Η διαδικασία μετασχηματισμού του ΣΥΡΙΖΑ σε κεντρική πολιτική δύναμη βασίστηκε στη μετατροπή της οικονομικής κρίσης σε κρίση ηγεμονίας. Χρειάστηκε γι’ αυτό η αστάθμητη συνάντηση μιας σειράς κοινωνικών αγώνων με τη δυνατότητα ανατροπής στο πολιτικό επίπεδο. Η σχέση εμπιστοσύνης και εκπροσώπησης που οικοδομήθηκε όμως παραμένει εύθραυστη και δοκιμάζεται σκληρά από την εφαρμογή των μέτρων της συμφωνίας του Ιουλίου.
Η συμφωνία του Ιουλίου, παρά τα σημαντικά λάθη μας, συμπυκνώνει έναν τρομακτικά αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων από τον οποίο δεν θα μπορούσαμε να ξεφύγουμε. Ίσως το πιο αρνητικό αποτέλεσμα είναι η ασφυκτική διαδικασία επιτήρησης που έχει επιβληθεί. Τα όρια και οι δυνατότητες άσκησης πολιτικής εντός του σημερινού πλαισίου είναι ίσως το βασικό ερώτημα.
Στην πολιτική σύγκρουση δεν υπάρχουν μόνο νίκες, αλλά και ήττες. Χειρότερο όμως από την ήττα είναι η αδυναμία παραδοχής και κατανόησης της πραγματικότητας. Η ολοκλήρωση της αξιολόγησης δεν επαναφέρει μια συνθήκη ομαλότητας. Οι καθημερινοί εκβιασμοί αναδεικνύουν ότι η σύγκρουση συνεχίζεται. Καλούμαστε να λειτουργήσουμε μέσα σε συνθήκες πολέμου. Όσο λάθος αποδεικνύεται η άποψη περί πολιτικής ταύτισης ΣΥΡΙΖΑ και δανειστών μετά την υπογραφή του Ιουλίου, άλλο τόσο λάθος είναι και η αντίληψη ότι η συμφωνία ορίζει ένα πλαίσιο που θα σεβαστεί ο αντίπαλος και το οποίο οφείλουμε σταθερά να υλοποιήσουμε. Αντιθέτως, βιώνουμε μια συνεχιζόμενη αρνητική μετατόπιση του πλαισίου μέσω εκβιασμών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση των ιδιωτικοποιήσεων.
Δεν έχουμε κανένα λόγο να πιστέψουμε ότι αυτή η πρακτική θα αλλάξει στο μέλλον. Ειδικά στο ζήτημα των εργασιακών σχέσεων, οι συμμαχίες μας περιορίζονται ακόμα περισσότερο. Δυνάμεις οι οποίες για δικούς τους λόγους θέλουν να αμφισβητήσουν το αυστηρό δημοσιονομικό πλαίσιο, όπως η Γαλλία και η Ιταλία, είναι την ίδια στιγμή θρησκευτικά προσηλωμένες σε πολιτικές υποτίμησης της εργασίας.
Υπό αυτό το πρίσμα το δεύτερο κυρίαρχο ερώτημα, πέρα από τα όρια άσκησης πολιτικής, είναι η οργάνωση των δυνάμεών μας για να διεξάγουμε αποτελεσματικά τον σημερινό πόλεμο. Η λειτουργία κόμματος και κυβέρνησης δεν ανταποκρίνεται στον παραπάνω στόχο. Η επικοινωνία κυριαρχεί πάνω στην πολιτική και το κόμμα υποβαθμίζεται καθημερινά στη σχέση του με την κυβέρνηση. Παράλληλα, υποχωρεί συνολικά η συλλογική δέσμευση και αντίληψη (το ζήτημα με τα οικονομικά βουλευτών και ευρωβουλευτών αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα). Κερδίζει χώρο η άποψη εμφάνισης ενός νέου «success story», ενώ ταυτόχρονα η ηγεσία του ΤΑΙΠΕΔ αισθάνεται την ανάγκη μέσα από δημόσιες παρεμβάσεις να νουθετήσει τον κόσμο της Αριστεράς, που παραμένει εχθρικός προς τις ιδιωτικοποιήσεις. Η έλλειψη προτεραιοτήτων μάς έχει στερήσει τη δυνατότητα να σχεδιάσουμε ακόμα και σε πεδία που θα μπορούσαν να γίνουν σημαντικές κινήσεις, όπως η μαύρη εργασία (με απώλειες που προσεγγίζουν ετησίως τα 4 δισ.). Όχι μόνο κάναμε το λάθος να σχεδιάσουμε το ασφαλιστικό ξεχωριστά από τις πρωτοβουλίες για την παραβατικότητα στην αγορά εργασίας, αλλά ακόμα και σήμερα εμφανιζόμαστε χωρίς βούληση και σχέδιο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ από την πρώτη στιγμή επέλεξε «να σκεφτεί πέρα από την ήττα» της ιστορικής Αριστεράς. Να υπηρετεί τις ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας και όχι τη δική του αναπαραγωγή. Σήμερα χρειαζόμαστε ένα νέο σχέδιο μάχης που δεν θα δεχτεί τον ρόλο που «φίλοι» και εχθροί επιθυμούν να μας επιβάλουν.
Ο Νάσος Ηλιόπουλος είναι μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ
Πηγή: Αυγή