Ακούω, διαβάζω, κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τη στάση συντρόφων, ανδρών και γυναικών, για τα διακυβεύματα των βουλευτικών εκλογών. Ανθρώπων που στο πρόσφατο παρελθόν συμπορευτήκαμε στο ίδιο κόμμα και άλλων που δουλέψαμε από κοινού στο πλαίσιο των κινημάτων και των κοινωνικών αντιστάσεων. Γνωρίζω ότι εκείνοι που κυρίως γράφουν μια ανελέητη κριτική εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι η πλειοψηφία των ανέντακτων αριστερών. Οι πολλοί επιλέγουν τη σιωπηρή υποστήριξη του ΣΥΡΙΖΑ. Σιωπηρή γιατί ενδεχομένως δεν είναι σίγουροι για την επιλογή τους, μπορεί γιατί δεν αντέχουν τη διαδικτυακή αποδοκιμασία, ούτε την αποδοκιμασία των μικρών κοινοτήτων.
Όπως και να έχει νομίζω ότι είναι η κατάλληλη στιγμή για να ειπωθούν ευθέως ορισμένα πράγματα για τη στρατηγική της Αριστεράς και τα διακυβεύματα της συγκυρίας. Με αυτά κρίνονται τα πεπραγμένα κάθε κόμματος που αναφέρεται στην Αριστερά, με αυτά κρίνονται τα προγραμματικά και τα ιδεολογικά πεπραγμένα του ΣΥΡΙΖΑ. Με τα πραγματικά στοιχεία του παρόντος, με τις πράξεις, τις αντιφάσεις, τους καταναγκασμούς. Με αυτά και όχι με τις προβολές ενός μέλλοντος που το ζωγραφίζουμε κατά το δοκούν.
Να θυμίσω ότι από παλιά, όσοι και όσες συμμετείχαμε στα κριτικά ρεύματα του Συνασπισμού και του ΣΥΡΙΖΑ: το Κοκκινοπράσινο, την ΑρΕν, στους 53, τη Νεολαία, θέταμε δύο βασικά κριτήρια για να αποτιμήσουμε τη δράση και τη φυσιογνωμία του κόμματος μας. Το κοινωνικό ζήτημα και τις κοινωνικές εκπροσωπήσεις.
Για μας ήταν αδιανόητο κόμμα της Αριστεράς να μην αναδεικνύει, να μην υπερασπίζεται το κοινωνικό ζήτημα, δηλαδή την πάλη ενάντια στη λιτότητα, τις ανισότητες, ενάντια στη διάλυση και εμπορευματοποίηση του κοινωνικού κράτους, την πάλη υπέρ της καθολικότητας των κοινωνικών δικαιωμάτων και την υπεράσπιση της εργασίας. Να υπερασπίζεται βέβαια το κοινωνικό ζήτημα στον παρόντα χρόνο, γι’ αυτούς που ζουν και εργάζονται σήμερα, χωρίς παραπομπές δηλαδή σε καλύτερες εποχές στο όνομα του σοσιαλισμού. Το όραμα του κομμουνισμού για μας είναι αυτό που προεικονίζεται στο σήμερα.
Το δεύτερο κριτήριο, οι κοινωνικές εκπροσωπήσεις, είναι το καθοριστικό ότι βαδίζουμε σωστά. Θυμίζω ότι οι μεταλλάξεις των αριστερών και εργατικών κομμάτων συντελέστηκαν ταυτόχρονα με τη μετάθεση των κοινωνικών τους εκπροσωπήσεων. Σταμάτησαν να απευθύνονται στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα και επέλεξαν να απευθύνονται με λόγια και με έργα στα δυναμικά στρώματα της κοινωνία, στους νικητές της αγοράς. Στον ΣΥΡΙΖΑ δεν συνέβη η μετάλλαξη, αντίθετα συνετελέσθη κάτι που ούτε στα καλύτερα όνειρά μας δεν είχαμε φανταστεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ εκφράζει σήμερα αυθεντικά τους «από κάτω της κοινωνικής πυραμίδας»: τη μισθωτή εργασία, τους άνεργους, τους αποκλεισμένους, τα λαϊκά στρώματα.
