Macro

26 Απρίλη 1937, ο βομβαρδισμός της Γκερνίκα

Τα γερμανικά βομβαρδιστικά εμφανίστηκαν στον ουρανό πάνω από την Γκερνίκα αργά το απόγευμα της 26ης Απριλίου, 1937 κι αμέσως μεταμόρφωσαν την μικρή ήσυχη εμπορική πόλη σε ένα αιώνιο σύμβολο της αγριότητας του πολέμου. Χωρίς να το ξέρουν οι κάτοικοι της Γκερνίκα, είχαν στοχοποιηθεί από τους επιτιθέμενους για να γίνουν πειραματόζωα σε ένα πείραμα σχεδιασμένο να προσδιορίσει τι χρειαζόταν για να βομβαρδιστεί μια πόλη ως τη λήθη.

Η Ισπανία ενεπλάκη σ’έναν εμφύλιο πόλεμο δίχως φραγμούς που είχε ξεκινήσει τον Ιούλιο του 1936, όταν οι δεξιοί εθνικιστές με επικεφαλής τον στρατηγό Φρανσίσκο Φράνκο επεδίωξαν να ανατρέψουν την αριστερή δημοκρατική κυβέρνηση της Ισπανίας. Δεν άργησε αυτή η αιματηρή εσωτερική ισπανική διαμάχη να προσελκύσει τη συμμετοχή δυνάμεων πέρα από τα σύνορά της -δημιουργώντας μια παράταξη δυνάμεων που προοιώνιζε τις συμμαχίες που θα μάχονται μεταξύ τους στο Β‘ Παγκόσμιο πόλεμο. Η φασιστική Γερμανία και Ιταλία στήριξαν τον Φράνκο ενώ η Σοβιετική Ένωση υποστήριζε τους Ρεπουμπλικάνους. Αρκετοί εθελοντές πήγαν στην Ισπανία για να πολεμήσουν και να πεθάνουν κάτω από τη Ρεπουμπλικανική σημαία.

Η στήριξη του Χίτλερ στον Φράνκο αποτελούνταν από τη Λεγεώνα του Κόνδορα, παράρτημα της Λουφτβάφε. Η Λεγεώνα του Κόνδορα έδωσε στη Λουφτβάφε την ευκαιρία να αναπτύξει και να τελειοποιήσει τις τακτικές του εναέριου πολέμου που θα τροφοδοτούσαν το Γερμανικό blitzkrieg στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του 1939 και του 1940. Ο αρχηγός της Γερμανικής αεροπορίας Χέρμαν Γκέρινγκ κατέθεσε στη δίκη του μετά τον Β ‘ Παγκόσμιο πόλεμο: «ο Ισπανικός εμφύλιος πόλεμος ήταν μια ευκαιρία να δοκιμάσω τη νεαρή αεροπορία μου, και ένα μέσο για να αποκτήσουν εμπειρία οι άνδρες μου». Ορισμένες από αυτές τις πειραματικές τακτικές δοκιμάστηκαν εκείνη τη λαμπερή ανοιξιάτικη μέρα με καταστροφικά αποτελέσματα -η πόλη της Γκερνίκα καταστράφηκε ολοσχερώς με 1.650 νεκρούς. Ο κόσμος σοκαρίστηκε και η τραγωδία απαθανατίστηκε από τον Πάμπλο Πικάσο στην Γκερνίκα.

 

Πρόβα για πόλεμο

Ο Νόελ Μονκς ήταν ανταποκριτής που κάλυπτε τον Ισπανικό εμφύλιο για την εφημερίδα “London Daily Express”. Ήταν ο πρώτος δημοσιογράφος που έφτασε στη βομβαρδισμένη πόλη μετά την επίθεση.

“Ήμασταν περίπου 18 μίλια ανατολικά της Γκερνίκα όταν ο Άντον πάρκαρε στο πλάι του δρόμου με κολλημένα φρένα και άρχισε να φωνάζει. Έδειχνε άγρια μπροστά, κι ένιωσα την καρδιά μου στο στόμα μου, όταν κοίταξα. Πάνω από μερικούς μικρούς λόφους βρισκόταν ένα σμήνος αεροπλάνων. Μια ντουζίνα βομβαρδιστικά πετούσαν ψηλά. Κάτω όμως, πολύ πιο χαμηλά, σαν να έξυναν τις κορυφές των δέντρων, ήταν έξι μαχητικά Heinkel 52. Τα βομβαρδιστικά πέταξαν προς την Γκερνίκα αλλά τα Heinkel, ως τυχαία επιδρομή, εντόπισαν το αυτοκίνητό μας, και, πετώντας σαν κοπάδι ταχυδρομικά περιστέρια, έβαλαν προς το δρόμο και προς το αυτοκίνητό μας.

Ο Άντον κι εγώ βρεθήκαμε σε ένα κρατήρα βόμβας, 20 μέτρα από την άκρη του δρόμου. Ήταν μισογεμάτος νερό, και χωθήκαμε στη λάσπη. Μισοστεκόμασταν, μισογονατισμένοι με τα κεφάλια μας μέσα στη λάσπη.

