη σκληρή διαπραγμάτευση και από τις αριστερές του θέσεις. Και το βασικό ερώτημα που καλείται να απαντήσει είναι εάν υπό τις παρούσες συνθήκες υπάρχει περιθώριο για την άσκηση αριστερής πολιτικής ή πολιτικής υπεράσπισης των λαϊκών στρωμάτων και της εργασίας. Το ερώτημα αυτό τίθεται ακόμη εντονότερα στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ.
Εκτιμώ ότι η απάντηση στο καίριο ερώτημα δεν μπορεί να είναι πλήρης αν δεν εξετάσουμε προσεκτικά το καθεστώς της επιτροπείας στο οποίο βρεθήκαμε το αμέσως προηγούμενο διάστημα και δεν συζητήσουμε γι’ αυτό και στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Μια τέτοια συζήτηση είναι αναγκαία τόσο για την άσκηση της πολιτικής την επόμενη μέρα, όσο και για την εξέλιξη των αναλύσεων του κόμματος. Κι αυτό διότι, κατά την εκτίμησή μου, στις αναλύσεις του ΣΥΡΙΖΑ πριν από την ανάληψη της διακυβέρνησης υποτιμήθηκε η ιδέα της «επιβολής» από τους δανειστές συγκεκριμένων πολιτικών μέσα από την άσκηση καθαρού οικονομικού εκβιασμού. Κι όμως, η εμπειρία των τελευταίων μηνών της διαπραγμάτευσης μαρτυρά ότι η ωμότητα της παρέμβασης των δανειστών στην καθημερινή πολιτική σκηνή βρήκε την κυβέρνηση μεν με αναμενόμενη μειωμένη διαπραγματευτική ισχύ λόγω του ευρωπαϊκού πολιτικού συσχετισμού, τον ΣΥΡΙΖΑ δε ουσιαστικά αιφνιδιασμένο.
Για να γίνω πιο σαφής, όλο το προηγούμενο διάστημα οι θεσμοί παρενέβαιναν σχεδόν σε κάθε ρυθμιστική πρωτοβουλία της κυβέρνησης, ελέγχοντας ακόμη και πεδία πολιτικής που ελάχιστα σχετίζονταν με τη συμφωνία του Αυγούστου ή νομοθετικές πρωτοβουλίες που είχαν αμελητέα δημοσιονομική επίπτωση. Η ισχυρή αντίσταση που προέβαλε η κυβέρνηση στη διαπραγμάτευση, αν και λίγο γνωστή, προσέκρουε συχνά σε στυγνούς οικονομικούς εκβιασμούς, σε ανορθολογικά επιχειρήματα και σε μια εξαντλητική μικροδιαχείριση από την πλευρά των δανειστών. Το κόμμα οφείλει να γνωρίσει αυτές τις οπτικές της διακυβέρνησης, να μάθει τη διάσταση των εκβιασμών, να ενημερωθεί για την προέλευση συγκεκριμένων μέτρων, να λάβει γνώση για το τι πραγματικά ζητείται από τους δανειστές και, έχοντας κατανοήσει αυτά, να συζητήσει πια για την επόμενη μέρα και να χαράξει τη νέα στρατηγική και τα όρια της νέας περιόδου.
Με το κλείσιμο της αξιολόγησης κλείνει ένας πρώτος κύκλος, ο οποίος περιλαμβάνει ασφαλώς και δυσβάσταχτα μέτρα, σημειώνει όμως σημαντικές νίκες –κυρίως αντίστασης– και δημιουργεί τις προοπτικές για αντιστροφή των υφεσιακών επιπτώσεων των μέτρων λιτότητας. Ο χαρακτήρας της επόμενης μέρας θα καθοριστεί ουσιαστικά από την ελευθερία που θα έχει η κυβέρνηση να ξεδιπλώσει το αριστερό της πρόγραμμα και από τον βαθμό υλοποίησης αυτού. Για να συμβεί όμως αυτό τουλάχιστον δύο προϋποθέσεις είναι αναγκαίες: α) να καθοριστούν με απόλυτη ακρίβεια τα συγκεκριμένα πεδία στα οποία η κυβέρνηση θα πρέπει να κατορθώσει συγκεκριμένους στόχους και να δεσμευτεί στην υλοποίησή τους με απόλυτη προσήλωση ως εάν να πρόκειται για ένα μνημόνιο με την κοινωνία και β) να διεκδικήσει αποφασιστικά απέναντι στους δανειστές την ελευθερία για άσκηση της δικής της πολιτικής, διευρύνοντας τις συγκρούσεις στο καθεστώς επιτήρησης.
Σε όλη αυτή τη διαδικασία το κόμμα δεν μπορεί να είναι αμέτοχο, ούτε να πληροφορείται αποσπασματικά τις εξελίξεις, αλλά οφείλει να είναι ο διαμορφωτής των πολιτικών που ιεραρχούνται ως ορόσημα της νέας περιόδου και ο ελεγκτής των δεσμεύσεων προς την κοινωνία.
Η Έφη Αχτσιόγλου είναι διευθύντρια του γραφείου του υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης
Πηγή: Η Αυγή