Προστιθέμενο στα δύο παραπάνω κριτήρια, ο ΣΥΡΙΖΑ υπηρέτησε και ένα τρίτο, την ελευθεριακή ατζέντα. Γνωρίζω ότι δεν είναι στην οικοσκευή πολλά τμημάτων της Αριστεράς τα ζητήματα των ελευθεριών και της αυτοπραγμάτωσης. Αρκετοί τα θεωρούν επινόηση του καπιταλισμού προκειμένου να υπονομευτεί η ταξική ταυτότητα. Αυτή η διαμάχη υπάρχει εδώ και 50 χρόνια. Ευτυχώς η ριζοσπαστική Αριστερά δεν υποτίμησε ποτέ αυτά τα στοιχεία των πολλαπλών ταυτοτήτων που μπορεί να έχει ένας αριστερός, να είναι δηλαδή εργάτης, οικολόγος, ομοφυλόφιλος και διεθνιστής ταυτόχρονα.
Μάθαμε όλα αυτά τα χρόνια να μελετάμε και να αποκρυπτογραφούμε τη μεγάλη εικόνα, αυτό που συμβαίνει στον κόσμο, ποιες είναι οι τάσεις στο σύγχρονο καπιταλισμό, πως δημιουργούνται τα αντίβαρα από τον κόσμο της Αριστεράς και των κοινωνικών κινημάτων. Πως, με ποιους τρόπους, όλοι αυτοί: η Αριστερά, οι εθνικές κοινωνικές αντιστάσεις και τα διεθνή αντικαπιταλιστικά κινήματα συνεννοούνται σε ένα δυναμικό –με την έννοια του “απρογραμμάτιστου”- σχέδιο μετασχηματισμού. Ποτέ δεν ισχυριστήκαμε ότι η έννοια του «γαλατικού χωριού» και της εθνικής αναδίπλωσης αποτελούν τη στρατηγική απάντηση της Αριστεράς σε αυτήν , την ύστερη περίοδο του καπιταλισμού. Ούτε ότι γίνεται να εγκατασταθεί ο σοσιαλισμός σε μια χώρα όταν η νεοφιλελεύθερη στρατηγική του καπιταλισμού παραμένει αλώβητη. Αυτά τα λίγα για όσους μας κατηγορούν που δεν επιλέξαμε την έξοδο από την Ε.Ε. και την «αυτόκεντρη ανάπτυξη».
Κάποιοι από τους επικριτές χρεώνουν στο ΣΥΡΙΖΑ εκπασοκισμό, λέγοντας ότι στις γραμμές του υπηρετούν άνθρωποι του παλιού πολιτικού προσωπικού του που μετακόμισαν, ότι δεν υπάρχει κόμμα αλλά μόνο ο πρόεδρος με παράγοντες του ΠΑΣΟΚ και της κεντροαριστεράς. Και άλλοι ότι το κόμμα είναι «βαρίδι» με το οποίο ο Α. Τσίπρας πρέπει να ξεμπερδεύει και να ανοιχτεί στη λαοθάλασσα της κεντροαριστεράς.
Είναι έτσι τα πράγματα;
Είναι σαφές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ από το 2012 προσεταιρίστηκε τη μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ, είναι επίσης δεδομένο ότι από τότε προσχώρησε στις γραμμές του ένα πολιτικό προσωπικό που διαφώνησε με την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ. Η μεγάλη πλειοψηφία από αυτό το δυναμικό δεν δημιούργησε πολιτικό ή ταυτοτικό ζήτημα, παρ’ όλο που οι επιλογές και οι συγκρούσεις ήταν εξαιρετικά δύσκολες όλη αυτή την περίοδο. Από το Μνημόνιο, μέχρι τις Πρέσπες και την ταυτότητα φύλλου, υπερασπίστηκαν όλες τις επιλογές. Είναι ακριβές ότι οι Πρέσπες, τα ζητήματα φύλου, οι τομές στο σωφρονιστικό σύστημα, οι αλλαγές στους Κώδικες και στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης άνοιξαν ένα πλατύ διάλογο με τις δυνάμεις της κεντροαριστεράς και ορισμένες εντάχθηκαν στο σχήμα ΣΥΡΙΖΑ Προοδευτική Συμμαχία.