Έριξα μια καλή ματιά στα Heinkel και δεν ξανακοίταξα μέχρι που έφυγαν. Μου φάνηκε ότι πέρασαν ώρες, αλλά μάλλον ήταν λιγότερο από 20 λεπτά. Τα αεροπλάνα έκαναν πολλές διαδρομές κατά μήκος του δρόμου. Σφαίρες πολυβόλου έπεφταν στη λάσπη μπροστά, πίσω, γύρω μας. Άρχισα να τρέμω από τον τρόμο. Μόλις μια μέρα πριν ο Στιρ, βετεράνος πια, με είχε “ενημερώσει” για το τι να κάνω αν με πυροβολεί αεροπλάνο. “Ξάπλωσε ακίνητος κι όσο πιο επίπεδος μπορείς. Μη σηκωθείς κι αρχίσεις να τρέχεις, θα σε γαζώσουν σίγουρα”.

Όταν τα Heinkel έφυγαν, υπέθεσα ότι έμειναν από πυρομαχικά, ο Άντον κι εγώ τρέξαμε πίσω στο αυτοκίνητό μας. Κοντά του ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο καιγόταν. Το μόνο που μπορέσαμε να κάνουμε ήταν να σύρουμε δύο πτώματα γεμάτα σφαίρες στην άκρη του δρόμου. Έτρεμα τώρα, από τον πρώτο πραγματικό φόβο που βίωσα ποτέ.”

“… Είδα την αντανάκλαση των πυρκαγιών της Γκερνίκα στον ουρανό. “

Ο Μονκ και οι συνάδελφοί του δημοσιογράφοι οδηγούν, κοντά στην Γκερνίκα, όπου μπορούν να ακούσουν αυτό που πιστεύουν ότι μπορεί να είναι οι ήχοι των βομβών. Συνεχίζουν στην πόλη του Μπαλμπόα, όπου αφού έστειλε το ρεπορτάζ στο Λονδίνο, ο Μονκ πηγαίνει για δείπνο με τους συναδέλφους του. Η ιστορία του συνεχίζεται καθώς το δείπνο τους διακόπτουν νέα από την Γκερνίκα:

“… ένας κυβερνητικός αξιωματούχος, με δάκρυα να τρέχουν στο πρόσωπό του, μπήκε στην τραπεζαρία κλαίγοντας: “η Γκερνίκα καταστράφηκε. Οι Γερμανοί βομβάρδιζαν και βομβάρδιζαν και βομβάρδιζαν.” Η ώρα ήταν περίπου 9:30 μ.μ. Ο λοχαγός Ρόμπερτς χτύπησε με δύναμη τη γροθιά του στο τραπέζι και είπε: “καταραμένα γουρούνια“. Πέντε λεπτά αργότερα, ήμουν σε μία από τις λιμουζίνες του Μεντιγκούρεν, που έτρεχε προς την Γκερνίκα. Ήμασταν δέκα μίλια μακριά όταν είδα την αντανάκλαση από τις φλόγες της Γκερνίκα στον ουρανό. Καθώς πλησιάσαμε, και στις δύο πλευρές του δρόμου, άνδρες, γυναίκες και παιδιά κάθονταν, παραζαλισμένοι. Είδα έναν ιερέα σε μια ομάδα. Σταμάτησα το αμάξι και τον πλησίασα. “Τι συνέβη, Πάτερ;” τον ρώτησα. Το πρόσωπό του ήταν μαυρισμένο, τα ρούχα του κουρελιασμένα. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Έδειξε μόνο τις φλόγες, κάπου τέσσερα μίλια μακριά, και ψιθύρισε: «Αεροπλάναβόμβεςπολλές, πολλές”.

… Ήμουν ο πρώτος ανταποκριτής που έφτασα στην Γκερνίκα, και αμέσως με έβαλαν κάποιοι Βάσκοι στρατιώτες να βοηθήσω να συλλέξουμε απανθρακωμένα σώματα πάνω από τα οποία είχαν περάσει οι φλόγες. Κάποιοι στρατιώτες έκλαιγαν σαν τα παιδιά. Υπήρχαν φλόγες και καπνός και αποκαΐδια, και η μυρωδιά της καμμένης ανθρώπινης σάρκας έφερνε αναγούλα. Τα σπίτια κατέρρεαν μέσα στην κόλαση φωτιάς.

Στην πλατεία, σχεδόν περικυκλωμένοι από ένα τείχος φωτιάς, βρίσκονταν περίπου εκατό πρόσφυγες. Θρηνούσαν. Ένας μεσήλικας μιλούσε αγγλικά. Μου είπε: “στις τέσσερις, πριν κλείσει η αγορά, ήρθαν πολλά αεροπλάνα. Έριξαν βόμβες. Κάποια πετούσαν χαμηλά και πυροβολούσαν στους δρόμους. Ο πατέρας Αροριατέγκι ήταν υπέροχος. Προσευχόταν με τους ανθρώπους στην πλατεία ενώ οι βόμβες έπεφταν.”

… Τα μόνα πράγματα που στέκονταν ήταν μια εκκλησία, ένα ιερό δέντρο, σύμβολο του βασκικού λαού, και, ακριβώς έξω από την πόλη, ένα μικρό εργοστάσιο πυρομαχικών. Δεν υπήρχε ούτε ένα αντιαεροπορικό όπλο στην πόλη. Ήταν μια αεροπορική επιδρομή.

… Ένα θέαμα που με στοίχειωνε για βδομάδες ήταν τα απανθρακωμένα σώματα αρκετών γυναικών και παιδιών που είχαν συγκεντρωθεί σε κάτι που πριν ήταν το κελάρι ενός σπιτιού. Ήταν καταφύγιο.”

 

Η περιγραφή του Νόελ Μονκς υπάρχει στα: Monks, Noel, Eyewitness (1955) και Thomas, Hugh, The Spanish Civil War (1977).

Μετάφραση: Κώστας Ψιούρης

Πηγή: Eyewitness to History