Δεν είμαι σίγουρος ότι η συμμαχία απέδωσε εκλογικά, είναι βέβαιο όμως ότι απέδωσε στη «διαχείριση των συμβόλων». Στην πολιτική σκακιέρα ο ΣΥΡΙΖΑ με τις κινήσεις του έσπασε την απομόνωση, αποδυνάμωσε τους ισχυρισμούς της ΝΔ ότι είναι μόνος, ανάδελφος και αποδιοπομπαίος. Μπορεί να μην έσπασε την άτυπη συμμαχία όλης της αντιπολίτευσης με το σύνθημα «να φύγουν», στην οποία πρωτοστατούσαν η ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ και ακολουθούσαν οι υπόλοιποι, όλοι οι υπόλοιποι. Δημιούργησε όμως ρωγμές…
Στο τακτικό επίπεδο, μετέφερε στο εσωτερικό του ΚΙΝΑΛ το δίλημμα με ποιους θέλει να συγκυβερνήσει. Μπορεί στο κόμμα της κ. Γεννηματά, του κ. Βενιζέλου, του κ. Λοβέρδου να μη διαφοροποιήθηκε ουσιαστικά η γραμμή της «στρατηγικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ», διανθίστηκε με μια μικρή δόση διμέτωπου, με ελαφρά κριτική στη ΝΔ, για όσους φυσικά ενδιαφέρθηκαν να την υπηρετήσουν. Όχι βέβαια ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Ακόμα όμως και μετά την εκπαραθύρωση του τελευταίου, η γραμμή Βενιζέλου, της μονόπλευρης αντιπαράθεσης με τον ΣΥΡΙΖΑ, διατηρήθηκε ακέραια.
Είναι σωστή η κριτική ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επανειλημμένα υπέκυψε στην επικοινωνιακή διαχείριση των προσώπων και πολλές φορές οι επιλογές προσώπων στην κυβέρνηση και τα ψηφοδέλτιά του έγινα με κριτήριο το πολιτικό και επικοινωνιακό «σταρ σύστεμ».
Είναι σωστή η κριτική και η αυτοκριτική ότι αυτά τα 4 χρόνια αποδυναμώθηκε η συμβολή του κόμματος, ότι η διεύθυνση ήταν στην ευθύνη μιας ολιγομελούς ομάδας, ότι πολλές φορές συμπεριφερθήκαμε καθεστωτικά, αλαζονικά, κουνώντας το δάχτυλο, ότι «διαμερισματοποιήθηκε» η πολιτική γραμμή και η πολιτική ευθύνη, ότι, ότι, ότι.
Εν τούτοις είναι επιφανειακή και εν πολλοίς υστερόβουλη η κριτική ότι δεν υπάρχει κόμμα. Κριτική που ακούγεται στα «καφενεία», κάποιες φορές στις οργανώσεις και μερικές φορές στα επιτελεία. Ο ισχυρισμός ενορχηστρώνεται με βεβαιότητα από δημοσιογραφικούς κύκλους του «συμπολιτευόμενου» τύπου. Επώνυμοι δημοσιολόγοι καλούν τον Τσίπρα να τελειώνει με «το κόμμα του 4%», να ανοιχτεί στις μάζες των ψηφοφόρων αδιαμεσολάβητα. Δεν γνωρίζουν, ίσως δεν θέλουν να θυμούνται ότι όσα κόμματα επιχείρησαν μία παρόμοια μεταμόρφωση είτε μεταλλάχθηκαν σε κόμματα του νεοφιλελεύθερου τόξου, είτε διαλύθηκαν, είτε μεταμορφώθηκαν σε ένα ιδιόμορφο μόρφωμα «αριστερού περονισμού».
Τα μέλη του κόμματος, οι άνθρωποι του ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζουν ότι το κόμμα είναι εδώ, διάχυτο στις οργανώσεις, την κυβέρνηση, την τοπική αυτοδιοίκηση, στην κοινοβουλευτική ομάδα και την Ευρωβουλή. Όπως οφείλει να είναι επίσης παρόν στις κοινωνικές οργανώσεις, σε πρωτοβουλίες κοινωνικής αλληλεγγύης και σε νέα παραγωγικά εγχειρήματα.
Όλοι αυτοί –και άλλοι πολλοί που δεν είναι σήμερα στις γραμμές μας- πήραν ένα κόμμα που αγκομαχούσε να μπει στη Βουλή και έφτιαξαν μαζί με τον Αλέξη Τσίπρα ένα κόμμα αριστερό και πλειοψηφικό. Όλοι αυτοί έχουν λόγους να το διατηρήσουν. Χρειαζόμαστε ένα νέο ξεκίνημα στο κόμμα που να συνυπάρχει το ιστορικό με το νέο, η κοινωνική γείωση με τη συνεχή πρωτοβουλία στην κεντρική πολιτική σκηνή. Ο αναστοχασμός με την παραγωγή θεωρίας σε ένα κόσμο μεγάλης διακινδύνευσης και μεταβλητής γεωμετρίας. Χρειαζόμαστε ένα κόμμα ανοικτό, πλουραλιστικό, συμμετοχικό και δημοκρατικό, ένα μεγάλο κόμμα.
Δεν μας γοητεύουν κόμματα τύπου ΜεΡΑ 25, με χαρισματικούς ηγέτες, «πολύφερνους» και «πολυπράγμονες», χωρίς διαδικασίες, ιδεολογία και όρια. Χωρίς κοινωνικές αναφορές. Ένα κόμμα που την ίδια στιγμή φλερτάρει , με την εκσυγχρονιστική σοσιαλδημοκρατία και την άλλη με ιδέες της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Ένα κόμμα ασπόνδυλο, εγωκεντρικό και ναρκισσιστικό, που στη βιτρίνα του χωρούν οι πάντες, από «πατριώτες» μέχρι νεοφιλελεύθερους κοσμοπολίτες, φτάνει να είναι διάσημοι.
Ούτε μας συγκινούν πλέον κόμματα αδιάλλακτα, περίκλειστα και αυτοαναφορικά, που μέγιστο μέλημα τους είναι «η ιδεολογική καθαρότητα» και αντίπαλός τους κάθε άλλη εκδοχή της Αριστεράς.
Καταλαβαίνουμε ότι στις μέρες μας δεν είναι ούτε εύκολο, ούτε αυτονόητο να μιλάς για ένταξη σε κόμματα και σε κινήματα, γνωρίζουμε από πρώτο χέρι τη συντηρητική στροφή που συντελείτε σε κάθε γωνιά του πλανήτη, την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού και της «μεταδημοκρατίας», την υποχώρηση της Αριστεράς..
Η ΝΔ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης καβάλησε το κύμα της συντηρητικής παλινόρθωσης που σαρώνει στο διάβα του όλο τον κόσμο. Το μείγμα του νεοσυντηρητισμού περιλαμβάνει την εθνικιστική νοσταλγία της ταυτότητας, παρέα με την ακροδεξιά ρητορική, είναι απέναντι στην ελευθεριακή ατζέντα και -φυσικά- εμπερικλείει την αποδοχή του νεοφιλελευθερισμού των ανισοτήτων και της ατομικής επιβίωσης. Είναι οι νικητές των αγορών που αναγνωρίζουν το εαυτό τους σε αυτό το κύμα εγωισμού. Είναι οι ηττημένοι της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, της έξαρσης του φόβου, της σύγχυσης της ξενοφοβίας και της ανασφάλειας που αναζητούν ταυτότητα σε κάθε τι παρωχημένο και οπισθοδρομικό. Όλοι μαζί διάγουν στο βασίλειο του ατομικού, της προσωπικής ανέλιξης ή της ατομικής διάσωσης ως υπέρτατη αξία, όλοι εναντίον όλων και οι φτωχοί να πάνε να πνιγούνε.
Η ΝΔ ανήκει στην ίδια ιδεολογικο- πολιτική οικογένεια με τον Τραμπ, τον Μπολσονάρου, τον Βέμπερ και τους ηγέτες των χωρών του Βίζενγκραντ και η συνταγή είναι η ίδια παντού: υποτίμηση της εργασίας, παράδοση του κοινωνικού κράτους σε ιδιωτικά συμφέροντα, φοροελαφρύνσεις για τους πλούσιους και τις επιχειρήσεις, το “Νόμος και Τάξη”, η διαχείριση δηλαδή του φόβου και της ανασφάλειας των πολιτών, η στοχοποίηση του «άλλου» .
Η ΝΔ εγκαίρως έβαλε σε εφαρμογή το σύνολο της συνταγής Τραμπ: τα fake news, τη δολοφονία χαρακτήρων, την επινόηση και την κατασκευή σκανδάλων, τον οχετό στο διαδίκτυο, χωρίς να υστερεί σε χυδαιότητα η κοινοβουλευτική της εκπροσώπηση. Η συνταγή αποδίδει, διαπιστωμένα.
Αγαπητοί φίλοι και αγαπητές φίλες.
Αυτά είναι κατά τη γνώμη μου τα διλήμματα, τα διακυβεύματα, όχι μόνο των βουλευτικών εκλογών, αλλά όλης της περιόδου. Από αυτά δεν μπορούμε να αποδράσουμε αλλά ούτε να αγνοήσουμε.